Όπως πάει ο ΣΥΡΙΖΑ, θα χάσει και τις επόμενες εκλογές
Τι φταίει και ο ΣΥΡΙΖΑ βλέπει συνεχώς (σε όλες τις δημοσκοπήσεις) την πλάτη της ΝΔ; Η στήλη διατείνεται ότι η καταφανής υστέρηση οφείλεται στην λαϊκίστικη αντιπολίτευση που ασκεί, στην θολή εσωκομματική εικόνα και στην απουσία μελετημένου Προγράμματος για την Οικονομία.
- 20 Ιουλίου 2021 06:48
Σύμφωνοι. Οι δημοσκοπήσεις είναι φωτογραφίες της στιγμής. Αλλά όταν οι στιγμές διαρκούν δύο χρόνια και δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να υπολείπεται σταθερά της ΝΔ από 10 έως 13 μονάδες, έ, τότε κάτι συμβαίνει.
Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Στέλιος Κούλογλου, ικανός και περπατημένος στα σοκάκια της πολιτικής, είναι από αυτούς που καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Και γι αυτό συνόψισε την αγωνία του για την πορεία του κόμματος, σε ένα ερώτημα που απηύθυνε προσφάτως από το TVXS προς τον Αλέξη Τσίπρα:
«Πρόεδρε, μήπως δεν αρέσουμε;»…
Η αείμνηστη Μελίνα το είχε πεί αυτό, απευθυνόμενη προς τον Ανδρέα Παπανδρέου, σε μια συνεδρίαση του Εκτελεστικού Γραφείου κατά την θυελλώδη περίοδο του ΄89.
Το είχε πεί μελαγχολικά και απόλυτα. Χωρίς ερωτηματικό. Γιατί η Μελίνα είχε πλήρη συναίσθηση του τι συνέβαινε τότε στην κοινωνία. Και χρησιμοποίησε την αμιγώς πολιτική αυτή φράση για να αποδώσει την κοινή αίσθηση. Τα πανταχόθεν λυγρά σήματα. Αυτά που είχαν συλλάβει οι ευαίσθητες κεραίες της.
Ο Κούλογλου σχετικοποίησε το απόλυτον της φράσης χρησιμοποιώντας το ερωτηματικό, σε μια προσπάθεια να πεί ότι πρέπει αξιολογηθούν εκ νέου οι λόγοι και τα στοιχεία που κρατούν την αξιωματική αντιπολίτευση σταθερά πίσω, σε μεγάλη απόσταση, από την κυβέρνηση.
Απόσταση που φαίνεται και στις δύο τελευταίες δημοσκοπήσεις. Η μία, δημοσιευμένη σε φιλικό προς τον ΣΥΡΙΖΑ έντυπο, δείχνει την ΝΔ δέκα μονάδες μπροστά (Prorata στην «Εφημερίδα των Συντακτών-17.7.2021) και η άλλη σε μη εχθρικό κανάλι ανεβάζει την διαφορά σχεδόν στις 13 μονάδες(Alco στο Open 19.7.2021).
Το αγωνιώδες ερώτημα του Κούλογλου θα μεταβληθεί σε κασσανδρική πρόβλεψη( η Κασσάνδρα είχε πάντα δίκιο), αν ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίσει να αντι-πολιτεύεται άτσαλα, αμήχανα και λαϊκίστικα, μιμούμενος την εξόχως λαϊκίστικη αντιπολίτευση που είχε ασκήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η οποία τον έφερε στην εξουσία.
Στον δρόμο που χάραξε ο Μητσοτάκης
Ας δούμε, λοιπόν, το πρώτο στοιχείο που θεωρούμε ότι καθηλώνει τον ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό είναι η λαϊκίστικη αντιπολίτευση που ασκεί σχεδόν σε όλα τα πεδία.
Οι θιασώτες κυνικών αντιλήψεων για την πολιτική(ο κυνισμός είναι σύμπτωμα του μαχαιροβγάλτη ρεαλισμού με ποπουλίστικη εσάνς που αποδίδει εκλογικά) ενδέχεται να πιστεύουν ότι κάπως έτσι-κατά το πρότυπο του Μητσοτάκη- ο ΣΥΡΙΖΑ θα επανακάμψει την εξουσία. «Γιατί όχι;», θα πούν.
Πλανώνται. Το τοπίο σήμερα είναι εντελώς διαφορετικό. Κατ΄αρχάς, η ΝΔ είχε τότε απέναντί της έναν εύκολο στόχο. Έναν ΣΥΡΙΖΑ παραδομένο στα νύχια του Μνημονίου, που προσπαθούσε με κόπο να συγκεράσει τις μνημονιακές δεσμεύσεις με όντως φιλολαϊκές «αναπνοές».
Εύκολη δουλειά για τη ΝΔ: με δεδομένη την απογοήτευση ικανής μερίδος της κοινωνίας από την μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, της αρκούσε ένας χαρακτηρισμός («Κωλοτούμπα») και η ομοβροντία δηκτικών σχολίων, καθώς και το βαρύ οικονομικό τίμημα στον περιώνυμο «μεσαίο χώρο», ώστε να ταϊζει καθημερινά τα ανήμερα θηρία των ΜΜΕ, ειδικά τα τηλεοπτικά, που ζητούσαν την κεφαλή του ΣΥΡΙΖΑ επι πίνακι.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τι έχει σήμερα ως αντιπολίτευση; Τίποτε από αυτά. Αντιθέτως, κουβαλά το άχθος της δικής του μνημονιακής διακυβέρνησης, την πανδημία που εξ αντικειμένου λειτουργεί συσπειρωτικά για την κυβέρνηση και τα εσωτερικά του προβλήματα που δημιουργούν τριβές και φρενάρουν την δυναμική του κριτικού του λόγου.
Ταυτόχρονα δεν διαθέτει μιντιακή δύναμη πυρός σαν εκείνη που-λαϊκίστικα και δημαγωγικά- καταβαράθρωνε την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και ύψωνε ως πειστική εναλλακτική τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Μια στάση εδώ. Ούτε τις παραμονές του 2015 είχε φιλικά μίντια ο ΣΥΡΙΖΑ. Κάλπαζε όμως ερήμην της μιντιακής δυσανεξίας και πήρε τις εκλογές, γιατί είχε με το μέρος του την κοινωνία. Όπως άλλωστε και ο Ανδρέας Παπανδρέου το ΄89, που κράτησε υψηλό ποσοστό παρ΄ότι είχε εναντίον του όλα τα ΜΜΕ, δεξιά και αριστερά. Ολα!
Χλωμό, επομένως, και άηχο– προσπελάσιμο μονάχα στο κομματικό ακροατήριο- το επιχείρημα για τα «πετσωμένα ΜΜΕ». Ασφαλώς και ταϊστηκαν προκλητικά από τον Πέτσα. Σίγουρα υπάρχει προπαγανδιστική η ΕΡΤ, όπως και επι ΣΥΡΙΖΑ βέβαια.
Ομως τον τελευταίο και αποφασιστικό λόγο τον έχει η κοινωνία. Αυτή βλέπει, νιώθει, υφίσταται και αποφαίνεται στέλνοντας στον διάολο και την εκάστοτε εξουσία και τους μιντιακούς ιμάντες της. Όταν έχει δημιουργηθεί ανατρεπτική δυναμική, τίποτε δεν την σταματάει.
Επανερχόμαστε. Πέραν της μνημονιακής υποταγής του ΣΥΡΙΖΑ που έδινε μεγάλα περιθώρια κριτικής στον Μητσοτάκη, υπήρξαν και ορισμένα γεγονότα απολύτως καθοριστικά για την εκλογική έκβαση του 2019.
Ησαν κυρίως το Μάτι, η Μάνδρα και οι Πρέσπες.Ταυτόχρονα, το σκάνδαλο Νοβάρτις που φάνηκε αρχικά να κλέβει την παράσταση και να δίνει πόντους στον ΣΥΡΙΖΑ, εξελίχθηκε σε ανεπιτυχή αντιπερισπασμό, σημαδεμένο από λεκτικές υπερβολές.
Μοιραία, η τυπική νομιμότης της διαδικασίας δημιούργησε βαθμηδόν την αίσθηση εκδικητικού εγχειρήματος, που συν τοις άλλοις συσπείρωσε ΝΔ και ΚΙΝΑΛ, με αποτέλεσμα ένα διαρκές καταιγιστικό πύρ εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ.
Σήμερα-ξαναλέμε- τίποτε από αυτά δεν έχει ως πεδίο βολής ο ΣΥΡΙΖΑ. Ζητήματα σοβαρά υπάρχουν(Ασφαλιστικό, Εργασιακά, Πανεπιστήμια, Εγκληματικότητα κ.α.) αλλά υπο την καταλυτική σκιά της πανδημίας ο κριτικός του λόγος ούτε ακούγεται ούτε φαίνεται να συγκινεί ιδιαίτερα την κοινωνία, τουλάχιστον μέχρι τώρα.
Εξαίρεση αποτελούν κυρίως τα Εργασιακά και η Εγκληματικότητα, την οποία υποτίθεται ότι θα αντιμετώπιζε αποτελεσματικά ως κυβέρνηση η ΝΔ. Ε, τώρα πληρώνει τα επίχειρα εκείνου του αφρώδους λαϊκισμού, καθώς η εγκληματικότητα ζεί και βασιλεύει.
Όμως και τα βέλη του ΣΥΡΙΖΑ για το θέμα αυτό ίδια είναι. Ιδια κι απαράλλαχτα. Σα να ακούς τη ΝΔ όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Αποτέλεσμα: χάνει η κυβέρνηση στον τομέα αυτόν, αλλά δεν εισπράττει ο ΣΥΡΙΖΑ. Διότι ο κόσμος θυμάται και τα δικά του κυβερνητικά πεπραγμένα στο θέμα της ασφάλειας…
Κάπως έτσι εξελίσσονται τα πράγματα. Μοιραία, λοιπόν,- να το πάλι το απογοητευτικό αναπόφευκτο στο οποίο οδηγούν η αντιπολιτευτική αμηχανία και πενία– ,ο ΣΥΡΙΖΑ στράφηκε σε αντιπολιτευτικές ατραπούς που δημιουργούν μέν πρόσκαιρες εντυπώσεις (Λιγνάδης, Ακρόπολη κ.α.), αλλά δεν καταλείπουν ανεξίτηλο αποτύπωμα.
Σωρεύονται, φυσικά, όλα αυτά, και καταγράφονται στη συνείδηση της κοινωνίας, όπως και τα κραυγαλέα του Μητσοτάκη με Ικαρία, Πάρνηθα κλπ, αλλά για να αποβούν καταδικαστικά για τους κυβερνώντες απαιτείται να επισυμβεί κάτι κορυφαίο στην οικονομική ζωή της χώρας ή να υπάρξουν γεγονότα σαν το Μάτι, την Μάνδρα και τις Πρέσπες.
Άλλη μια στάση εδώ για να θυμηθούμε το όργιο του υστερικού, καταστροφολογικού λαϊκισμού στον οποίο είχε επενδύσει η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ξεκινάμε από το Μάτι και την Μάνδρα.
Ασύστολα και χυδαία φόρτωσε στον ΣΥΡΙΖΑ τα θλιβερά συμβάντα, αξιοποιώντας κυβερνητικές ανεπάρκειες διαχειριστικού τύπου. Ετσι, με αρωγό τα αφηνιασμένα ΜΜΕ, κατόρθωσε να μετατρέψει ένα έγκλημα δεκαετιών- την διαμορφωμένη από τις προηγούμενες κυβερνήσεις οικτρή κατάσταση στις δύο αυτές περιοχές- σε έγκλημα του ΣΥΡΙΖΑ!
Είχε κι άλλα τοξικά στοιχεία ο χιτώνας με τον οποίο τύλιξε τον ΣΥΡΙΖΑ ο Μητσοτάκης και τον εξουθένωσε. Σε ημερήσια βάση ηχούσε σαν τύμπανο ένας δριμύς καταγγελτικός λόγος επι παντός, λόγος σκανδαλολογών ως επι το πολύ, τοξικός και κίτρινος. Από τα όπλα του Καμμένου προς την Σαουδική Αραβία μέχρι τις διακοπές του Τσίπρα, το Ελληνικό και άλλα παρεμφερή.
Τέλος, ο Μητσοτάκης και η θηριώδης προπαγάνδα υποβάθμισαν προκλητικά το θέμα των 37 δις. που είχε αφήσει ο ΣΥΡΙΖΑ στο ταμείο. Ματωμένα χρήματα, αλλά σωτήρια. Και ώ του θαύματος: ως κυβέρνηση έσβησαν εμπράκτως τις προεκλογικές λαϊκίστικες ανοησίες τους αξιοποιώντας το υπαρκτό αυτό ποσό.
Το ίδιο έκαναν, βέβαια, και για άλλα θέματα-το Ελληνικό, τον νόμο Κρέτσου για τις κινηματογραφικές παραγωγές, την κάνναβι κ.α. Ομολόγησαν δηλαδή εκ των υστέρων τα θετικά των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ. Αυτά που πυροβολούσαν κατά ριπάς όταν η ΝΔ διεκδικούσε την εξουσία.
Δυστυχώς, η αντιπολιτευτική συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ, με εξαίρεση τις θέσεις αρχών και την στιβαρή κριτική σε ορισμένα θέματα (τα είπαμε: Εργασιακά, Πανεπιστήμια κλπ) ουδόλως διαφέρει από την κραυγαλέα αντιπολίτευση που ασκούσε ο Μητσοτάκης.
Εξαντλείται σε κορόνες και φωτοβολίδες, όχι μόνο για τον Λιγνάδη και την Ακρόπολη, αλλά για τα Γλυκά Νερά, την Ηλιούπολη, την Εγκληματικότητα, για όλα. Ασε, δε, εκείνη την φαεινή έμπνευση περί ανέμελου(Μητσοτάκη). Κατ΄ευθείαν από το στόκ λιπόθυμης Επιθεώρησης.
Σε ο,τι αφορά το μείζον θέμα της πανδημίας, τι να πεί κανείς; Μιλάμε για κορύφωση της λαϊκίστικης καταιγίδας: αντί να αρκεστεί στην δριμεία κριτική για το ΕΣΥ, τις κυβερνητικές αντιφάσεις και την φλυαρία της ανέρειστης αισιοδοξίας, αποδίδει μυωπικά τις διακυμάνσεις της επιδημίας και τις υπαρκτές επιπτώσεις εξ ολοκλήρου στην κυβερνητική πολιτική.
Και δεν έχει τον κοινό νού να σκεφτεί, ώστε να μην εκτίθεται, ότι ο κόσμος δεν είναι ηλίθιος. Βλέπει και ξέρει ότι περίπου τα ίδια συμβαίνουν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μια ματιά φερ΄ειπείν στην Πορτογαλία και την Ισπανία των αριστερών κυβερνήσεων θα έπειθε τον ΣΥΡΙΖΑ να είναι φειδωλός στις συγκεκριμένες επικρίσεις του και να εστιάσει στις υπαρκτές αντινομίες των κυβερνητικών επιλογών. Που δεν είναι λίγες ούτε ήσσονος σημασίας.
Κάτι τελευταίο για το κεφάλαιο «λαϊκίστικη αντιπολίτευση», προτού πάμε στους δύο άλλους παράγοντες που υποχρεώνουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε διαρκές σημειωτόν.
Αναφέρομαι στο έπος του Μιθριδάτη. Καταπληκτικό γεγονός: μια καλοφτιαγμένη κατασκευή που συνόψιζε αλήθειες, μισές αλήθειες, υπερβολές και κυρίως όσα αντικυβερνητικά ήθελε να ακούσει ο διψασμένος κόσμος του βαθέος ΣΥΡΙΖΑ, έγινε ύμνος και σύμβολο αντίστασης, φτάνοντας δια χειλέων Τσίπρα μέχρι την Βουλή!
Ξεχασμένο τώρα το έπος, αλλά εξόχως χαρακτηριστικό της πενίας που χαρακτηρίζει τον αντιπολιτευόμενο ΣΥΡΙΖΑ και τον μιντιακό κόσμο του, που είχε μεθύσει από ενθουσιασμό και θεωρούσε ότι όπου να ΄ναι πέφτει ο Μητσοτάκης. Και ενδεικτικό, επίσης, του τι απαιτεί από τον ΣΥΡΙΖΑ ένα μέρος του παθιασμένου κόσμου του: κρημνιστική αντιπολίτευση, δίχως όρια και φραγμούς. Α λα Μητσοτάκη, δηλαδή…
Αλλοι δύο παράγοντες
Ο ένας είναι η εσωκομματική κατάσταση. Τα έχουμε ξαναπεί: ομάδες, ομαδούλες, φράξιες, αντιηγετικές αιχμές, αντιπαραθέσεις για την αριστερή φυσιογνωμία, αντιδράσεις για το άνοιγμα στον…«τροφοδότη λογαριασμό» του ΚΙΝΑΛ και ατέρμονες συζητήσεις για το φύλο των Αγγέλων. Ας ακούσουμε, όμως, τον Στέλιο Κούλογλου. Τα λέει μετά λόγου γνώσεως:
“Σε πολλές οργανώσεις τα μέλη τους πήραν πρόσφατα μέρος σε εσωκομματικές διεργασίες, που συχνά θύμιζαν τη φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές που διαβάζαμε ότι ταλάνιζε στο ΚΚΕ 100 χρόνια πριν, παρά μια συντροφική, γόνιμη ανταλλαγή απόψεων για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ, το πρόγραμμα του και το αναγκαίο άνοιγμα στην κοινωνία και τους άξιους ανθρώπους εκτός κόμματος. Τα θαύματα, όπως αυτό του 2015, σπάνια επαναλαμβάνονται: χρειάζονται γερές βάσεις στην κοινωνία, όχι μόνο για να κερδίσεις τις εκλογές αλλά και να μπορέσεις να κυβερνήσεις”.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Τσίπρας προσπαθώντας να υπερκεράσει αυτό το ομιχλώδες τοπίο, επιχείρησε μια περίτεχνη ντρίμπλα. Εκείνη για το αριστερό πρόσημο που οδηγεί στην προσέγγιση του μεσαίου χώρου.
Όμως ο Τσίπρας είναι μέν χαρισματικός, αλλά δεν είναι ούτε Γκαρίντσα ούτε Χατζηπαναγής ή Ρεδόνδο. Γι αυτό και μάλλον μπέρδεψε τους δικούς του, παρά ανησύχησε τους αντιπάλους. Οσο για την κοινωνία, δεν φάνηκε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα.
Τέλος, υπάρχει κάτι ακόμη- ο τρίτος παράγων- που δεν επιτρέπει στον ΣΥΡΙΖΑ να βγεί δυναμικά στο προσκήνιο και να κεντρίσει το ενδιαφέρον της κοινωνίας. Πρόκειται για το Οικονομικό του Πρόγραμμα.
Παρά την κυβερνητική εμπειρία , εμπειρία ικανή να του διδάξει ότι εκείνο που πρωτεύει δεν είναι οι παροχές, αλλά ένα ολοκληρωμένο Σχέδιο για την Ανάπτυξη, μελετημένο και ευφάνταστο, ο Τσίπρας βάδισε στο γνώριμο έδαφος της παροχολογίας. Εύκολη δουλειά…
Οχυρωμένος πίσω από την πραγματική ανάγκη να ενισχυθεί το γλίσχρο εισόδημα ικανού μέρους της κοινωνίας, αλλά να χρηματοδοτηθούν ταυτόχρονα και άλλοι τομείς (π.χ.Υγεία), απέφυγε να πεί επι της ουσίας τι θα κάνει με τις επενδύσεις και τον παραγωγικό ιστό της χώρας.
«Επι της ουσίας» σημαίνει πως και ποιούς επενδυτές θα προσελκύσεις, τι θα δώσεις ως χώρα (π.χ. φορολογικά κίνητρα) και τι θα πάρεις, ποιές κατευθυντήριες παραγωγικές γραμμές σχεδιάζεις ως μελλοντική προοδευτική κυβέρνηση και άλλα συναφή.
Συγκεκριμένα, όμως. Και όχι απαραιτήτως αρεστά σε κάποιον κόσμο της Αριστεράς που νομίζει ότι αρκεί η πολιτική βούληση για να γίνουν θαύματα στην οικονομία και την κοινωνία.
Τα θαύματα γίνονται όταν παράγει η οικονομία σου. Ετσι δομείται το κοινωνικό κράτος. Όχι με καλές προθέσεις και ηχηρές εξαγγελίες που αποδεικνύονται άσαρκες και τελικά βλαπτικές. Καλές και άγιες οι παροχές, αλλά πρέπει να έχεις εξασφαλίσει ή να περιμένεις χρήματα από «κάπου» για να μην καταλήξουν μπούμερανγκ για τη χώρα.
Υπάρχει χρόνος να ξαναδεί ο ΣΥΡΙΖΑ ειδικά αυτό το θέμα-το οικονομικό. Να το δεί ειδικά ο Τσίπρας και να θυμηθεί τον Λένιν-ώ, ναι- όταν χρειάστηκε η νεοσύστατη Σοβιετία να αντιμετωπίσει το επείγον θέμα του εξηλεκτρισμού.
Κι αν είναι μακρινός ο Λένιν, ας εμπιστευθεί τα κριτήρια και τις επιλογές εκείνου του υπέροχου Μουχίκα της Ουρουγουάης, του πρώην αντάρτη, που χόρεψε στα συστημικά κάρβουνα χωρίς να καεί, αφήνοντας πίσω του μια εξαιρετική κληρονομιά δημιουργικών συμβιβασμών και ασυμβίβαστου φιλολαϊκού πάθους, στοιχεία που τον κατατάσσουν μεταξύ των κορυφαίων ηγετών του κόσμου.
Αυτά τα…ολίγα. Αλλά αρκετά για να καταδειχθεί ότι όπως πάει ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι στιγμής, κι αν δεν αλλάξει ρότα, θα χάσει και τις επόμενες εκλογές. Διότι δεν εμπνέει, δεν συγκινεί, «δεν περπατάει». Δηλαδή, δεν αρέσει…