Συμφωνία των Πρεσπών: Την θέλει και την τηρεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη;
Διαβάζεται σε 4'Ο πρόσφατος εκλογικός θρίαμβος των ακραίων εθνικιστών του VMRO στη Βόρεια Μακεδονία υποχρεώνει την ελληνική κυβέρνηση να αποκαλύψει τις αληθινές προθέσεις της για τη Συμφωνία των Πρεσπών.
- 13 Μαΐου 2024 07:13
Το βλέπαμε, καιρό τώρα, να έρχεται. Και τώρα που τελικά ήρθε, μάς συνέλαβε αμήχανους, άβουλους, ελπίζουμε όχι και μοιραίους.
Από την περασμένη Τετάρτη, οι ακραίοι εθνικιστικές του VMRO (επισκεφθείτε τα γραφεία τους στα Σκόπια και θα καταλάβετε από τη διακόσμηση πόσο ακραίοι είναι) είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι του πολιτικού παιχνιδιού στη Βόρεια Μακεδονία. Εξέλεξαν δική τους πρόεδρο της Δημοκρατίας (η οποία την Κυριακή αρνήθηκε να ορκιστεί στο συνταγματικό όνομα της χώρας), έφτασαν μία ανάσα από την αυτοδυναμία και απέκτησαν το δικαίωμα να σχηματίσουν κυβέρνηση με την ελάχιστη δυνατή συνεργασία.
Ολους αυτούς τους τελευταίους μήνες, ο επικεφαλής του VMRO (και εκτός συγκλονιστικού απροόπτου επόμενος Πρωθυπουργός) Χρίστιαν Μίτσκοσκι όχι μόνο απέφευγε να χρησιμοποιήσει τον όρο Βόρεια Μακεδονία αλλά για να ικανοποιήσει το εθνικιστικό κοινό του αποδοκίμαζε συνεχώς τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Η Αθήνα…έβλεπε τα τρένα να περνούν. Και ουσιαστικά δεν αντέδρασε ποτέ. Επρεπε να εκλεγεί, πανηγυρικά μάλιστα, το VMRO για να γίνουν κάποιες νύξεις για την ανάγκη τήρησης της Συμφωνίας οι οποίες πάντα συνοδεύονταν από την πληροφορία ότι “εμείς ως ΝΔ δεν συμφωνούσαμε αλλά…” και εν συνεχεία το ελληνικό ΥΠΕΞ να εκδώσει ανακοίνωση στην ανταρσία της νέας Προέδρου. Too little, too late…
Πρόκειται για μία βαθιά ιδεοληπτική, στενά συμφεροντολογική και άκρως αντιπατριωτική στάση. Πέντε χρόνια τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφεύγει να φέρει για κύρωση στην ελληνική βουλή τα τρία πρωτόκολλα συνεργασίας που προκύπτουν από τη Συμφωνία. Οταν (σπανίως) τους ρωτούν, οι κυβερνητικοί απαντούν ότι “θα τα φέρουμε σε κατάλληλο χρόνο”. Γιατί δεν ήταν κατάλληλος χρόνο τα προηγούμενα πέντε χρόνια, ουδείς το γνωρίζει με ασφάλεια.
Ενα είναι το σίγουρο. Οτι η εθνικιστική πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας, άτυπος αρχηγός της οποίας είναι ο Αντώνης Σαμαράς, θεωρεί ότι επέβαλλε τα δικά της θέλω, κόντρα βέβαια στα συμφέροντα της χώρας και της εξωτερικής της πολιτικής. Είναι όμως το σαμαρικό άλλοθι ο πραγματικός λόγος που η κυβέρνηση δεν έφερε τα μνημόνια συνεργασίας στη Βουλή ή υπάρχει και κάτι πιο βαθύ;
Ο αρχιτέκτονας της Συμφωνίας των Πρεσπών, πρώην ΥΠΕΞ Νίκος Κοτζιάς έγραψε πρόσφατα (στην εφημερίδα Documento) τα εξής χωρίς το ελληνικό ΥΠΕΞ να τον διαψεύσει: “(Η κυβέρνηση) διέλυσε την συμφωνηθείσα επιστημονική ομάδα για την απομάκρυνση των αλυτρωτικών διατυπώσεων από τα σχολικά βιβλία της Βόρειας Μακεδονίας, ενώ αρνήθηκε να προωθήσει την συγκρότηση της προβλεπόμενης στη Συμφωνία ομάδας για τη λύση των εμπορικών σημάτων και ονομασιών στην βάση του ενωσιακού δικαίου”.
Τελικά, επιθυμεί η όχι η ελληνική πλευρά την τήρηση της Συμφωνίας των Πρεσπών; Γιατί όταν η πολιτική επί του πεδίου αποδεικνύεται τελείως διαφορετική από τη ρητορική μπροστά στις κάμερες και τα μικρόφωνα, δικαιούμαστε να ανησυχούμε και να κάνουμε δεύτερες και τρίτες σκέψεις.
Η εγκυρότητα βέβαια μία διεθνούς συμφωνίας που έχει την σφραγίδα του ΟΗΕ δεν αμφισβητείται, παρά τους ευσεβείς πόθους πολλών κύκλων και στις δύο χώρες. Η συμφωνία είναι εκεί και ισχύει στο ακέραιο. Ομως, κατά το παρελθόν, και άλλες συμφωνίες ενώ ίσχυαν τυπικά, εν τέλει απαξιώθηκαν από τη συμπεριφορά των συμβαλλομένων. Αυτό θέλει να κάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης; Να καταστήσει τη Συμφωνία των Πρεσπών πουκάμισο αδειανό σε βάθος χρόνου, ένα κείμενο περισσότερο μουσειακού και ιστορικού χαρακτήρα πάρα πρακτικού που θα παράγει αποτελέσματα;
Τα αστεία, όπως κατέδειξαν οι εκλογές στη γειτονική χώρα, τελείωσαν. Το κρυφτό επίσης. Ή η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα πιέσει, όπως προβλέπεται άλλωστε από το ίδιο το κείμενο της Συμφωνίας, για την πλήρη τήρησή της, φέρνοντας παράλληλα στην βουλή προς κύρωση τα μνημόνια συνεργασίας ή θα αποδείξει ότι παίζει την εξωτερική πολιτική της χώρας στα ζάρια των πολύ στενών κομματικών της συμφερόντων της (όπως δείχνει άλλωστε και η ανεύθυνη στάση της στις σχέσεις με την Αλβανία).
Μέση οδός, εδώ που φτάσαμε, δεν υπάρχει. Ετσι και αλλιώς δεν θα μπορούσαν να κυβερνούν αιωνίως στη Βόρεια Μακεδονία οι Σοσιαλιστές με τους Αλβανούς συμμάχους τους. Τώρα λοιπόν που το φύλλο γύρισε, ήρθε η ώρα να σταματήσουν τα παιχνίδια.
Η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να αρχίσει από τα πολύ βασικά. Να ξεκαθαρίσει, δηλαδή, ότι χώρα με το όνομα Μακεδονία δεν υφίσταται και ότι όσοι το υποστηρίζουν αυτό δημοσίως θα υποστούν τις νομικές και πολιτικές συνέπειες. Μ’ αυτόν τον τρόπο η κωλοτούμπα των εθνικιστών του VMRO δεν θα αργήσει να έρθει.
Με τον άλλο τρόπο, αυτόν της συνήθους, τα τελευταία πέντε χρόνια, κωλυσιεργίας παραμονεύουν οι εντάσεις, η αβεβαιότητα και η αναξιοπιστία. Η εποχή της άνεξοδης Μακεδονομαχίας στην εξωτερική πολιτική της χώρας πρέπει να τελειώσει οριστικά.