Ο Ηλίας Νικολακόπουλος όπως τον έζησα
Αποχαιρετισμός στον "δικό μας" Ηλία Νικολακόπουλο. Στον δημοφιλή, μύστη της ιστορίας, εκλογολόγο. Λέξη που αποστρεφόταν αλλά τον συνόδευε ως τον δάσκαλο των εκλογών.
- 03 Ιουλίου 2022 07:11
Για τον Ηλία, για κάποιον αδιάγνωστο λόγο, οι λέξεις δεν μου βγαίνουν όσο εύκολα μου έρχονται σε αντίστοιχες περιστάσεις. Από πού ν’αρχίσεις; Είναι τόσα πολλά αυτά που αξίζει να ειπωθούν και, με την έννοια αυτή, οι άνθρωποί του, μέσα στο πένθος και τη λύπη, το σοκ του ξαφνικού, νιώθουμε ένα είδος «χαράς», που για κείνον μίλησαν πολλοί, και το έκαναν πολύ όμορφα.
Με το άκουσμα του θανάτου του, όλοι «βάλαμε τα καλά μας». Θέλαμε να δείξουμε τον καλύτερο εαυτό μας σε μνήμη του σημαντικού ανθρώπου που χάσαμε. Μου έκανε εντύπωση το ετερόκλητο πλήθος γνωστών και φίλων, παλιών συντρόφων και νυν αντιπάλων που σμίξαμε στην κηδεία του σε μια σπάνια στιγμή σύμπνοιας και ιδιαίτερης ανθρωπιάς. Ο Ηλίας ήταν εξαιρετικά ικανός να συνθέτει. Να στρατεύεται χωρίς να χάνει την αξιολογική του ουδετερότητα. Να κρίνει πρώτα το δικό του πολιτικό σπίτι και μετά των άλλων. Ό,τι παράπονα και να είχε, το σπίτι δεν το άλλαζε. Εκεί έμεινε ως το τέλος.
Και αυτό διότι ο Νικολακόπουλος ήταν κάτι περισσότερο από δημοφιλής. Η αφοπλιστική του προσήνειά του σε συνδυασμό με την μνημειώδη του οξύνοια τον έκαναν μαζικά «δικό μας». Η μοναδική πολιτική του ευθυκρισία του και η ώριμη απλότητα στον τρόπο με τον οποίον εξηγούσε τα δύσκολα του τον έβαλαν μέσω της οθόνης στα περισσότερα ελληνικά σπίτια. Από κείνον περιμένανε όλοι, ένα νεύμα Κυριακή βράδυ για το ποιος τελικά θα μας κυβερνήσει από Δευτέρα.
Οι αρετές του Ηλία υπήρξαν προϊόν ευτυχών και δυστυχών βιοτικών συναντήσεων: ο γόνος μιας κυνηγημένης αριστερής οικογένειας της παλιάς Ελλάδας με αστικές καταβολές. Από τις ταλαιπωρίες του μετεμφυλιακού κράτους, στη Γενεύη για σπουδές στα μαθηματικά και τη στατιστική. Από τη στατιστική, στην πολιτική και εκλογική ανάλυση. Κι όλα αυτά πάνω στην ήπειρο της ιστορίας. Για σκεφτείτε το: ένας μύστης της ιστορίας –αυτό ήταν πρωτίστως ο Ηλίας– με πρώτη ύλη τα μαθηματικά και μανία για την πολιτική. Αυτό ήταν το επαγγελματικό και ακαδημαϊκό success story Νικολακόπουλου. Τέτοιος κόμβος μαθηματικής σκέψης με απροσμέτρητο ιστορικό υπόβαθρο και ταλέντο πολιτικής ανάλυσης δεν ξαναβγαίνει εύκολα. Και γι’αυτό δεν θα επεκταθώ τόσο στο πανεπιστημιακό ή «εκλογολογικό» του προφίλ. Το έχουν κάνει ήδη άψογα, τόσοι μαθητές του. Την λέξη «εκλογολόγος» την αποστρέφονταν, αλλά τι σημασία έχει; Η ελληνική γλώσσα την επινόησε έχοντας αυτόν ως τον πρώτο και κατεξοχήν «εκλογολόγο»: όχι τον Έλληνα που προσφιλώς μιλάει στο καφενείο για εκλογές, αλλά τον δάσκαλο των εκλογών.
Μέχρι περίπου τις αρχές του 2020, ο Ηλίας ήταν, κατά το σύνηθες, μάλλον κεφάτος. Τα ραντεβού διαδέχονταν το ένα το άλλο στο «γραφείο» του, το αγαπημένο του στέκι στην πλατεία Φιλόμουσου Εταιρείας στην Πλάκα. Ως το μεσημέρι με καφέ, μετά με μπύρες. Μετά, απαράβατα μεσημεριανός ύπνος. Το τηλέφωνο του Νικολακόπουλου έσβηνε τις μεσημεριανές ώρες. Αυτό το βιοτικό πρόγραμμα έβαινε εν γένει καλώς μέχρι την πανδημία. Νομίζω όμως ότι η πανδημία τον αποσταθεροποίησε. Η απώλεια του κολλητού του Δημοσθένη Δώδου τον τσάκισε. ΄Σε μια από τις τελευταίες του δημόσιες ομιλίες στην εκδήλωση προς τιμή του Δημοσθένη στη Θεσσαλονίκη, ο Ηλίας για πρώτη φορά δεν νοιάζονταν να δείξει δημόσια πόσο τον είχε καταβάλλει η απώλεια του φίλου του. Μιλούσε για τον Δώδο και ένιωθα ότι μιλάει για τον ίδιο.
Η πολιτική από τα μέσα
Το φθινόπωρο του 2021, του πρότεινα να γράψουμε ένα βιβλίο ώστε να μας αφήσει όλα αυτά τα καταπληκτικά που γνώριζε και να ξανανιώσει κάπως. Την ιδέα την πήρα όταν ο Σταύρος Ζουμπουλάκης κυκλοφόρησε τις «11 συναντήσεις» με τον Στρατή Μπουρνάζο (Εκδ. Πόλις, 2020). Στο βιβλίο αυτό οι δύο συνομιλούν για θέματα ενδιαφέροντός τους, χωρίς συμβατικότητες και προσχήματα. Πάνω σε αυτή τη φόρμα, πρότεινα στον Ηλία να φτιάξουμε περίπου ένα τέτοιο βιβλίο. Του άρεσε και βρήκε νόημα να μιλήσει για κείνα που γνώριζε. Δεν δυσανασχετούσε. Το λέω αυτό διότι οι δικοί του ξέρουμε πόσο μα πόσο βαριόταν όταν του ζητούσες να γράψει… «Η πολιτική από τα μέσα», ήταν ο τίτλος τον οποίο συμφωνήσαμε. Κανείς άλλος δεν ήξερε τόσο καλά την ελληνική πολιτική, όσο ο Ηλίας. Και ήξερε και εκείνα που δεν λέγονται και δεν μαθαίνονται. Εκεί θα τον ρωτούσα για όλα όσα ήξερε και μπορούσα να του εκμαιεύσω. Γιατί ο Νικολακόπουλος είχε ζήσει, εκτός των άλλων, και φοβερές ιστορίες. Τα εξιστορούσε με χίλια ζόρια μόνο όταν οι συνομιλητές του τον πιέζανε. Είναι σπάνια αρετή για ηλικιωμένο αριστερό να μην μιλάει για το παρελθόν του. Ο Ηλίας την είχε ανάγει σε θέση ζωής. Σεμνότητα, λίγες κουβέντες και καλές και ποτέ μα ποτέ «τι τραβήξαμε…».
Τα καλοκαίρια, στο σπίτι του στη Τζια του ζητούσα να μου λέει ιστορίες από τη Γενεύη και το Παρίσι, και μετά από τα εκλογικά βράδια στην Αθήνα με ανέκδοτες συζητήσεις στα διαλείμματα των εκπομπών με τους πρωταγωνιστές της ελληνικής πολιτικής. Σε αντάλλαγμα, του μαγείρευα ό,τι μου ζητούσε: ήθελε κυρίως λαδερά. Μαγειρεύοντας τα πρωινά, τον ρωτούσα για το πώς ξεκίνησαν οι σφυγμομετρήσεις στη δεκαετία του ’80, ποιοι πολιτικοί τον συμβουλεύονταν κρυφά, τα δύσκολα χρόνια διλήμματα του χώρου μας από το τέλος της χούντας κι ύστερα, τα ντεσού του Ανδρέα Παπανδρέου, για την ιστορία της Άκρας Δεξιάς και το ένοπλο της επαναστατικής Αριστεράς και τόσο μα τόσα άλλα. Θησαυρός.
Ο Ηλίας ωστόσο, ήταν, μέσα στην δημοφιλία του κι ανεξάρτητα απ’αυτήν, ένας σοφός μοναχικός λύκος. Και πολιτικά και προσωπικά. Του άρεσε όμως η ανθρώπινη ζέστη. Είχε μια παιγνιώδη φύση μαζί με μια παιδικού τύπου αδεξιότητα σε μια σειρά θέματα. Οι δικοί του, οι φίλοι του κι η οικογένεια του, η Χαρά, η Αδριανή και ο Κώστας, με καταλαβαίνουν και χαμογελούν ελπίζω …
Ένας μάχιμος διανοούμενος, ο άνθρωπος που με τη μέθοδό του έκανε την πολιτική προσιτή επιστήμη στους πολλούς. Κυρίως όμως για εμάς ένας γλυκός και κατά βάθος τρυφερός άνθρωπος που ήξερε να ακούει, να μιλάει, να γελάει, να τρώει, να πίνει, να πονάει. Να ζει. Πέθανε από ανακοπή σε ύπτια θέση στο Αιγαίο που τόσο αγαπούσε. Όχι μόνο για παρηγοριά, θα πω ότι αυτός είναι καλός θάνατος.
Άξιος.