Στρατηγική για το μέλλον ή για το παρελθόν;

Στρατηγική για το μέλλον ή για το παρελθόν;
Στιγμιότυπο από την απεργιακή συγκέντρωση για την εργατική Πρωτομαγιά, την Πέμπτη 6 Μαΐου 2021. Eurokinissi

Το μέλλον στο συνταξιοδοτικό και τα εργασιακά πρέπει να σχεδιαστεί με κριτήρια ισοπολιτείας και αξιοπιστίας, με πυξίδα το μεταπολεμικό παρελθόν των άλλων και σίγουρα όχι το δικό μας

Αυτό που θα κρίνει το μέλλον όχι μόνο της οικονομίας και του λεγόμενου παραγωγικού μοντέλου αλλά της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας είναι το ακάνθινο σύμπλεγμα εργασιακού περιβάλλοντος, συνταξιοδοτικού καθεστώτος και δημογραφικού  κινδύνου. Όπου και να το ακουμπήσεις, είναι τραυματικό: Το εργασιακό δεν ήταν ποτέ επίζηλο, αλλά η διάλυση που υπέστη την περίοδο των τριών Μνημονίων μισθολογικά και θεσμικά ήταν πρωτοφανής. Για να επιτύχει η «εσωτερική υποτίμηση» ξηλώθηκαν ωράρια, δικαιώματα,   μπόνους επιδόσεων και μισθοί.

Μιλάμε φυσικά για τον ιδιωτικό τομέα, όπου οι εργαζόμενοι δεν είχαν ούτε καν πολιτική στήριξη όταν έκλειναν οι επιχειρήσεις και έμεναν στον δρόμο απλήρωτοι. Βεβαίως και στον δημόσιο έγιναν σημαντικές μειώσεις μισθών αλλά με πλήρη ασφάλεια εργασίας, ενώ σε πολλές υπηρεσίες τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά έγιναν ακόμα πιο χαλαρά από ότι ήταν ως άτυπη αντιστάθμιση των περικοπών.

Στο συνταξιοδοτικό επικρατεί απόλυτος τραγέλαφος. Εδώ και χρόνια οι συντάξεις δεν υπολογίζονται τελεσίδικα αλλά και πάλι κανείς δεν διαμαρτύρεται και όλο το πολιτικό ενδιαφέρον εστιάζει στο αν θα χορηγηθούν τα αναδρομικά στους παλιότερους συνταξιούχους. Από μια άποψη βέβαια η καθυστέρηση είναι πολιτικά επωφελής γιατί οι πρόσφατοι συνταξιούχοι θα κεραυνοβοληθούν αν δουν πόσο χαμηλή θα είναι τελικά  η σύνταξη τους όταν  οριστικοποιηθεί.

Πολλά στελέχη με πολύχρονη εργασία και εισφορές θα αντιληφθούν τότε ότι παίρνουν αισθητά χαμηλότερη σύνταξη από πολλούς άλλους που εργάστηκαν λιγότερο, σε κατώτερες θέσεις και απλώς βγήκαν νωρίτερα. Για παράδειγμα, ένας γιατρός του ΕΣΥ που θα βγει φέτος στα 67, θα παίρνει λιγότερα από ένα παλιό υπάλληλο σε ΔΕΚΟ που βγήκε νωρίτερα και τώρα μαζεύει αναδρομικά. Μπορεί μάλιστα ηλικιακά να είναι και νεότερος αν είχε κάνει χρήση χαριστικών διατάξεων. 

Η Ελλάδα έφτασε έτσι να είναι μία χώρα με δύο χρόνιες και επιδεινούμενες παθολογίες: πρώτον με την ασύμμετρη ανασφάλεια της εργασίας στον ιδιωτικό τομέα σε σχέση με τον δημόσιο τομέα και κυρίως τις ΔΕΚΟ και, δεύτερον, με τις μεγάλες ανισότητες της επερχόμενης φουρνιάς συνταξιούχων σε σχέση με τις παλιότερες γενιές, κυρίως πάλι τις εκ των ΔΕΚΟ προερχόμενες.

Ας δούμε τώρα πώς θα κάνει τον σχεδιασμό της ζωής του ένας νέος πτυχιούχος: Εάν μείνει στην χώρα που γεννήθηκε και τον σπούδασε, θα είναι δύσκολο να βρει δουλειά λόγω της μεγάλης ύφεσης και αποεπένδυσης, θα ζει με αυξημένο ρίσκο ανεργίας, θα παίρνει λίγα και θα πληρώνει πολλά για να χρηματοδοτούνται οι παλιότερες γενιές. Αν δεν καταφέρει να διοριστεί στο δημόσιο ή να κάνει την δουλειά των γονιών του με στρωμένη πελατεία, το πιο πιθανό είναι να καταλήξει στην επιλογή «όπου φύγει-φύγει». Πράγμα που βεβαίως θα κάνει το πρόβλημα ακόμα πιο δυσβάστακτο για όσους μείνουν. Έτσι μπαίνει απειλητικά στην εικόνα και το δημογραφικό και ήδη εμφανίζεται στις στατιστικές η κάμψη των γεννήσεων  που σημειώθηκε μέσα στην αβεβαιότητα της δεκαετούς κρίσης και επιτάθηκε ακόμα περισσότερο από τον διετή φόβο της πανδημίας.

Τι άραγε πρέπει να γίνει τώρα; Οι δυνατότητες των σταδιακών παρεμβάσεων και των γραμμικών βελτιώσεων έχουν ήδη σπαταληθεί τις προηγούμενες δεκαετίες όταν υπήρχε ακόμα χρόνος να τεθούν στέρεες και αξιόπιστες βάσεις και στους τρεις αυτούς τομείς. (Οι ευθύνες είναι πολλές και σε πολλούς, αν και όχι πάντα ίδιες σε όλους). Σήμερα όμως υπάρχουν τρεις πολύ διαφορετικές επιλογές: όλες έχουν σημαντικό κόστος και σημαντικό όφελος αλλά τόσο το ένα όσο και το άλλο αφορούν ετεροβαρώς άλλες κατηγορίες και κατανέμονται ασύμμετρα ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον.

Πρώτη και βολική επιλογή να συνεχίσουμε με την ίδια αδράνεια, η οποία θα καμουφλάρεται με φλογερές διακηρύξεις ότι αγωνιζόμαστε αφενός για να επικρατήσουν στον ιδιωτικό τομέα οι συνθήκες ασφάλειας του δημοσίου και αφετέρου να ξανάρθουν οι παλιές συντάξεις και για τους εντεύθεν εξερχόμενους της εργασίας. Βεβαίως όλοι γνωρίζουν και παραδέχονται ότι αυτό ούτε καν θα αναβάλει την στιγμή της κατάρρευσης όπως έστω έκανε μερικές φορές στο παρελθόν.

Απλώς λέγεται είτε γιατί η αντιπολίτευση δεν έχει επεξεργαστεί κάποια άλλη πρόταση αντιμετώπισης, είτε γιατί ακόμα και η επισήμανση του προβλήματος θα της στερήσει δυνητικούς υποστηρικτές από εκείνους που θα θίξουν οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Ενώ τώρα πολλοί είναι έτοιμοι να κινητοποιηθούν εναντίον όσων νομίζουν ότι τους απειλούν με τις αλλαγές, ακόμα και αν τελικά δεν τους αφορούν. Σε πρώτη φάση, αν πετύχει το σχέδιο κινητοποίησης, θα ματαιώσει τις επιχειρούμενες αλλαγές και κάμποσοι θα χαρούν που θα πάρουν την ρεβάνς αλλά το κόστος θα πέσει βαρύ στην νεότερη γενιά. Μάλλον και στα δικά τους παιδιά, αν δεν έχουν προλάβει να τα διορίσουν στις ΔΕΚΟ που κάποτε «δενότανε τ’ ατσάλι».

Δεύτερος δρόμος είναι η πελατειακή και συντεχνιακή κατεύθυνση των αλλαγών. Χωρίς ενιαίους κανόνες και κριτήρια, βλέπουμε συχνά να εκδηλώνεται μια πατινάδα παρεμβάσεων, την μια φορά γιατί μας το είπε ο τάδε σύνδεσμος που μας στηρίζει, την άλλη γιατί το έθεσε προϋπόθεση ο επενδυτής από το Λονδίνο, την παράλλη γιατί το είχαμε πει στους δικούς μας προεκλογικά και δεν μπορούμε όλα να τα παίρνουμε πίσω. Για να μην  νομίσει κανείς ότι τέτοια δεν γίνονται, ας θυμηθεί ότι άφθονες  πελατειακές διατάξεις είχαν περάσει ακόμα και στην διάρκεια των Μνημονίων, ενώ οι πρόωρες συντάξεις που κάπως είχαν περιοριστεί την προηγούμενη δεκαετία επανήλθαν για πολλές κατηγορίες του δημοσίου στα 55 έτη, και μάλιστα το 2020 από την σημερινή κυβέρνηση παρακαλώ.

Το παράδοξο είναι ότι παρά τις φαινομενικά αγεφύρωτες διαφορές, οι δύο αυτές επιλογές είναι μεταξύ τους συμβατές. Ο ένας φωνάζει να μην γίνει τίποτα γιατί όλα θα ακυρωθούν στο μέλλον και ο άλλος καταλήγει να διαθέσει τον πολιτικό χρόνο του στην στήριξη όσων προσδοκά να τον στηρίξουν. Η μέθοδος αυτή προσφέρει κάποια ανάσα από συντεχνιακές πιέσεις στην εκάστοτε παράταξη που κυβερνά, στο τέλος όμως τους παρασέρνει όλους στον δημοσιονομικό και δημογραφικό βυθό.

Υπάρχει ακόμα και μια τρίτη επιλογή: Να θεσπιστούν πλαίσια εργασίας με κανόνες που τους τηρούν όλοι. Στον ιδιωτικό τομέα οι εργοδότες σέβονται και ανταμείβουν τους εργαζόμενους και τους δίνουν ευκαιρίες να δουλέψουν και να βελτιώνονται διαρκώς. Στον δημόσιο τομέα, οι εργαζόμενοι έχουν κατοχυρώσει τα δικαιώματα τους αλλά σέβονται τον πολίτη και τους φόρους του και του παρέχουν σύγχρονες υπηρεσίες χωρίς να τον  ταλαιπωρούν άσκοπα προκειμένου να διαιωνίζουν την συντεχνιακή εξουσία τους.  Στο συνταξιοδοτικό σύστημα ο ιδιωτικός και ο δημόσιος τομέας διέπονται από τους ίδιους κανόνες και κριτήρια με βάση χρόνια, εισφορές και επικινδυνότητα επαγγέλματος.  Φυσικά οι προσαρμογές σε ένα ενιαίο πλαίσιο θα γίνονται βαθμιαία για να διασφαλίζεται ανοχή και συναίνεση.

Μα γίνονται αυτά στην Ελλάδα θα αναρωτηθεί κάποιος; Έγιναν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες μεταπολεμικά κυρίως με πρωτοβουλία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και μέσα σε ένα κλίμα ευρύτερης συναίνεσης. Όμως στην Ελλάδα οι αρμόδιες παρατάξεις ήταν τότε εγκλωβισμένες στην αλληλοσφαγή του Εμφυλίου. Όχι κατά σύμπτωση, την εποχή εκείνη ξεκίνησε η δημογραφική κάμψη με τις δεκάδες χιλιάδες απωλειών και εκπατρισμένων. Τότε περιχαρακώθηκαν τα συνταξιοδοτικά προνόμια σε επιλεγμένους τομείς της εξουσίας και της οικονομίας. Τότε αφέθηκαν χωρίς προστατευτικές δικλείδες οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, γιατί έπρεπε να γίνει η αναπτυξιακή έκρηξη και όποιος προλάβει.

Στην πορεία βέβαια άλλα πράγματα βελτιώθηκαν, άλλα οξύνθηκαν και άλλα αντιστράφηκαν, δεν έχασαν όμως ποτέ την παραταξιακή και συντεχνιακή αναφορά. Σε αυτούς τουλάχιστον τους τομείς, πρέπει να κοιτάξουμε το μεταπολεμικό παρελθόν των άλλων – όχι το δικό μας. Και να σχεδιάσουμε το μέλλον με κριτήρια ισοπολιτείας και αξιοπιστίας για τα οποία προφανώς χρειάζεται διακομματική πολιτική συναίνεση.

Το νέο Επικουρικό Ταμείο που έχει εξαγγελθεί ίσως αποτελέσει μια καλή ευκαιρία σε αυτή την κατεύθυνση. Αρκεί βέβαια να περιβληθεί με δέουσες εγγυήσεις ότι καμμία μελλοντική κυβέρνηση δεν θα το αφαιμάξει για να το μοιράσει σε ευνοούμενους της τότε συγκυρίας. Είναι η πιο βασική προϋπόθεση για να αντέξει και να μην ακυρωθεί ξανά και ξανά, όπως έγινε με το ΝΑΤ, το ΤΕΒΕ και τόσα άλλα.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα