Πέρα από τη ΔΕΠΥ: Το σχολείο που βλέπει τη δύναμη και την ελπίδα

Διαβάζεται σε 6'
Σχολείο, φωτογραφία αρχείου
Σχολείο, φωτογραφία αρχείου EUROKINISSI

Η διάγνωση της ΔΕΠΥ στο προσκήνιο, το τραύμα στη σκιά και ένα εργαλείο που βοηθάει τους εκπαιδευτικούς να δουν το παιδιά αλλιώς.

Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) αποτελεί μία από τις συχνότερες διαγνώσεις στον μαθητικό πληθυσμό. Στην Ελλάδα, τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι περίπου 5–6% των παιδιών σχολικής ηλικίας πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για ΔΕΠΥ, με τα αγόρια να εμφανίζουν σχεδόν διπλάσια ή και τριπλάσια συχνότητα σε σχέση με τα κορίτσια. Σε σχετικά παλαιότερες μελέτες που έγιναν στην Αθήνα και την Κρήτη, το ποσοστό ανερχόταν σε 6–6,5%, με 8,8% για τα αγόρια και 4,2% για τα κορίτσια αντίστοιχα.

Αυτό, όμως, που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία, είναι η παραδοχή που κάνουν πλέον αρκετοί ειδικοί: η ΔΕΠΥ δεν είναι απαραίτητα πιο συχνή σήμερα, απλώς αναγνωρίζεται περισσότερο. Κι αυτό είναι θετικό. Όμως ελλοχεύει και ένας κίνδυνος: η υπερβολική παθολογικοποίηση συμπεριφορών που μπορεί να έχουν άλλες ρίζες. Όχι νευρολογικές, αλλά κοινωνικοσυναισθηματικές.

Ένα νέο εργαλείο αξιολόγησης που παρουσιάστηκε πρόσφατα στις ΗΠΑ, το Character Strength Usage Profile for Students (CSUP-S), όπως περιγράφεται σε μελέτη που δημοσιεύθηκε στις 21 Μαρτίου στο επιστημονικό περιοδικό Contemporary School Psychology, επιχειρεί να εντοπίσει τι «λείπει» από ένα παιδί, καταγράφοντας δεξιότητες και αρετές που επιστρατεύει για να αντιμετωπίσει καθημερινές δυσκολίες που πηγάζουν από τραυματικές καταστάσεις.

Τα στοιχεία που απαρτίζουν αυτό που η παραπάνω έρευνα ονομάζει «δύναμη χαρακτήρα» περιλαμβάνουν την επιμονή, τη συγχώρεση, την ελπίδα, την αυτορρύθμιση και την καλοσύνη. Το εργαλείο CSUP-S επιχειρεί να αποτυπώσει τη συχνότητα με την οποία οι μαθητές επιστρατεύουν τέτοιες αρετές, βασιζόμενο κυρίως στις παρατηρήσεις των ίδιων των εκπαιδευτικών. Η επιλογή αυτή ενισχύει τη χρηστικότητα του εργαλείου στην εκπαιδευτική πράξη, ωστόσο η έρευνα αναγνωρίζει ότι οι αξιολογήσεις των διδασκόντων υπόκεινται σε υποκειμενικότητα και πιθανές μεροληψίες. Για τον λόγο αυτό, οι δημιουργοί του εργαλείου επισημαίνουν την ανάγκη μελλοντικής συμπλήρωσης των δεδομένων από άλλες πηγές, όπως οι ίδιοι οι μαθητές ή οι φροντιστές τους.

Παρ’ όλα αυτά, η πιλοτική εφαρμογή του CSUP-S σε 14 σχολικές κοινότητες των ΗΠΑ που έχουν βιώσει συνθήκες τραύματος, όπως φυσικές καταστροφές, κοινωνική αναταραχή ή προσφυγικές κρίσεις, δείχνει ότι πολλά παιδιά επιδεικνύουν επίπεδα «δύναμης χαρακτήρα» που συχνά δεν αναγνωρίζονται στο συμβατικό σχολικό περιβάλλον.

Αυτή η έμφαση στη «δύναμη χαρακτήρα» που συχνά μένει αόρατη αποκτά ιδιαίτερη σημασία και για την ελληνική πραγματικότητα του 2025, όπου το σχολείο, παρά τις θεσμικές αλλαγές και τις διακηρύξεις για ενίσχυση της ψυχικής υγείας των μαθητών, συχνά εστιάζει πρώτα στη διάσπαση προσοχής και όχι στο παιδί που χάνει τη δύναμη και την ελπίδα του. Οι εκπαιδευτικοί είναι κατά τεκμήριο οι πρώτοι που παρατηρούν συμπεριφορές που εγείρουν υποψίες για ΔΕΠΥ. Όμως, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΕΚΠΑ σε δασκάλους δημοτικών σχολείων στην Αττική, το συνολικό επίπεδο γνώσεων σχετικά με τη ΔΕΠΥ χαρακτηρίζεται ως μέτριο. Οι εκπαιδευτικοί εμφάνισαν μεγαλύτερη εξοικείωση με τα διαγνωστικά κριτήρια και τα συμπτώματα της διαταραχής, αλλά σημαντικά χαμηλότερη γνώση σχετικά με τη θεραπεία και τα αίτιά της.

Επιπλέον, πολλές φορές, παιδιά με τραυματικές εμπειρίες (π.χ. παιδιά που έχουν χάσει γονέα, έχουν ζήσει σε κακοποιητικά περιβάλλοντα, ή βιώνουν έντονο κοινωνικό αποκλεισμό) εμφανίζουν συμπεριφορές παρόμοιες με αυτές της ΔΕΠΥ. Όμως δεν είναι νευροαναπτυξιακή διαταραχή. Είναι απόκριση στο χρόνιο στρες. Το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) στις ΗΠΑ έχει αναδείξει πως το τραύμα και αυτό που ορίζεται ως δυσμενείς παιδικές εμπειρίες συνδέονται άμεσα με αύξηση της πιθανότητας εμφάνισης συμπτωμάτων που μοιάζουν με ΔΕΠΥ.

Σε αυτό το πλαίσιο, το CSUP-S δεν είναι απλώς ένα εργαλείο αξιολόγησης αλλά αποκατάστασης. Φέρνει στο προσκήνιο όχι το ελάττωμα, αλλά το δυναμικό των μαθητών. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία και για τη χώρα μας, όπου η ΔΕΠΥ, αν και αναγνωρισμένη θεσμικά ως ειδική εκπαιδευτική ανάγκη, παραμένει υποδιαγνωσμένη, ειδικά σε κορίτσια και εφήβους. Πολλά παιδιά φθάνουν στην εφηβεία χωρίς να έχουν υποστηριχθεί ποτέ ουσιαστικά, γιατί είτε δεν αξιολογήθηκαν, είτε τα συμπτώματά τους ερμηνεύτηκαν ως «κακή συμπεριφορά».

Η εμπειρία ειδικά της τελευταίας δεκαετίας στην Ελλάδα μάς έχει δείξει ότι οι κρίσεις δεν είναι παρενθέσεις αλλά κανονικότητα: οικονομική λιτότητα, πανδημία, πυρκαγιές, σιδηροδρομικά δυστυχήματα, πλημμύρες, κοινωνικός αποκλεισμός, προσφυγικές μετακινήσεις. Το τραύμα είναι συνεπώς εγγεγραμμένο και στις σχολικές τάξεις. Και αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται εργαλεία αποτίμησης και παρέμβασης που να λαμβάνουν υπόψη την ψυχοσυναισθηματική διάσταση της μάθησης.

Το CSUP-S θα μπορούσε, λοιπόν, να αποτελέσει μια καλή αφετηρία για μια πιλοτική εφαρμογή ενός προσαρμοσμένου στα ελληνικά σχολεία εργαλείου, ιδίως σε περιοχές με υψηλό δείκτη κοινωνικού τραύματος – για παράδειγμα, σε δήμους με μεγάλη συγκέντρωση μεταναστευτικού πληθυσμού, σε σχολεία κοντά σε περιοχές που επλήγησαν από φυσικές καταστροφές ή σε Διευθύνσεις Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με υψηλούς δείκτες σχολικής διαρροής. Μια τέτοια εφαρμογή θα μπορούσε:

  • Να ενισχύσει τις ομάδες ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών των ΚΕΔΑΣΥ, προσφέροντάς τους ένα σύγχρονο εργαλείο παρατήρησης.
  • Να επιμορφώσει εκπαιδευτικούς στην αναγνώριση και καλλιέργεια θετικών χαρακτηριστικών και όχι μόνο στην καταγραφή προβληματικών συμπεριφορών.
  • Να παράξει ποιοτικά δεδομένα για τις δεξιότητες και αρετές που επιδεικνύουν τα παιδιά υπό συνθήκες πίεσης, συμβάλλοντας σε ένα «προφίλ» ψυχικής ανθεκτικότητας των μαθητών.
  • Να προσανατολίσει τις μελλοντικές επιμορφώσεις εκπαιδευτικών και την αναμόρφωση των σχολικών αξιολογήσεων προς πιο ολοκληρωμένα ψυχοεκπαιδευτικά μοντέλα.

Η αξιοποίηση εργαλείων, όπως το CSUP-S, που λαμβάνουν υπόψη το τραύμα δεν έρχεται να αντικαταστήσει τις διαγνώσεις ή την επιστημονική εγκυρότητα των ήδη υπαρχόντων διαδικασιών, αλλά να συμπληρώσει και να ανοίξει χώρο για μια θετικής κατεύθυνσης προσέγγιση που χρειάζονται παιδιά και έφηβοι, αναγνωρίζοντας όχι μόνο διαταραχές όπως η ΔΕΠΥ, αλλά και την ανθεκτικότητα που αναπτύσσουν οι μαθητές μέσα από το τραύμα καθώς και τον ρόλο του σχολείου στην ανάκτηση της χαμένης τους ελπίδας.

Η διεθνής αξιολόγηση PISA είναι αναμφίβολα χρήσιμη αφού μετρά τι γνωρίζουν οι μαθητές στα μαθηματικά, στις φυσικές επιστήμες και στην κατανόηση κειμένου. Αλλά σταματά εκεί, αφού δεν μετρά το ψυχικό αποτύπωμα του σχολείου πάνω τους – αν τα πρόσεξε, αν τα ενδυνάμωσε. Κι αυτά, ίσως, είναι τα πιο κρίσιμα ερωτήματα της εκπαίδευσης σήμερα.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα