Οι “άνθρωποι της Ιστορίας”- Το επέκεινα των Πρεσπών

Οι “άνθρωποι της Ιστορίας”- Το επέκεινα των Πρεσπών
Ο Νίκος Κοτζιάς και ο Νικολά Ντιμιτρόφ υπογράφουν τη Συμφωνία των Πρεσπών. Πίσω τους στέκονται ο Αλέξης Τσίπρας και ο Ζόραν Ζάεφ AP

Το μεγάλο στοίχημα είναι κάθε γράμμα του κειμένου της Συμφωνίας των Πρεσπών να μεταφραστεί σωστά στην καθημερινότητα των δύο λαών και στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς που διαμορφώνονται. Το ποιοι και σε ποιο πολιτικό πλαίσιο θα διαχειριστούν τα αποτελέσματά της, είναι ένας πολύ κρίσιμος παράγοντας.

Τώρα που ο Ζόραν Ζάεφ κατόρθωσε να κερδίσει την ψηφοφορία στην Βουλή της “Βόρειας Μακεδονίας” (ας το συνηθίζουμε…) και μια μικρή χώρα κατεγράφη στην διπλωματική ιστορία των εθνών ότι άλλαξε όνομα και Σύνταγμα εν καιρώ ειρήνης, το “ιστορικό” δίλημμα περνάει εκ των πραγμάτων στην ελληνικό κοινοβούλιο και η ευθύνη γίνεται εκ των πραγμάτων και συλλογική και προσωπική.

Πριν 14 μήνες, στην πρώτη από μια σειρά συνεντεύξεων που είχα με τον Νίκο Κοτζιά, μου είχε πει πως “όταν έρθει η ώρα θα υπάρξει πλειοψηφία βουλευτών και όχι απαραίτητα πλειοψηφία κομμάτων που θα στηρίξει τη συμφωνία”. Επέμεινε στην έκφραση “πλειοψηφία βουλευτών” και, όπως φαίνεται, η πρόβλεψή του επαληθεύτηκε. Η Συμφωνία των Πρεσπών αναζητά τώρα τουλάχιστον 151 βουλευτές για να αποκτήσει νομική υπόσταση και να εισέλθει στη φάση της υλοποίησης, κάτι που (επίσης για να το συνηθίζουμε) θα πάρει χρόνο και απαιτεί προσοχή και επαγρύπνηση ώστε να μην προκύψουν μικροί διάβολοι στις λεπτομέρειες. Όμως το μεγάλο βήμα έγινε. Και έγινε επειδή δημιουργήθηκε μια ευνοϊκή “ευθυγράμμιση πλανητών”, υπήρξε, δηλαδή, εκείνη η πολιτική και γεωπολιτική συγκυρία συγκλινουσών επιδιώξεων και κοινού τόπου ζωτικών συμφερόντων.

Τέσσερις άνθρωποι ανέλαβαν, αναμφισβήτητα, το βάρος ενός εξαιρετικά δύσκολου από πολλές απόψεις εγχειρήματος. Για τους θιασώτες της επίλυσης της διαφοράς που επικρεμόταν ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα δυτικά Βαλκάνια επί 27 χρόνια, οι Αλέξης Τσίπρας, Ζόραν Ζάεφ, Νίκος Κοτζιάς και Νικολά Ντιμιτρόφ είναι “οι άνθρωποι της Ιστορίας”. Για όσους είναι εγκλωβισμένοι σε στερεότυπα και προτιμούν την ιστορία ως ταριχευμένο αξιοθέατο στις προθήκες του μουσείου της συγκατάβασης και των χαμένων ευκαιριών, οι ίδιοι άνθρωποι είναι στην καλύτερη περίπτωση “μοιραίοι” και στην χειρότερη “μειοδότες” και “όργανα σκοτεινών επιδιώξεων”.

Οι πρώτοι αναγνωρίζουν στον Τσίπρα και τον Κοτζιά ότι ανέλαβαν το υψηλό πολιτικό κόστος της υπόθεσης και έσπασαν τα τοτέμ της αδράνειας (πέραν των όποιων λανθασμένων χειρισμών έγιναν σε φάσεις της διαπραγμάτευσης), οι δεύτεροι θα συνεχίσουν να σπέρνουν ζιζάνια, θα ψιθυρίζουν για “προδοσία” και θα αλιεύουν στα θολά νερά μιας εθνικοφροσύνης, που δήθεν ξορκίζουν αλλά επί της ουσίας πυροδοτούν. Όλα αυτά, ωστόσο, θα τα κρίνει η ίδια η Ιστορία, η οποία -μάλλον ευτυχώς- κινείται με διαφορετικά κριτήρια και άλλη δυναμική απ΄ ότι τα κομματικά επιτελεία και οι θερμόαιμοι διοργανωτές συλλαλητηρίων.

Ο Κοτζιάς μπορεί να μην είναι πλέον εντός “πολιτικής παιδιάς”, είναι, όμως, αναμφίβολα, ο άνθρωπος που έβαλε ψυχή και όραμα σε μια σκληρή διαπραγμάτευση. Η συμφωνία δεν φέρει μόνο την υπογραφή του, έχει το στίγμα και την επιμονή του. Και είναι, ίσως, ο πιο δικαιωμένος “απόκληρος” στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής διπλωματίας.

Είναι αλήθεια, βεβαίως, πως εάν ο Αλέξης Τσίπρας είχε απέναντί του τον εθνικιστή Γκρουέφσκι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν θα ήταν εφικτή.

Τα αγάλματα του αλυτρωτισμού θα ήταν στη θέση τους, με τον “Βουκεφάλα” να κοιτάζει προς τη Θεσσαλονίκη, οι σύμμαχοί μας θα αποκαλούσαν ακόμα την ΠΓΔΜ “Μακεδονία” (σκέτο) –όπως ακριβώς έκανε, μόλις χθες, απρεπώς και ο υποψήφιος για την Κομισιόν Μάνφρεντ Βέμπερ-, και η γειτονική χώρα θα ταλαντευόταν μεταξύ της πιθανής διάλυσής της και μιας ισορροπίας τρόμου, η οποία θα ενίσχυε, έτι περαιτέρω, από τη μία τον αλυτρωτισμό και από την άλλη τα σχέδια περί “Μεγάλης Αλβανίας”. Ή θα παραδιδόταν στα σχέδια οικονομικού και γεωπολιτικού “εποικισμού” που προωθούσε στην περιοχή η Τουρκία και άλλες δυνάμεις.

Όμως, ο Τσίπρας δεν είχε απέναντί του τον Γκρουέφσκι αλλά τον Ζάεφ. Και “διάβασε” σωστά τη συγκυρία.

Ο διεθνής παράγοντας (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, Ε.Ε, Γερμανία) είχαν/ και έχουν ένα εκατομμύριο λόγους να ρυμουλκήσουν τα δυτικά Βαλκάνια προς τον ευρωατλαντικό δρόμο. Αυτά είναι λίγο ή πολύ γνωστά. Αλλά, κάπως έτσι δεν λύνονται οι μεγάλες διεθνείς διαφορές; Όταν συντρέξουν αρμονικά οι προϋποθέσεις του σχεδιασμού του διεθνούς παράγοντα και των συμφερόντων των επί μέρους (εθνικών) “παικτών”; Οι πολιτικοί που “διαβάζουν” σωστά την συγκυρία και την αξιοποιούν, γίνονται, εν τέλει, πρόσωπα της ιστορίας.

Δεν μπορεί εύκολα να αποτιμήσει κανείς το “value for money” της συμφωνίας. Αυτό θα γίνει με “ψυχρό αίμα” και σε μελλοντικό χρόνο, όταν θα έχει κλείσει ο κύκλος των αντιδράσεων και τα αποτελέσματα της θα φανούν τόσο στον γεωγραφικό χάρτη, όσο και στις ζωές των ανθρώπων στη Θεσσαλονίκη, το Κιλκίς, τη Γουμένισσα αλλά και στο Μοναστήρι, το Τίτο Βέλες και τα Σκόπια. Στην οικονομική συνεργασία και την παρουσία των ελληνικών επιχειρήσεων στην περιοχή, στα σχολικά βιβλία που θα μελετούν στο μέλλον τα παιδιά της ελληνικής Μακεδονίας και της “Βόρειας Μακεδονίας” και σε πολλά ακόμα.

Γι αυτό και δεν πρέπει να υποτιμάται η σημασία της εφαρμογής της συμφωνίας “στο πεδίο”. Κάποιοι ίσως επιδιώξουν να την διαστρεβλώσουν (δείγματα τέτοια υπήρξαν σε πρόσφατες δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων στη “Βόρεια Μακεδονία”), να την φέρουν στα μέτρα των εσωτερικών επιδιώξεών τους, ακόμα και να την υπονομεύσουν.

Όλα αυτά θα μας φέρουν σταδιακά σε ένα νέο δίλημμα: η Συμφωνία των Πρεσπών παράγει, πλέον, “τετελεσμένα”, άρα δεν μπορεί να κάνει κανείς κάτι γι αυτό, ή πρέπει -για να έρθουμε στα καθ΄ ημάς- κάθε ελληνική κυβέρνηση να παραμένει επί των επάλξεων;

Εφησυχάζουμε, δηλαδή, γιατί το “καλό” συντελέστηκε, ή αδιαφορούμε επειδή το “κακό” μας βρήκε και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι; Ή, μήπως, παραμένουμε ενεργοί ώστε κάθε γράμμα του κειμένου να μεταφραστεί σωστά στην καθημερινότητα των δύο λαών και στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς που η ίδια η συμφωνία διαμορφώνει;

Αυτό το δίλημμα παραπέμπει αυτομάτως στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο. Ποιοι και πως θα διαχειριστούν το επέκεινα της συμφωνίας; Όσοι την πίστεψαν και την διαπραγματεύτηκαν ή εκείνοι που την θεωρούν εθνικά επιζήμια και απλώς ομνύουν στη συνέχεια του Κράτους και την ισχύ των διεθνών συνθηκών;

Για να φτάσουμε, όμως, σε αυτό το σημείο, πρέπει να κυρωθεί η συμφωνία στη Βουλή. Κι αυτό θα γίνει μέσα σε ένα σκηνικό πολιτικού ζόφου με πόλωση, παρασκήνιο και βαριές κατηγορίες που θα εκτοξεύονται εκατέρωθεν.

Μερικές βασικές σκέψεις:

– Η Ν.Δ που φιλοδοξεί να είναι η επόμενη κυβέρνηση δεν θα ψηφίσει την κύρωση της συμφωνίας. Το έχει διακηρύξει σε όλους τους τόνους στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας. Φέρεται, όμως, να έχει καταστήσει σαφές στους διεθνείς συνομιλητές της (μεταξύ αυτών και το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα) πως θα στηρίξει την “επικυρωμένη συμφωνία”. Πέραν του ότι αυτό παραπέμπει στο “ας την περάσει ο Τσίπρας, ας αναλάβει το πολιτικό κόστος και εμείς, αναγκαστικά, θα την υλοποιήσουμε ως κυβέρνηση“, τίθεται σαφώς το ερώτημα: θέλει και μπορεί να υλοποιήσει ως κυβέρνηση μια συμφωνία που θα έχει κυρωθεί; Οφείλει, με κάποιο τρόπο, να το καταστήσει σαφές τώρα. Κι αυτό διότι πλανώνται όσοι νομίζουν πως η υπόθεση “Βόρεια Μακεδονία” κλείνει τον κύκλο της με την ψηφοφορία κύρωσης στη Βουλή.

Ο Πάνος Καμμένος δεν μπορεί να είναι εταίρος μιας κυβέρνησης που φέρνει στη Βουλή μια τέτοια συμφωνία. Οι οπαδοί του την θεωρούν “προδοτική” και το λένε. Καμία ανάγκη δικής του πολιτικής επιβίωσης ή επιβίωσης του κυβερνητικού σχήματος δεν είναι δυνατόν να κρατήσει στον σκληρό πυρήνα διακυβέρνησης τον πρόεδρο των ΑΝΕΛ. Η Συμφωνία των Πρεσπών, όπως και η έξοδος από τα μνημόνια, έχουν εκ των πραγμάτων γίνει “σημαίες” της τετραετίας Τσίπρα. Κάποιος που “σκίζει” έστω και μία από τις “σημαίες” αυτές δεν είναι σωστό να παραμένει στην εμπροσθοφυλακή. Λύσεις υπάρχουν, λιγότερο ή περισσότερο επώδυνες (για τον ίδιο).

– Η χώρα δεν μπορεί να οδηγηθεί σε εκλογές υπό το άγος του διχασμού που επιχείρησαν και επιχειρούν ορισμένοι. Θα ήταν ευχής έργο εάν οι κάλπες των εθνικών εκλογών στηθούν σε χρόνο όσο το δυνατόν πιο απομακρυσμένο από την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Δηλαδή, τον Οκτώβριο. Εάν κάτι τέτοιο, όμως, δεν σταθεί εφικτό, η Ν.Δ πρέπει να μην καταστήσει τις κραυγές περί “πατριωτισμού” κεντρικά εκλογικά της συνθήματα. Άλλωστε, εάν το πράξει και έχει πράγματι τη βεβαιότητα ότι θα κερδίσει τις εκλογές και θα κυβερνήσει, θα τα βρει όλα αυτά μπροστά της όταν θα κληθεί να διαχειριστεί και να εφαρμόσει κάθε γράμμα της συμφωνίας. Το να σηκώνει, τότε, τα χέρια ψηλά και να παραπέμπει στον Τσίπρα δεν θα την διευκολύνει ούτε στο εσωτερικό της χώρας, ούτε έναντι των εταίρων.

– Ο Σταύρος Θεοδωράκης, τέλος, θα αναμετρηθεί με τη δική του (μικρή αλλά ενδιαφέρουσα) ιστορία. Έχει συνδεθεί “ταυτοτικά”, με θάρρος και έγκαιρα με την επίλυση του ονοματολογικού. Οποιαδήποτε υπαναχώρηση, τώρα, θα τον καταστήσει μεν βολικό προσάρτημα άλλων σχεδιασμών και ίσως εξασφαλίσει την προσωπική πολιτική του επιβίωση μετά τις εκλογές, όμως θα σημάνει και την οριστική και άδοξη λήξη όσων με μεταρρυθμιστικό οίστρο διακήρυξε ένα μεσημέρι στο Γκάζι πριν μερικά χρόνια.

Αυτά, ενόψει της κύρωσης της συμφωνίας στη Βουλή.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα