Οι Γερμανοί κάνουν το πλεόνασμα τους κι εμείς το χρέος μας
Λεφτά υπάρχουν στη Γερμανία αλλά δυστυχώς στον ευρωπαϊκό βορρά, δεν δείχνουν πως μπορούν και θέλουν, να αλλάξουν πολιτική για την Ευρωζώνη
- 24 Φεβρουαρίου 2017 07:18
Το γερμανικό κράτος καταγράφει μόνιμο πλεόνασμα εδώ και τρία χρόνια, το οποίο αυξήθηκε στα 23,7 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2016, στο υψηλότερο επίπεδο συνολικά αυτή την τριετία, από την επανένωση της χώρας το 1990. Η πολιτική της λιτότητας αποδίδει, για τη Γερμανία, αφού πρώτα εφαρμόστηκε εντός των συνόρων της πριν δέκα χρόνια, και πλέον εφαρμόζεται στις χώρες που έχουν δείξει τη μικρότερη δημοσιονομική προσαρμογή στην πολιτική του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού.
Η έκθεση της στατιστικής αρχής έδειξε ότι οι υψηλότερες κρατικές δαπάνες ήταν ένας παράγοντας που ενίσχυσε την οικονομική ανάπτυξη πέρυσι στο 1,9%, ενώ το εξωτερικό εμπόριο παραμένει ακμαίο ευνοούμενο από το ενιαίο νόμισμα.
Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης για το 2016 ήταν ο υψηλότερος εδώ και μισή δεκαετία και το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε ότι αναμένει οι δαπάνες από τα νοικοκυριά και τους κρατικούς φορείς να αποτελέσουν βασικό παράγοντα για την αύξηση του ΑΕΠ φέτος.
Τα γερμανικά νοικοκυριά καταναλώνουν περισσότερο, το κράτος αυξάνει τις δαπάνες και ενσωματώνει μετανάστες που εργάζονται ως πολύ φθηνό εργατικό δυναμικό. Φυσικά, η Γερμανία έλαβε όσο “ευέλικτο” εργατικό δυναμικό χρειαζόταν και πλέον έκλεισε (ατύπως) τα σύνορα της. Από την άλλη, την ώρα που υλοποιούνται τα παραπάνω, ζητά από την Ελλάδα διαρκή περιορισμό κρατικών δαπανών, υψηλότατα πρωτογενή πλεονάσματα με γνώμονα δεκαετίας, ακόμη πιο ελαστικές εργασιακές σχέσεις και το κυριότερο, εντονότερο περιορισμό των συντάξεων, οι οποίες στη χώρα μας κρατούν ζωντανούς τους ανέργους.
“Η κατανάλωση μάλλον θα παραμείνει βασικός παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης” ανέφερε το γερμανικό υπουργείο Οικονομίας, πράγμα το οποίο είναι απόλυτα αναγκαίο για τη γενικότερη ανάπτυξη ενός κράτους. Η εν λόγω καταναλωτική συμπεριφορά προφανώς και δεν μπορεί να ανθίσει σε κράτη του Νότου που παρουσιάζουν υπέρογκα χρέη που δεν εξυπηρετούνται. Τρανό και μέγιστο παράδειγμα, η Ελλάδα. Μέσα από τον δοκιμαστικό σωλήνα της καπιταλιστικής Ευρωζώνης που δεν έχει εναλλακτική πολιτική, η Ελλάδα είναι αλυσοδεμένη σε μια κρίση που μοιάζει να μην έχει έξοδο. Ή μάλλον, μοιάζει να μην έχει πάτο.
Το σύστημα αποδίδει μονομερώς για εκείνον που από πριν ήταν μια κραταιά οικονομία με βαριά βιομηχανία, πρωτογενή ανάπτυξη, χαμηλή ανεργία, σε μια χώρα που κόβει χρήμα και κινεί τα νήματα ανοιγοκλείνοντας την κάνουλα κατά το δοκούν, αποφεύγοντας τον πληθωρισμό της με απόλυτη επιτυχία. Για να υπάρξει ωστόσο, ανταγωνιστικό πεδίο και σε άλλα κράτη στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής που έχει στηθεί και έχουμε αποδεχθεί, θα πρέπει να υπάρξει άμεση διευθέτηση του χρέους μας εδώ και τώρα, αν όχι κούρεμα, αλλιώς τα νούμερα “δεν βγαίνουν”.
Το διπλό κέρδος και η κατανόηση του ελληνικού ζητήματος
Η Γερμανία αναπτύσσεται διαρκώς, αλλά αν θέλει να συνεχίσει να αναπτύσσεται θα πρέπει να διατηρήσει την Ευρωζώνη ακέραια. Και για να το κάνει αυτό, οφείλει να αλλάξει πολιτική και να πριμοδοτήσει την ανάπτυξη εκεί που δεν υπάρχει στην πραγματική οικονομία. Ενδεχομένως να έχει λιγότερα έσοδα αν αλλάξει ρότα, όμως θα βάλει φράγμα στην άνοδο του λαϊκισμού και στις αποσχιστικές τάσεις.
Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η ίδια η πολιτική του ΔΝΤ. Το Ταμείο κανονικά και βάσει του καταστατικού του, δεν συνεχίζει τα προγράμματα του σε χώρες που δεν έχουν εξυπηρετούμενο χρέος. Η κυρία Μέρκελ συνάντησε την κυρία Λαγκάρντ για να μιλήσουν για το θέμα αυτό, χωρίς όμως να συζητήσουν κάτι επί της ουσίας για το ζήτημα του χρέους. Τι “κέρδισε” η κυρία Λαγκάρντ; Την υπόσχεση ότι το πρώτο μέτρο, που θα ενεργοποιηθεί από τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το ελληνικό χρέος θα είναι η αποπληρωμή της οφειλής της Ελλάδας προς το Ταμείο με τα κέρδη από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατούν η ΕΚΤ και άλλες κεντρικές Τράπεζες και δεν αποδίδονται στην Ελλάδα από το 2013.
Λεφτά υπάρχουν στη Γερμανία, αλλά όχι στην Ελλάδα. Ναι, ο ισχυρός δεν μπορεί να απολογείται για την υγεία του. Όμως, δεν ζητά κανείς να μας δοθεί “χάρη” με “σβήσιμο χρεών”. Αυτό που προκρίνεται εδώ ως απαραίτητο για να συνεχιστεί η ενιαία νομισματική Ένωση, είναι να εγκαθιδρυθεί ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης σε όλη την Ε.Ε. με δίκαιο τρόπο, με προγράμματα επενδύσεων, ακόμη κι αν περιοριστούν τα πλεονάσματα της χώρας του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Το Βερολίνο έχει όφελος από αυτό σε πολιτικό επίπεδο, μιας και εκ των πραγμάτων, αυτό κρατάει το τιμόνι, τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές. Να δούμε αν οι “γερμανικές θυσίες για το καλό των άλλων”, γίνουν και πάγιο κομμάτι των πολιτικών αιτημάτων του Μ. Σουλτς.
Από εκεί και πέρα, η αλλαγή πολιτικής, πέραν από διευθέτηση του χρέους, θα σήμαινε και κατανόηση (τουλάχιστον) σε ό,τι αφορά το ζήτημα των ελληνικών συντάξεων. Η λειτουργία του συνταξιοδοτικού στη χώρα μας είναι εντελώς διαφορετική σε σχέση με άλλα κράτη του ευρωπαϊκού βορρά, αφού όπως είπαμε, συντηρεί και τη “χαμένη” γενιά μας, που σταδιακά μεταναστεύει. Να σημειωθεί εξάλλου, πως το ποσοστό ανεργίας της Γερμανίας κινείται στο 4,7% που είναι το χαμηλότερο μετά την επανένωσή της. Επιπροσθέτως, το να ζητά κανείς περαιτέρω μεταρρυθμίσεις από την Ελλάδα μετά από τρία μνημόνια, είναι ανεδαφικό, μια πολιτική μέγγενης, αφού οι περισσότερες που έχουν ζητηθεί έχουν ήδη δοκιμαστεί και δεν έχουν αποδώσει. Ας δοκιμάσουν λοιπόν και κάτι διαφορετικό, με μικρότερη “απόδοση κέρδους”.
Το πλεόνασμα των Γερμανών αποτελεί ακόμη παραβίαση των ευρωπαϊκών συνθηκών, οι οποίες τιμωρούν το έλλειμμα, όπως στον νότο, αλλά προβλέπουν ότι και το υπερβολικό πλεόνασμα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό στο πλαίσιο μιας γενικότερης ισορροπίας. Η ευρωπαϊκή αριστερά έχει πολλάκις καταγγείλει στο ευρωκοινοβούλιο πως το πλεόνασμα αυτό δεν επανεπενδύεται στην Ευρώπη, την ώρα που οι ανισότητες μεγαλώνουν.
Πριν λίγους μήνες, ήταν ο ίδιος ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι εκείνος που υπενθύμισε πως η Γερμανία έχει ετήσιο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών άνω του 6% του ΑΕΠ. Στο τέλος του 2014 το ετήσιο πλεόνασμα της είχε φτάσει το 7,3% ήτοι 215 δις ευρώ, ενώ το 2015 έφτασε το 8,2% ήτοι 246 δις ευρώ. Φέτος, έφτασε στο 0,8% του ΑΕΠ, ωστόσο για τα προηγούμενα πλεονάσματα δεν υπήρξαν καν παρατηρήσεις από την Κομισιόν, μιας και οι κανόνες της ΕΕ απαιτούν από τα κράτη – μέλη τα πλεονάσματα να μην ξεπερνούν το 6% του ΑΕΠ ετησίως.
Η Γερμανία πέτυχε τελικά ακόμη ένα πλεόνασμα που γρασάρει τα γρανάζια της, αλλά κοντεύει να αφήσει πίσω της μια Ευρώπη – τέρας, παραδομένη στα χέρια των ακροδεξιών που ανεβαίνουν δημοσκοπικά. Όποιος δεν το βλέπει, εθελοτυφλεί ή έχει (πολιτικά) συμφέροντα.
ΥΓ. Τα παραπάνω δεν αποτελούν άλλοθι και συγχωροχάρτι για τις δικές μας παθογένειες. Η προσπάθεια για την πάταξη της διαφθοράς και για το τέλος του πελατειακού κράτους πρέπει να συνεχιστεί, διαφορετικά δεν έχεις το δικαίωμα να διεκδικείς στο διηνεκές, τίποτε περισσότερο.