Ούτε σπίτι ούτε αυτοκίνητο δικό μας: Ο καπιταλιστικός ρεαλισμός ξεθωριάζει
Διαβάζεται σε 4'
Μας υποσχέθηκαν καλούς μισθούς, διαρκή ανάπτυξη και μέσω αυτών περιουσία. Τι παίρνουμε; Φτώχεια, δυσπραγία και επισφάλεια. Μήπως τελικά ο καπιταλισμός δεν είναι τόσο δυνατός όσο νομίζουμε;
- 13 Μαρτίου 2025 06:48
Συζήτηση στο γραφείο τις προάλλες: “Ρε είναι δυνατόν; Κανένα οικογενειακό αυτοκίνητο δεν έχει κάτω από 20.000 ευρώ”. “Ε, ναι ρε, καιρό, δεν πλησιάζονται τα αυτοκίνητα πλέον” απαντά ο συνάδελφος.
Η συζήτηση γίνεται λίγο πιο βαθιά: “Μα τι στο διάολο, ούτε ένα αυτοκίνητο δεν μπορούμε να αγοράσουμε; Ολοι θα πάμε στο λίζινγκ δηλαδή;”. “Κοίτα” απαντά ο συνάδελφος “εμένα δεν με πειράζει να μην είναι δίκο μου το αυτοκίνητο. Τη δουλειά μου θέλω να κάνω”.
“Σωστό” αντιλέγει ο πρώτος, “αλλά οκ, δεν ζητήσαμε και καμιά βίλα στο Ψυχικό”. “Ε, δίκιο έχεις σ’ αυτό” η τελική απάντηση.
Ενα πρώτο συμπέρασμα από την παραπάνω πραγματική στιχομυθία: Τι μπορούμε να έχουμε ως δικό μας στον ύστερο καπιταλισμό, στον καπιταλισμό καζίνο της εποχής μας; Σπίτι μπορούμε να αγοράσουμε; Με τις τιμές που υπάρχουν τώρα διαμορφωμένες στην αγορά ακινήτων ούτε με σφαίρες. Εκτός αν υπάρχουν έξτρα εισοδήματα που θα στηρίζουν έναν πάρα πολύ καλό μισθό. Το όνειρο της στέγης είναι απαγορευμένο σήμερα για τη μεσαία τάξη, εμείς οι κάπως μεγαλύτεροι απλώς μακαρίζουμε τους δικούς μας που μάς άφησαν ένα σπίτι στο όνομά μας (το οποίο σπίτι αγοράστηκε κάτω από τελείως διαφορετικές οικονομικές συνθήκες).
Ενα αυτοκίνητο, ωραίο, οικογενειακό, καινούργιο, μπορούμε να έχουμε; Δύσκολα, είναι η αλήθεια. Οι τιμές πήραν την ανιούσα τα τελευταία χρόνια, οι μισθοί ουσιαστικά παρέμειναν καθηλωμένοι, ως προς το πραγματικό τους ύψος, άρα μηδέν εις το πηλίκον και εδώ. Λίζινγκ ή μεταχειρισμένο. Και αυτά υπό προϋποθέσεις.
Το σύστημα που ομνύει στην περιουσία και το νομικό του σύστημα ανά χώρα περιλαμβάνει χιλιάδες νόμους για την προστασία αυτής δεν μπορεί να μας εγγυηθεί πλέον ούτε αυτό, την απόκτηση κάποιων περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να κάνουν λίγο πιο άνετη τη ζωή μας (και όχι βέβαια ότι είναι αυτή η κάψα μας).
Δουλεύουμε ίσα ίσα για την καθημερινή μας επιβίωση, για κανένα σινεμά ή θέατρο ή γήπεδο, κανένα καλό φαγητό με φίλους και αυτό ήταν. Για πιο μεγάλες αγορές χρεώνουμε την πιστωτική μας κάρτα.Οσο για αποταμίευση… Καλά, αυτό είναι το πιο σύντομο ανέκδοτο. Τρώμε, όσοι εχουμε, από τα έτοιμα και όταν αυτά τελειώσουν, αντίο ζωή.
Τι θέλουμε να πούμε μ’ όλα αυτά; Οτι ποτέ ο καπιταλισμός, σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν είχε τόσο “φτωχές” προοπτικές για την πλειοψηφία των ανθρώπων, ποτέ δεν ήταν τόσο αδυσώπητος (που είναι, έτσι και αλλιώς, εκ φύσεως) και ποτέ δεν ευνοούσε περισσότερο τους ήδη έχοντες και κατέχοντες. Το σύστημα φτάνει στα όριά του κοντολογίς, φαίνεται ότι δεν έχει κάτι άλλο να δώσει για τους πολλούς.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι υπάρχει αντίπαλο δέος ή διάδοχη κατάσταση έτοιμη να πάρει τα ηνία. Προς το παρόν αυτό που παρατηρείται είναι μία διάχυτη απογοήτευση αλλά και μία συνειδητοποίηση (που ποικίλλει από χώρα σε χώρα και από κοινωνία σε κοινωνία) ότι μάλλον δεν μπορούμε να ζήσουμε άλλο με την επισφάλεια της επιβίωσης να επικρέμαται πάνω από τα κεφάλια μας.
Τριάντα και πλέον χρόνια “τέλους της ιστορίας” και απόλυτης νίκης του νεοφιλελευθερισμού ήταν αρκετά για να φτάσει ο πλανήτης σ’ ένα άνευ προηγούμενου τέλμα σε μία οικονομική, ηθική και πολιτική χρεωκοπία η οποία εν τέλει οδηγεί σε μία κοινωνία πολύ χαμηλών έως ανύπαρκτων προσδοκιών.
Στην τελική: Ούτε καν ονειρευόμαστε. Το χειρότερο: Βρισκόμαστε διαρκώς σε μία φάση άμυνας, προσπάθειας απόκρουσης των δεινών που έρχονται με ταχύτητα μετεωρίτη πάνω μας. Η προσοχή μας, την ίδια ώρα, αποσπάται συνεχώς από άλλα πράγματα, εν πολλοίς επουσιώδη αν όχι άχρηστα.
Αναζητούμε το νέο. Αλλά μας έχουν πείσει ότι ουσιαστικά τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει ριζικά, ότι αυτό που ζούμε είναι μάλλον ένας τύπος παγκοσμίου πεπρωμένου. Είναι αυτό που ο εμπνευσμένος και πρόωρα χαμένος Μαρκ Φίσερ είχε ορίσει ως καπιταλιστικό ρεαλισμό.
Σήμερα όμως ξέρουμε πολύ καλά ότι αυτό δεν ισχύει, αυτή η παγκόσμια μιζέρια και φτώχεια δεν είναι το πεπρωμένο μας. Αν και ο αντίπαλος έχει την μπάλα στα πόδια του και φαίνεται να κυριαρχεί, είναι στο χέρι μας να του την πάρουμε και να τον απειλήσουμε. Η εποχή της παραίτησης ίσως φτάνει σιγά-σιγά στο τέλος της.