O Λούλης, το ξύλο στις πλατειες και η φυματική σαρανταποδαρούσα
Η αστυνομική διαχείριση του συνωστισμού στις πλατείες, χρειαζόταν και το κατάλληλο συνοδευτικό και αυτό ήταν το σποτ της πολιτικής προστασίας με τον Χρήστο Λούλη.
- 11 Μαΐου 2020 07:51
Το σποτ της Πολιτική Προστασίας με τον Χρήστο Λουλη ήταν μια κακόγουστη ανοησία, διότι δημιουργήθηκε αναμασώντας στερεότυπα, στήθηκε στο πόδι, ήταν κακοπαιγμένο και οι δημιουργοί του δεν είχαν ιδέα σε ποιον απευθύνονταν.
Γιατί σίγουρα δεν απευθύνονταν στα παιδιά που βγαίνουν στις πλατείες και τρώνε ξύλο μαζί με όποιον τύχει να περνάει.
Ήταν τόσο μουχλιασμένο και εκτός τόπου και χρόνου, που αν ήταν ζωντανό δρώμενο μόλις τελειώνε θα ακουγόταν το “να του ‘ρθει;” από τους Απαράδεκτους και μετά θα έπεφτε γιαούρτι.
Ο βασικότερος λόγος, που βγήκε στον αέρα ένα κακόγουστο, σεξιστικό σποτ, ήταν η βιασύνη και ο πανικός, μετά τις σφοδρές αντιδράσεις στις πλατείες.
Η βιασύνη γιατί όσο η διαχείριση της κρίσης, ήταν επιστημονική, οι αντιδράσεις ήταν ελάχιστες, η συναίνεση δεδομένη και τα αποτελέσματα θαυμαστά.
Αυτό δημιούργησε στην κυβέρνηση την ψευδαίσθηση (ή την επιθυμία), ότι η ενότητα απέναντι σε έναν κοινό εχθρό, η συμμόρφωση με τα έκτακτα μέτρα και η υπακοή, θα μετατραπεί και σε έναν πολιτικό χυλό, μια άγευστη σούπα τυφλής συναίνεσης και μια αέναη σιωπή απέναντι σε όσα ψηφίζονται στη Βουλή και όσα έρχονται. Από την αλλαγή στον τρόπο ζωής και την αντιμετώπιση της ψυχολογικής πιεσης μετά από 42 μέρες καραντίνας, μέχρι τον οικονομικό Αρμαγεδδώνα που μας απειλεί.
Με τη σιγουριά της επιτυχούς διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης, περάσαμε γρήγορα στην αστυνομική διαχείριση των πρώτων κοινωνικών αντιδράσεων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η αναμενόμενη συνεύρεση νέων ανθρώπων σε μια ανοιχτή πλατεία να μετατρέπεται σε πολιτικό γεγονός, με συνδρομή παπαγάλων που εναγωνίως έψαχναν να δώσουν πολιτικό περιτύλιγμα.
Η διαχείριση αυτή λειτούργησε έτσι σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Δέρνοντας χωρίς λόγο στις πλατείες, η κυβέρνηση πλησιάζει στο να φτιάξει “κίνημα πλατείας”.
Βάζει έτσι η ίδια στην άκρη αυτό που θα έπρεπε να είναι στην επικαιρότητα, διαρκώς, μέχρι να βρεθεί φάρμακο. Η απειλή του κορονοϊού.
Η μετάβαση από την επιστημονική διαχείριση, σε μια κοινωνική διαχείριση, μέσω ενός σχεδίου που θα είχε προβλέψει και την πιθανότητα άνθρωποι να μαζευτούν σε ανοιχτούς χώρους με τη λήξη της καραντίνας, δεν έγινε. Ούτε εντατική καμπάνια για σωστή ενημέρωση των πολιτών πριν την άρση των μέτρων υπήρξε. Από τον μειλίχιο Τσιόδρα, περάσαμε στο ξύλο του Χρυσοχοΐδη χωρίς ενδιάμεσο στάδιο.
Νέα πραγματικότητα, νέα προβλήματα, νέα ερωτήματα, ίδιες μέθοδοι: ξύλο και καταστολή.
Με αυτά τα δεδομένα, η βιασύνη να βγει ένα σποτ “για τη νεολαία” εξηγείται. Μια καρικατούρα που αντιστέκεται στα θέλω της “εν πολλαίς ανοησίαις περιπεσούσης γυνής”, προσπαθεί να στείλει ένα μήνυμα ως συνοδευτικό του ξύλου στις πλατείες.
Όπως βέβαια εξηγείται και η άμεση απόσυρσή του, αφού η ουσιαστική αντιπολίτευση της χώρας, τα Social Media, το δίκασαν και το καταδίκασαν, αναδεικνύοντας τη γελοιότητά του μέσα σε λίγες ώρες.
Πολλοί και πολλές, υποστηρικτές της κυβέρνησης, κάποιιοι, εκ των οποίων αυτοπροσδιορίζονται μάλιστα ως φιλελεύθεροι και φιλελεύθερες, αφού δήλωσαν πόσο τους αρέσει το σποτ και δεν βρήκαν ίχνος σεξισμού και κακογουστιάς, κατέκριναν την απόσυρση ως “υποχώρηση της κυβέρνησης προς τους συριζαίους” που φωνάζουν.
Τσάμπα ανησυχούν. Κανένας δεν φώναξε από τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς τα αντανακλαστικά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θυμίζουν όλο και περισσότερο την Ευκλείδεια σαρανταποδαρούσα.
“Μια φυματική σαρανταποδαρούσα με μηνίσκο στα 25 πόδια, που κρατά σακούλες από ψώνια”.
Πιθανότατα υπάρχουν σοβαρότερα πράγματα για να ασχοληθούν όπως, η θεωρητική συζήτηση περί ιδεολογικής καθαρότητας και σοσιαλδημοκρατίας, οι ερωτήσεις που υπογράφει ή δεν υπογράφει ο Πάνος Σκουρλέτης και τα πολιτικά μηνύματα που ανταλάσσουν οι φράξιες, μέσω δημοσιοποίησης ιδιωτικών στιγμών.
Μπροστά σε τόσο σοβαρά ζητήματα, όποιος πολίτης τυχαίνει να μην υμνεί από το πρωί μέχρι το βράδυ την κυβέρνηση και αναζητά έστω τη διατύπωση μιας διαφορετικής πολιτικής πρότασης, μπορεί να περιμένει, βλέποντας Λέχου και Σταυροπούλου. Ο Λούλης ευτυχώς μας τελείωσε.