Ο αθέμιτος ανταγωνισμός για μια θέση στον ήλιο της εκπαίδευσης

Διαβάζεται σε 4'
Σχολείο (φωτογραφία αρχείου)
Σχολείο (φωτογραφία αρχείου) ISTOCK

Όταν οι εικονικές διευθύνσεις κατοικίας μετατρέπουν τη δημόσια εκπαίδευση σε άτυπο προνόμιο.

Υπάρχει κάτι βαθιά προβληματικό στη συχνή πρακτική ορισμένων γονέων να συνάπτουν εικονικά ενοικιαστήρια ή να δηλώνουν ψευδείς «φιλοξενίες», ώστε να εγγράψουν τα παιδιά τους σε «καλύτερα» δημόσια σχολεία εκτός αυτών που ανήκουν σύμφωνα με την πραγματική διεύθυνση κατοικίας τους.

Αυτή η, εκ πρώτης όψεως, «αθώα» πρακτική συνιστά στην πραγματικότητα μια μορφή «μικρής» διαφθοράς, με επιπτώσεις δυσανάλογα μεγάλες. Παρακάμπτει κάθε έννοια ισότιμης πρόσβασης στη δημόσια εκπαίδευση, δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού και διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες.

Στις πυκνοκατοικημένες περιοχές του Δήμου Αθηναίων (και όχι μόνο) το σχολείο της γειτονιάς συχνά χαρακτηρίζεται από την παρουσία παιδιών μεταναστών, προσφύγων ή άλλων μειονοτικών ομάδων, που ορισμένοι γονείς της μεσαίας τάξης αντιμετωπίζουν ως «παιδιά ενός κατώτερου θεού». Παρεξηγούν ή φοβούνται την πολυπολιτισμικότητα, πιστεύοντας, λανθασμένα κατά την ταπεινή μου γνώμη, ότι η ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης φθίνει όσο πιο ετερόκλητο είναι το μαθητικό σώμα.

Αυτή η αθέμιτη προσπάθεια «διαφυγής» από τη γειτονιά, για να αναζητηθεί το «καλό» σχολείο, αποτελεί και μια ακούσια συλλογική ήττα: αφενός, τα σχολεία που εγκαταλείπονται βλέπουν τους πόρους τους να μειώνονται, αφετέρου, εντείνεται η περιθωριοποίηση ολόκληρων γειτονιών. Ταυτόχρονα, καλλιεργείται η ψευδαίσθηση ότι το δικό μας παιδί είναι ασφαλές μόνο όταν μένει μακριά από όσους φέρουν διαφορετικά πολιτισμικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά.

Φυσικά, εδώ δεν μιλάμε για την απόφαση ορισμένων οικογενειών να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία – μια απόφαση που συνοδεύεται από σοβαρό οικονομικό κόστος και δεν συνεπάγεται καμία πλαστή διεύθυνση ή δήλωση. Η δημόσια εκπαίδευση προορίζεται να είναι «ελεύθερη και δωρεάν»· όταν, όμως, κάποιοι παραβιάζουν τους κανόνες για να επωφεληθούν, πλήττονται άμεσα οι ίσες ευκαιρίες που οφείλει να διασφαλίζει η Πολιτεία.

Κάποιοι εγείρουν την ανησυχία ότι τα δίγλωσσα ή πολύγλωσσα παιδιά (συνήθως) μεταναστών μπορεί να επιβραδύνουν τον ρυθμό της τάξης. Κι όμως, η ετερογένεια σπάνια μεταφράζεται σε μαθησιακή «καθυστέρηση». Σύμφωνα με έρευνες, τα παιδιά που εντάσσονται σε ένα περιβάλλον πολλαπλών γλωσσών αναπτύσσουν δεξιότητες όπως ευελιξία σκέψης και ανθεκτικότητα στη μάθηση. Επιπλέον, η Πολιτεία οφείλει να ενισχύσει αποτελεσματικά προγράμματα ένταξης, ώστε κανένα παιδί να μη μένει πίσω – ανεξαρτήτως γλωσσικής αφετηρίας.

Άλλοι, επίσης, επισημαίνουν ότι οι μετεγγραφές αυτές δεν σχετίζονται αποκλειστικά με τον φόβο της πολυπολιτισμικότητας ή των δίγλωσσων παιδιών. Συμβαίνουν ακόμα και σε γειτονιές όπου δεν υπάρχουν μετανάστες, καθώς πολλά δημόσια σχολεία υποφέρουν από ελλείψεις διδακτικού προσωπικού, κτιριακή ανεπάρκεια ή παλαιότητα και διοικητική αδιαφορία. Ωστόσο, η αναζήτηση ενός σχολείου με καλύτερες εγκαταστάσεις ή πιο δραστήρια διεύθυνση δεν δικαιολογεί τη χρήση ψευδών δηλώσεων κατοικίας. Μια τέτοια «λύση» δεν αντιμετωπίζει τον πυρήνα του προβλήματος: το ίδιο το ξεχαρβαλωμένο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα που επιτρέπει τόσο άνισους όρους.

Δεδομένου ότι πρόκειται για πρακτική που αγγίζει τα όρια της απάτης, το Υπουργείο Παιδείας οφείλει να ενεργοποιήσει αποτελεσματικούς ελέγχους και να επιβάλλει αυστηρές κυρώσεις. Επιπλέον, χρειάζεται να συνοδεύσει τα μέτρα αυτά με μια σειρά ευρύτερων βελτιώσεων στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, ώστε οι γονείς να μη βρίσκουν «δικαιολογίες» για να καταφεύγουν σε τέτοιου είδους παρανομίες. Ωστόσο, καμία θεσμική αντιμετώπιση δεν επαρκεί από μόνη της, αν εμείς οι ίδιοι δεν αναλάβουμε την ευθύνη που μας αναλογεί.

Δεν αρκεί πλέον να σηκώνουμε αμήχανα τους ώμους όταν ερωτώμαστε για το σχολείο που θα πάει το παιδί μας. Ας αναλογιστούμε: τι σημαίνει η επιλογή του «άλλου» σχολείου, όταν αυτή στηρίζεται σε ψευδείς δηλώσεις; Πόσο τροφοδοτεί τον αποκλεισμό ομάδων παιδιών και την υποτίμηση συγκεκριμένων περιοχών; Και, τελικά, πόσο θρέφει μια νοοτροπία που ευνοεί τη «μικρή» διαφθορά και νομιμοποιεί στα μάτια των παιδιών την ιδέα ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»;

Η αντιμετώπιση αυτής της σιωπηρής διαφθοράς απαιτεί, εκτός από θεσμική ισχύ, συλλογική βούληση και γνήσια διάθεση αυτοκριτικής. Αν επιθυμούμε ένα δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα πραγματικά δίκαιο και συμπεριληπτικό, καλούμαστε πρώτα να αποδεχτούμε ότι τα σύνορα της πόλης μας ανήκουν σε όλους – και ότι το δημόσιο σχολείο οφείλει να παραμένει ανοιχτό, δημοκρατικό και απαλλαγμένο από κάθε παράτυπο –ταξικού ή άλλου προσδιορισμού– φιλτράρισμα.

Μόνο έτσι θα διασφαλίσουμε ότι το δημόσιο σχολείο εκπληρώνει το σκοπό του ως θεμέλιο κοινωνικής ανέλιξης για όλους – κι όχι ως ένα ακόμη προνόμιο που κάποιοι «εξαγοράζουν» με αθέμιτες μεθόδους.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα