Ο δάσκαλος, η μάνα μου και οι μάνικες που έπλεναν τα αίματα στο Πολυτεχνείο
Διαβάζεται σε 4'Η ανάμνηση του εορτασμού του Πολυτεχνείου το 1989 σ’ ένα δημοτικό σχολείο, η προπαγάνδα του δασκάλου και οι αναμνήσεις της μάνας.
- 17 Νοεμβρίου 2023 12:38
Στις 17 Νοεμβρίου του 1989 γιορτάσαμε στην ΣΤ’ Δημοτικού την 16η επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ετοιμάστηκα, όπως κάθε χρόνο, και πήγα στη γιορτή. Εκεί άκουσα τον κατά τα άλλα πολύ καλό δάσκαλό μας να μάς λέει (μ’ ένα μάλλον απολογητικό ύφος) ότι “ξέρετε παιδιά, στο Πολυτεχνείο δεν υπήρξαν νεκροί, όπως λένε, αυτό δεν έγινε ποτέ”.
Δεν έδωσα ιδιαίτερη βάση, με ένοιαζε κυρίως ότι δεν είχαμε μάθημα εκείνη την ημέρα και ήμουν χαρούμενος γι’ αυτό. Οταν επέστρεψα πάντως στο σπίτι, πληροφόρησα τη μάνα μου για ότι μάς είπε ο δάσκαλος στην τάξη.
Εντελώς αναπάντεχα, ακολούθησε έκρηξη: “Με ποιο δικαίωμα σας λέει τέτοια ψέματα ο δάσκαλος;” Ομολογουμένως έμεινα, κατά το κοινώς λεγόμενο, “παγωτό”. Η έκρηξη συνεχίστηκε: “Λοιπόν, στα έχω πει και άλλες φορές. Σάββατο ξύπνησα να πάω στη δουλειά. Πέρασα επιτήδες μπροστά από το Πολυτεχνείο ενώ μπορούσα να πάρω το λεωφορείο. Επλεναν με μάνικες τα αίματα έξω από την πεσμένη πύλη. Ποια ψέματα λοιπόν; Θα μας τρελάνει ο άνθρωπος; Θα πάω να του τα πω ένα χεράκι”.
Δεν θυμάμαι αν πήγε να του τα πει. Μάλλον δεν πήγε. Ευτυχώς δηλαδή. Αλλά τη διήγηση περί μάνικας και αίματος, την οποία όντως την είχα ξανακούσει, δεν την ξέχασα από τότε. Το έλεγα σε όλους τους φίλους μου. “Ρε, η μάνα μου είδε μάνικες να πλένουν τα αίματα”.
Η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκε πολλές φορές έκτοτε να επανέλθω στη μητρική διήγηση. Πολλοί συμμαθητές μου απέφευγαν, μετά από προτροπή των γονέων τους, να έρχονται στο σχολείο στη γιορτή του Πολυτεχνείου. Οι ίδιοι αμφισβητούσαν. “Ποιοι νεκροί τώρα ρε; Παραμύθια της χαλιμάς των κομμουνιστών”. Νευρίαζα, εξοργιζόμουν και επέστρεφα στις μάνικες. Δεν πίστευαν.
Χρόνια αργότερα συνέδεσα εκείνη την άρνηση του δασκάλου μας να μάς πει την αλήθεια με τα κοσμοϊστορικά γεγονότα του 1989. Μόλις πριν από λίγες ημέρες είχε πέσει το Τείχος του Βερολίνου, ο κόσμος του Ψυχρού Πολέμου κατέρρεε, η κομμουνιστική Αριστερά γνώριζε μία συντριπτική ήττα διαρκείας. Σκέφτηκα ότι ο δάσκαλος ίσως αισθανόταν πιο “ελεύθερος” και ότι ήθελε να πάρει εκείνες τις στιγμές τη δική του ρεβάνς.
Δεν ήταν τελικά αυτό. Εχω πειστεί στα 45 μου ότι σε πολλούς Ελληνες η χούντα άρεσε. Αλλωστε ζούμε στην εποχή κατά την οποία ο πρώην γραμματέας της ΕΠΕΝ είναι πρωτοκλασάτος Υπουργός. Οι άνθρωποι αυτοί δεν κρύβονταν ούτε υποκρίνονταν. Γούσταραν απολυταρχισμό. Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, με τα παράθυρα ανοιχτά.Το έλεγαν, το φώναζαν, απλά τις δεκαετίες του 80 και του 90 δεν τους παίρναμε και πολύ στα σοβαρά.
Πενήντα χρόνια μετά το Πολυτεχνείο και σχεδόν πενήντα μετά την πτώση της Χούντας (της οποίας προηγήθηκε η κυπριακή τραγωδία για να αποδειχθεί στην πράξη ότι οι εθνικόφρονες κάνουν, τελικά, πολύ κακό στην πατρίδα) η έρευνα του Eteron έδειξε ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που δεν πιστεύουν στη δημοκρατία, πολίτες που δεν θέλουν να είναι πολίτες αλλά περίπου υπήκοοι, έρμαια των απολυταρχών που αρπάζουν την εξουσία με τη βία και τα όπλα.
Ο δάσκαλος της ΣΤ Δημοτικού, παρά τη μόρφωσή του και την σαφή παιδαγωγική κατάρτισή του, φαίνεται ότι ήταν ένας τέτοιος πολίτης. Στα 50 του περίπου τότε, δεν είχε κανένα πρόβλημα να ανακυκλώνει την ακροδεξιά προπαγάνδα μέσα στις σχολικές τάξεις. Η δε μάνα μου, ένα κορίτσι που ήρθε από την επαρχία με μόνη προίκα το απολυτήριο του δημοτικού σχολείου, είχε καταλάβει πολύ καλά από τα 28 της κιόλας τι είχε γίνει εκείνο το βράδυ και εκείνες τις ημέρες γενικά, στο Πολυτεχνείο. Και τις μάνικες να μην έβλεπε, και το σταθμό του Πολυτεχνείου να μην άκουγε, ήξερε. Ολοι ήξεραν. Και τότε και τώρα. Λίγοι όμως μιλούσαν και ακόμη λιγότεροι έπρατταν.
Οι εξεγερμένοι του Πολυτεχνείου ήταν λοιπόν μία φωτισμένη μειοψηφία που άνοιξε δρόμους ελευθερίας και δημοκρατίας στις οποίες με χαρά πορευτήκαμε όλοι οι υπόλοιποι τα επόμενα χρόνια. Εκαναν αυτό που οι περισσότεροι δεν τολμούσαν καν να διανοηθούν, έφτασαν το μπόι τους σε μεγέθη πρωτοφανέρωτα. Γι’ αυτό και θα υπάρχουν πάντα θλιμμένοι στη γιορτή μας. Αλλά, δάσκαλε, όπου και να ‘σαι, σε συγχωρώ. Η Δημοκρατία συγχωρεί, ξέρεις.