Σχίσμα: 1000 χρόνια μετά, εντείνονται οι προσπάθειες συνεννόησης
Ο Γιάννης Μιχελάκης γράφει για το Σχίσμα, τις συγκρούσεις Ορθοδόξων και Καθολικών και την τρέχουσα κατάσταση στις σχέσεις των δύο εκκλησιών, με τους ηγέτες τους να έρχονται όλο και εγγύτερα.
- 07 Δεκεμβρίου 2021 06:32
Πέρασαν 967 χρόνια από το Σχίσμα και πλέον, παρά τις αντιρρήσεις των φανατικών, Βατικανό και Φανάρι, έχουν έρθει πολύ κοντά. Ανταλλάσσουν επισκέψεις και προσπαθούν να αναδείξουν, με κοινές θέσεις, θέματα, όπως το Περιβάλλον και το Μεταναστευτικό.
Από το 2001, επί μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, που ο Πάπας Παύλος επισκέφτηκε την Αθήνα, ακολούθησαν άλλες δύο επισκέψεις του Πάπα Φραγκίσκου στην Ελλάδα, με την Εκκλησία να τηρεί αποστάσεις ασφαλείας, για τον φόβο των ζηλωτών, που υπάρχουν -δυστυχώς- και στις τάξεις της Ιεράς Συνόδου.
Ωστόσο, αν και έχουν περάσει σχεδόν 1000 χρόνια, οι διαφορές, που προκάλεσαν το Σχίσμα του 1054, μοιάζουν αγεφύρωτες, με την «παπική τιάρα» να προκαλεί ακόμη ισχυρούς πονοκεφάλους στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Λίγο πριν την Άλωση ο Λουκάς Νοταράς, Δούκας και Συμβουλάτουρας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, πέρασε στην ιστορία με τη φράση-σταθμό, στις σχέσεις Ρώμης και Κωνσταντινούπολης: «Κρειτότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή Καλύπτραν Λατινικήν» δηλαδή «κάλλιο σαρίκι τούρκικο παρά τιάρα παπική».
Για την ιστορία, όταν ο Μωάμεθ μπήκε στη Βασιλεύουσα διέταξε την εκτέλεση του Νοταρά και των δύο γιών του…
Η θέση αυτή δεν απηχούσε παρά το σύνολο των ορθοδόξων, οι οποίοι έβλεπαν στο πρόσωπο του Πάπα τον βασικό εχθρό. Ο Πατροκοσμάς ο Αιτωλός τον αποκαλούσε αντίχριστο, ο δε Μάρκος ο Ευγενικός -εκτός των άλλων- και αιρετικό.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, από το 1054, που επισημοποιήθηκε το σχίσμα και μέχρι το 1965, που είχαμε την άρση των αναθεμάτων, οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών πέρασαν από «σαράντα κύματα», μέχρι οι ηγεσίες τους να έρθουν πιο κοντά, ακόμη και με ανταλλαγή επισκέψεων.
Η συνάντηση, που είχαν στο 1964 στα Ιεροσόλυμα, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας με τον Πάπα Παύλο τον ΣΤ’, άνοιξαν τον δρόμο για μια προσέγγιση, όχι τόσο θεολογική, όσο πολιτική.
Όμως, παρά τις προσπάθειες του Φαναρίου, η Αθήνα, αν και συμφωνούσε με την προσέγγιση, «επέτρεψε» την επίσκεψη του Πάπα, έπειτα από 1000 χρόνια, το 2001 επί αρχιεπισκοπίας του μακαριστού Χριστόδουλου.
Οι δύο άνδρες κάθισαν δίπλα-δίπλα στην Πνύκα, όπου ο απόστολος Παύλος κήρυξε τον χριστιανισμό, την ώρα που λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, Παλαιοημερολογίτες, ζηλωτές και παραεκκλησιαστικές οργανώσεις διαμαρτύρονταν για την… «έλευση του εωσφόρου».
Ο Πάπας τότε, είχε τείνει χείρα φιλίας, ζητώντας συγγνώμη για την «άλωση» της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 2016, ο Πάπας Φραγκίσκος επισκέφτηκε τη Μυτιλήνη, επίσης με αντιδράσεις, αναδεικνύοντας το σημαντικό το θέμα των μεταναστών. Το 2016 ήταν μια σημαντική χρονιά, καθώς ο Πάπας και ο Πατριάρχης Μόσχας συναντήθηκαν στην Κούβα και είχαν μια πρώτη επικοινωνία.
Την ίδια χρονιά στην Κρήτη έγινε η Πανορθόδοξη Σύνοδος της Κρήτης, την οποία πολέμησε με πάθος η Ρωσική Εκκλησία με το επιχείρημα ότι ήταν προάγγελος της συνεργασίας Ορθοδόξων και Καθολικών.
Πέντε χρόνια αργότερα ο Πάπας Φραγκίσκος επισκέπτεται Μυτιλήνη και Αθήνα, όχι καλεσμένος της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά της Προέδρου της Δημοκρατίας, ως αρχηγός κράτους και όχι ως θρησκευτικός ηγέτης.
Τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, μεταξύ των οποίων οι μητροπολίτες Πειραιώς Σεραφείμ, Κονίτσης Ανδρέας και Κυθήρων Σεραφείμ, με επιστολή τους στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, ζητούσαν να μην έχει καμία σχέση η Εκκλησία με την επίσκεψη του Πάπα και τις εκδηλώσεις υποδοχής του.
Ο κ. Ιερώνυμος έσπευσε να διευκρινίσει, οτι όλα θα έχουν τυπικό χαρακτήρα προκειμένου να καθησυχάσει τους φανατικούς και τους ζηλωτές.
Περισσότερο ως πολιτικός, ο Πάπας, 967 χρόνια μετά το Σχίσμα του 1054, έχει επιδιώξει Ορθόδοξοι και Καθολικοί να έρθουν ακόμη πιο κοντά, τουλάχιστον σε θέματα όπως το περιβάλλον και το μεταναστευτικό.
Φρασκίσκος και Βαρθολομαίος έχουν συναντηθεί πολλές φορές συνεχίζοντας το έργο των προκατόχων τους και κυρίως αυτό των μακαριστών Οικουμενικών Πατριαρχών Αθηναγόρα και Δημήτριου και του Πάπα Παύλου.
Πλέον, οι διαφορές -αν εξαιρέσουμε την ποιο Πατριαρχείο, αυτό της Ρώμης ή της Κωνσταντινούπολης, έχει την πρωτοκαθεδρία στον χριστιανικό κόσμο- παραμένουν θεολογικές (με αιχμή το filioque), αλλά δεν είναι ικανές να υψώσουν τείχη ανάμεσα σε Φανάρι και Βατικανό.
Το filioque είναι η μεγάλη θεολογική διαφορά και αφορά το αν το Άγιο Πνεύμα δημιουργείται, παράγεται, αλλά και εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό.
Ωστόσο, δυναμικές Εκκλησίες, όπως αυτή της Ρωσίας και της Σερβίας, είναι σφόδρα αρνητικοί σε μια επίσκεψη του Πάπα, καθώς έχουν στις τάξεις κληρικούς και λαϊκούς, που είναι φανατικά αντίθετοι με τον καθολικισμό.
Γενικώς, ο Πάπας δεν έχει ερείσματα στους Σλάβους, οι οποίοι ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι την προσέγγιση Φαναρίου και Βατικανού. Η ρωσική Εκκλησία σε κάθε ευκαιρία καταριέται των «οικουμενισμό» (δηλαδή την παγκόσμια κίνηση χριστιανικών εκκλησιών και ομολογιών, που στοχεύουν στην αποκατάσταση της ενότητας των Χριστιανών σε ευχαριστιακή κοινωνία) ως αιτία αλλοίωσης των βασικών αρχών της ορθοδοξίας.
Το δε Κρεμλίνο, δεν «συγχωρεί» την ενεργή ανάμειξη του Βατικανού στην πτώση και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Μοιραία, υπάρχει αντίδραση και γιατί Βαρθολομαίος και Φραγκίσκος έχουν μια «σχέση» αγάπης η οποία εμμέσως αναδεικνύει τον Οικουμενικό Πατριάρχη σε «ισοδύναμο» εκκλησιαστικό ηγέτη, χωρίς αναφορές στη Ρωσική Εκκλησία ή τα άλλα Πατριαρχεία. Τέλος, το Πατριαρχείο Μόσχας αντιμετωπίζει τον Πάπα Φραγκίσκο -όπως και τον Βαρθολομαίο- ως προσωπικότητες ελεγχόμενες και εν πολλοίς υποκινούμενες, ως ένα βαθμό, από τη Δύση.
Βέβαια, όλα τα παραπάνω, για πολλούς χριστιανούς, από όλα τα δόγματα, ακούγονται ως διαφορές, που δεν έχουν καμμία σχέση με την πνευματικότητα και τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού.