Οι δικαστές εξάγνισαν το νεοναζιστικό άγος. Οι ψηφοφόροι;
Ο Γιώργος Καρελιάς γράφει για την ετυμηγορία από τη δίκη της Χρυσής Αυγής, το χρέος του δικαστηρίου, αλλά και την ευθύνη των ψηφοφόρων.
- 22 Οκτωβρίου 2020 13:56
Η δίκη της Χρυσής Αυγής ήταν μια ποινική δίκη. Δικαζόταν ένας καθ’ομολογίαν δολοφόνος και οι καθοδηγητές του, ηγετική ομάδα ενός κόμματος, που οι δικαστές ονόμασαν εγκληματική οργάνωση.
Η ετυμηγορία ήταν, παρά τους εκφρασθέντες φόβους, αναμενόμενη και αυτονόητη. Τα στοιχεία ήταν τόσο συντριπτικά που, παρά τα εισαγγελικά τερτίπια, οι δικαστές δεν μπορούσαν να πουν κάτι άλλο.
Η Χρυσή Αυγή δρούσε επί χρόνια έτσι, σαν παραστρατιωτική ομάδα. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσαν να το αγνοήσουν και να πουν ότι τα εγκλήματα ήταν τυχαία; Επίσης, παρά την επίμονη προσπάθεια της εισαγγελέως και των εφτά διευθυντών της οργάνωσης να πείσουν ότι πρέπει να πάρουν αναστολή της ποινής τους, το δικαστήριο έκανε τα το επίσης αυτονόητο.
Είπε ότι οι συμμορίες δεν αφήνονται ελεύθερες.
Είπαμε ότι η δίκη ήταν ποινική. Δικάστηκαν συγκεκριμένοι άνθρωποι για συγκεκριμένα αδικήματα. Όμως, η απόφαση των δικαστών στέλνει, εξ αντικειμένου, ορισμένα ευρύτερα- πολιτικά και άλλα-μηνύματα:
Πρώτον, ότι συμμορίες που υποδύονται τα κόμματα δεν έχουν θέση σε μια ευνομούμενη Πολιτεία.
Δεύτερον, κόμματα που μιμούνται τις πρακτικές των ναζί δεν έχουν θέση σε μια χώρα που στην ιστορία της έχουν καταγραφεί οι λέξεις Δίστομο, Καλάβρυτα, Βιάννος, Κομμένο και άλλοι ων ουκ έστιν αριθμός μαρτυρικοί τόποι. Και πρόσωπα που χαιρετούν ναζιστικά και έχουν ως σύμβολό τους την σβάστικα δεν μπορούν να λερώνουν τον δημόσιο βίο.
Αυτό που δεν έκανε το δικαστήριο-και δεν μπορεί να το κάνει κανένα άλλο- είναι να εξαγνίσει το άγος των ψηφοφόρων. Αυτών, των εκατοντάδων χιλιάδων που (συνειδητά ή από μόδα ή από άγνοια ή απόβλακεία) έστειλαν τα μέλη μιας εγκληματικής ομάδας στη Βουλή. Ίσως αυτή η δίκη να λειτουργήσει πάνω απ’ όλα παιδευτικά, ώστε το «ποτέ πια» να μην μείνει κούφιο σύνθημα.