Ο Δομάζος, ο Καζαντζίδης και τα λαϊκά αθλήματα

Διαβάζεται σε 4'
Στέλιος Καζαντζίδης
Στέλιος Καζαντζίδης EUROKINISSI

Άθλημα είναι η μπάλα. Το ίδιο και η τραγούδι. Αθλήματα λαϊκά. Γι’ αυτό ορισμένοι επιφανείς πρωταγωνιστές μπήκαν στην καρδιά του κόσμου και έγιναν είδωλα.

Το ποδόσφαιρο είναι «Το πιο απλό, το πιο γήινο, το πιο συναρπαστικό παιχνίδι, που συνδυάζει τη σωματική μεταρσίωση με τη νοητική εγρήγορση, την ατομική φαντασία με τη συλλογική υπευθυνότητα» (Πρόλογος στο βιβλίο του Ηλία Καφάογλου «Σημειώσεις στο ημίχρονο», εκδ.Υψιλον).

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που ο Δομάζος, κορυφαίος των κορυφαίων στα καθ΄ημάς (ίσως μαζί με τον Βασίλη Χατζηπαναγή) φάνταζε σαν προσωποποίηση μιας θεότητας που κατέβηκε στη γή για να προσφέρει θέαμα, χαρά και συγκινήσεις στον κόσμο.

Ο Δομάζος δεν ήταν δαντελένιος όπως ο Κούδας. Δεν είχε το αριστερό του Μίμη Παπαϊωάννου ούτε τη χάρη του Δεληκάρη. Όμως όλα αυτά –κι ακόμη περισσότερα- τα είχε με τον τρόπο του. Που συνοψιζόταν στην άφθαστη επινοητικότητα και στην μεγαλοσύνη του μαέστρου.

Οι ορκισμένοι εχθροί της μπάλας που μιλούν σαν συνοφρυωμένοι κατηχητές, αδυνατούν να εξηγήσουν γιατί απ’ όλα τα παιχνίδια το ποδόσφαιρο κρατάει τα σκήπτρα παγκοσμίως . Το μέμφονται και το επικρίνουν γιατί ποτέ τους δεν κατάλαβαν τι εστί λαϊκό.

Θεωρούν αγέλη τους λάτρεις του ποδοσφαίρου. Και χαρακτηρίζουν τη μπάλα όπιο του λαού που αποχαυνώνει και αποπροσανατολίζει. Φυσικά, δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει απαντοχή και βάλσαμο για πολλούς. Ούτε γιατί η αίσθηση του ανήκειν-ναι, έστω ως φίλαθλος σε μια ομάδα- είναι σημαντικό στοιχείο στα ανθρώπινα.

Νομίζουν ότι είναι αδιάφορος για τα κοινά ο κόσμος που συρρέει στα γήπεδα ή απολαμβάνει τη μπάλα από την τι-βι. Ότι αγνοεί ή δεν νοιάζεται που η μπάλα είναι εμπόρευμα στα χέρια του κερδώου κυνισμού. Κούνια που τους κούναγε!

Και φυσικά, τους είναι ξένες οι χορογραφίες μέσα στο γήπεδο- οι ντρίμπλες, τα φάλτσα, τα ψαλιδάκια-, όπως και τα μαγικά από τους πιτσιρικάδες στις αλάνες του κόσμου. Πώς να καταλάβουν, λοιπόν, γιατί λατρεύτηκε ο Δομάζος και γιατί συγκίνησε την κοινωνία ο θάνατός του.

Καζαντζίδης: Η ταύτιση

Το λαϊκό τραγούδι είναι το ποτάμι που αρδεύει τις εκτάσεις στα μύχια των ανθρώπων-τον έρωτα, το πάθος, τον ξενιτεμό, το μεροκάματο. Τα φέρνει στην πρώτη γραμμή. Τα υψώνει περίοπτα.

Πότε ιαματικό, συχνά καταγγελτικό και πάντοτε συνυφασμένο με τα προβλήματα του λαού, το τραγούδι(λαϊκά, ρεμπέτικα κ.α.) αποτελεί καταφυγή και απάγκιο. Ακόμη και για εκείνους που ακούνε μπαρόκ και ρόκ κλπ.

Το ίδιο κι ο Καζαντζίδης. Εγινε λαϊκός ήρωας γιατί δεν τραγούδησε απλώς κάποιους στίχους ούτε ερμήνευσε με την ανυπέρβλητη φωνή του ως μεσάζων, ως διεκπεραιωτής. Τα έλεγε σα να τα ζούσε τα βάσανα του κόσμου, τα γιατί, το άδικο, την οργή και τα παράπονά του.

Βέβαια, η αφ΄υψηλού κριτική μιλάει για κλάψα και για αποθέωση της μεμψιμοιρίας, όταν βλέπει να αποθεώνεται ο Καζαντζίδης και να υμνείται το λαϊκό τραγούδι. Αφες αυτοίς…

Σ΄ ένα εξαιρετικό άρθρο του ο συγγραφέας Αλέξανδρος Ασωνίτης σημειώνει:

«Ο  Καζαντζίδης, αν δεν επινόησε, τουλάχιστον καθιέρωσε,  από ένστικτο, και όχι από συγκροτημένη νοητική/ψυχική επεξεργασία, υποθέτω, ένα νέο είδος τραγουδίσματος, το ερμηνεία είναι  βαρύγδουπο: Επέλεξε να ταυτισθεί απολύτως με τον αφηγητή των τραγουδιών, κι έτσι ό,τι τραγούδαγε αφορούσε τον ίδιο, κι όχι κάποιον ανύπαρκτο, πλασματικό άλλον. Θα έλεγα ότι, άθελα του, εφάρμοσε την περιβόητη «Μέθοδο» του Καζάν, της Στέλλας Άντλερ, του Στανισλάβσκι στο ΄Ακτορς στούντιο: ο ηθοποιός είναι ο ρόλος. Στον Στελλάρα ο τραγουδιστής είναι ο ρόλος.

Αυτή η ταύτιση τον οδήγησε, εκτός από την πρωτοφανή φωνητική του ικανότητα, βέβαια, στην τόσο ανυπέρβλητη επιτυχία  που μεγεθυνόταν όσο οι ακροατές /ριες, που συνειδητά ταυτίζονται με την ιστορία κάθε τραγουδιού της αρεσκείας τους, συνειδητοποιούσαν ότι ο τραγουδιστής ταυτιζόταν πλήρως με τον αφηγητή και την ιστορία που αφηγείται».

…Αστους να λένε, λοιπόν, τους εστέτ και τους ψηλομύτες με το υψωμένο φρύδι. Ο Καζαντζιδης, ο Δομάζος και πολλοί άλλοι- τροβαδούροι, αγωνιστές, τεχνίτες της μπάλας-θα υπενθυμίζουν εσαεί ότι η κοινωνία έχει τους δικούς της ήρωες ερήμην των επικριτών που δείχνουν δυσανεξία προς τον λαό και προς παν το λαϊκόν.

ΥΓ : Οι μεγαλειώδεις λαϊκές συνάξεις για τα Τέμπη μπορούν να συνοψίσουν σε δυό λέξεις την κραυγή και το αίτημα για Δικαιοσύνη: Δεν ξεχνώ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα