Στις 26 Μαϊου αποδεικνύουμε πόσο Ευρωπαίοι είμαστε…
Εάν επαληθευτεί το κλίμα που αποτυπώνεται στις μετρήσεις, θα οδηγηθούμε να επιλέξουμε υποψηφίους με υψηλή (τηλεοπτική) αναγνωρισιμότητα, αδιαφορώντας οι περισσότεροι για το τι πραγματικά εκπροσωπούν τόσο οι ίδιοι όσο και τα πολιτικά κόμματα που τους έχουν επιλέξει.
- 28 Μαρτίου 2019 12:49
Στην δημοσκόπηση της Alco για τον τηλεοπτικό σταθμό Open το 50% των ερωτηθέντων σχετικά με τις ευρωεκλογές απαντούν πως θα επιλέξουν πολιτικό κόμμα και υποψηφίους με γνώμονα την οικονομία. Έως ένα βαθμό λογικό. Από την άλλη, το 11% απαντά πως θα επιλέξει με βάση τις θέσεις των πολιτικών κομμάτων για την Ευρώπη. Εντελώς παράλογο.
Τα παραπάνω στοιχεία οδηγούν εκ των πραγμάτων στο ερώτημα “Πόσο Ευρωπαίοι είμαστε;”. Και η απάντηση δεν μπορεί, δυστυχώς, παρά να είναι “ελάχιστα”. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως, συμβαίνει αυτό τον καιρό μια πολιτική κοσμογονία. Με τις πολλές αρνητικές εκφάνσεις που έχει αυτό αλλά και την αδήριτη ανάγκη για αντιδράσεις και λύσεις.
Εάν επαληθευτεί το κλίμα που αποτυπώνεται στις μετρήσεις, για ακόμα μία φορά θα οδηγηθούμε στις ευρωκάλπες, στις 26 Μαϊου, για να επιλέξουμε υποψηφίους με υψηλή (τηλεοπτική) αναγνωρισιμότητα, αδιαφορώντας οι περισσότεροι για το τι πραγματικά εκπροσωπούν τόσο οι ίδιοι όσο και τα πολιτικά κόμματα που τους έχουν επιλέξει.
Κι αν -ευτυχώς- από ορισμένους εκ των υποψηφίων, τα ονόματα των οποίων έχουν ανακοινωθεί μέχρι σήμερα, ακούγονται έστω και γενικές απόψεις για την Ευρώπη, οι πιο πολλοί -δυστυχώς- περιφέρονται ως “ομιλούσες κεφαλές” χωρίς γνώση και σχέδιο. Ας μη γελιόμαστε, η σταυροδοσία στις ευρωεκλογές όσο κι αν φαίνεται δημοκρατική επιλογή καταλήγει μια πασαρέλα εκλεκτών και προβεβλημένων που πόρρω απέχει από την ανάγκη για μια συγκροτημένη εθνική εκπροσώπηση που θα διαπραγματευθεί και θα ψηφίσει μείζονα θέματα ευρωπαϊκού αλλά και ελληνικού ενδιαφέροντος. Τα κόμματα αναπαράγουν αυτόν τον φαύλο κύκλο: επιλέγουν πρόσωπα με υψηλή δημοφιλία και ελάχιστη ευρωπαϊκή “παιδεία” και οι πολίτες σπεύδουν να τα ψηφίσουν αδιαφορώντας για το τι θα πράξουν από τη στιγμή που θα καθίσουν στα έδρανα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο.
Δεν υπάρχουν ικανά πρόσωπα στα ευρωψηφοδέλτια; Αναμφίβολα υπάρχουν. Όμως όταν τοποθετεί κανείς ένα ανώτερο στέλεχος της Κομισιόν δίπλα σε έναν ποδοσφαιριστή, μια τραγουδίστρια ή μια ηθοποιό στο ίδιο ευρωψηφοδέλτιο, τους τελευταίους θα διαλέξουν οι ψηφοφόροι.
Δεν φταίνε, προφανώς, μόνο οι ψηφοφόροι. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για παράδειγμα, έχει καταστήσει σαφές πως για τον ίδιο και το κόμμα του οι ευρωεκλογές έχουν χαρακτήρα δημοψηφίσματος. “Στις 26 ψηφίζουμε, στις 27 φεύγουν”, είναι το σύνθημα που ακούγεται από στελέχη της Ν.Δ, ως “ηχώ” από το διόλου μακρινό 2014, όταν το ίδιο σύνθημα ακουγόταν από την άλλη πλευρά.
Είναι ευχάριστο το γεγονός ότι στην δημοσκόπηση που προαναφέραμε μόνο το 18% των πολιτών θεωρούν τις ευρωεκλογές ευκαιρία για την “ανατροπή της κυβέρνησης”. Είναι, όμως, και ακριβές; Εφόσον τους επόμενους δύο μήνες απουσιάσει από την πολιτική αντιπαράθεση η απάντηση στο δίλημμα “ποια Ευρώπη θέλουμε;”, η ψήφος θα χειραγωγηθεί και θα μετατραπεί σε ένα “ντέρμπι προετοιμασίας” ενόψει του κρίσιμου τελικού της εθνικής κάλπης το φθινόπωρο.
Μέχρι τότε, όμως, στην Ευρώπη θα έχουν συμβεί εξαιρετικά σημαντικά πράγματα και θα έχουν διαμορφωθεί συσχετισμοί δυνάμεων μη αναστρέψιμοι.
Ψηφίζουμε, για παράδειγμα, έμμεσα, στις 26 Μαϊου, (και) για το ποιο πρόσωπο θα αναλάβει τον πολύ σημαντικό ρόλο του προέδρου της νέας Κομισιόν μετά τον Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ; Φυσικά, αλλά κανείς δεν μιλάει γι αυτό. Κενό στη δημόσια συζήτηση σχετικά με το εάν εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα ο Μάνφρεντ Βέμπερ ή ο Φρανς Τίμερμανς, ή ο Μισέλ Μπαρνιέ, ή κάποιος άλλος.
Ο πρώτος έχει ταχθεί υπέρ της ανέγερσης τείχους μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας ώστε να ανακοπούν οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές. Αποτελεί ή όχι κάτι τέτοιο μια ενίσχυση του ακραίου “Ορμπανισμού” που προωθεί μια “καθαρή” Ευρώπη από πρόσφυγες και δημιουργεί άμεσους κινδύνους να μείνει η Ελλάδα απομονωμένη με το μείζον θέμα των τελευταίων ετών;
Ο ίδιος έχει δεσμευτεί πως εάν εκλεγεί στην Κομισιόν η πρώτη υπογραφή που θα βάλει είναι για την οριστική διακοπή των ενταξιακών διαδικασιών της Τουρκίας. Συμφέρει κάτι τέτοιο τη χώρα μας; Κι αν, όπως πιθανώς ορθώς επισημαίνουν ορισμένοι, κάτι τέτοιο αποτελεί νομοτελειακή εξέλιξη ( η Ε.Ε δεν θέλει την Τουρκία, η δε δεύτερη γνωρίζει πως ουδέποτε θα γίνει δεκτή), πρέπει να συζητήσουμε για το ποια πρόσωπα στην Κομισιόν και ποιοι συσχετισμοί δυνάμεων μπορούν να εξασφαλίσουν ότι μια “ειδική (οικονομικού τύπου σχέση” της Ευρώπης με την Τουρκία μπορεί να εξασφαλίσει τα βασικά ελληνικά προαπαιτούμενα;
“Ψιλά” γράμματα θα μου πείτε για σημαντική μερίδα του εγχωρίου πολιτικού συστήματος.
Όπως και η ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση με το δόγμα της “Γερμανικής Ευρώπης”, το οποίο παραμένει, δυστυχώς, κραταιό μετά από περίπου μια δεκαετία εξοντωτικών και αντιαναπτυξιακών δημοσιονομικών πολιτικών και κατάρρευσης του κοινωνικού κράτους. Ούτε αυτό τίθεται στη δημόσια συζήτηση, λες και η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ “πειραματόζωο” αυτών των πολιτικών. Λες και δεν ζήσαμε ποτέ τρία μνημόνια και επανειλημμένα λάθη (τα οποία εκ των υστέρων ομολογούνται) των ίδιων “ειδικών” που συνεχίζουν να υπόσχονται ότι θα ανατάξουν την Ευρώπη.
Καταλήγοντας, οι ευρωεκλογές δεν είναι, όπως λένε κάποιοι, το πρώτο ημίχρονο της εκκαθάρισης των εσωτερικών πολιτικών μας λογαριασμών. Είναι “πρόκριμα” για τη θέση και τη στάση της εθνικής μας εκπροσώπησης στο νέο ευρωπαϊκό πεδίο που θα προκύψει από αυτές. Κι αυτό αφορά και τις θέσεις των πολιτικών κομμάτων για τα μείζονα ευρωπαϊκά θέματα –από το έρεβος της ακροδεξιάς και του λαϊκισμού που πλησιάζει, μέχρι τις οικονομικές πολιτικές που θα ασκηθούν τα επόμενα χρόνια- αλλά και την ποιότητα των προσώπων που θα επιλέξουμε να στείλουμε στο Στρασβούργο έναντι, μάλιστα, αδράς και εξασφαλισμένης αμοιβής.
Τους “λογαριασμούς” μας -ως πολιτικό σύστημα- θα τους λύσουμε, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, στην εθνική κάλπη. Εκεί οι μεν μπορούν να σπεύσουν να “διώξουν τον Τσίπρα”, οι δε να “μην επιτρέψουν να έρθει ο Μητσοτάκης”. Και…γαία πυρί μιχθήτω.
Στις 26 Μαϊου, όμως, ας σκεφτούμε πως, το πόσο Ευρωπαίοι είμαστε δεν έχει να κάνει με το εάν θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε (όπως κάναμε πριν την κρίση) για ψώνια στην Via Condotti της Ρώμης, ή στα Harrod’s στο Λονδίνο. Έχει να κάνει με το πόσους ακροδεξιούς θα έχουμε στα έδρανα του Ευρωκοινοβουλίου, με το εάν θα κυριαρχήσουν οι “πολιτικές Βέμπερ” ή η πιο προοδευτική σοσιαλδημοκρατία, αλλά και με το εάν θα συνεχιστεί η δειλή, έστω, συζήτηση για το σχέδιο Μακρόν περί “νέας αρχιτεκτονικής” ή, αντιθέτως, εάν θα οχυρωθούμε πίσω από τα εθνικά τείχη του “Ορμπανισμού” και του “Σαλβινισμού”.
Είναι, αλήθεια, κατά τι δυσκολότερες αυτές οι απαντήσεις από τα διλήμματα “άσπρου- μαύρου” που τίθενται αλλά νομίζω πως αξίζουν τον κόπο…