Τα καντήλια της Οργής
Η Έλενα Ακρίτα γράφει για τον θυμό που επικρατεί παντού γύρω μας, με τους ανθρώπους τσακισμένους από τα χαστούκια της ζωής, να έχουν ξεχάσει το πώς είναι να είσαι ευγενικός.
- 05 Μαρτίου 2022 07:19
«Ηταν οι καλύτεροι καιροί, ήταν οι χειρότεροι καιροί, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της ανοησίας, ήταν η περίοδος της πίστης, ήταν η περίοδος της δυσπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Ζόφου, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απόγνωσης, είχαμε μπροστά μας τα πάντα, είχαμε μπροστά μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι ίσια στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι ίσια στο αντίθετό του».
Κάρολος Ντίκενς ‘Ιστορία Δύο Πόλεων’.
Τι έγινε παιδιά έχουμε τρελαθεί τελείως; Τι είναι αυτό το πράγμα, τι είναι αυτό το σίχαμα, αυτός ο εμετός τί διάολο μας ποτίζουν, τι μας ταίζουν, ποιοι μας ψεκάζουν; Σαλτάραμε, δεν πάμε καλά, κανείς μας όμως κανείς, μια τρέλα επικρατεί ολούθε στα πευκάκια κι εκείθε κατά τη ρεματιά, η τρέλα η κανονική, η μασίφ η βαρελίσια.
Όπου κι αν πας όπου κι αν σταθείς, γυρισμένα μάτια βλέπεις παντού, ένα μάτι όρθιο, ένα λέμε ένα, δεν το αξιώνεσαι. Κόψε την πίτα μωρό μου, της χρονιάς, του Χριστού, του γιατρού.
Και του τρελού.
Του επικίνδυνου τρελού, του επιθετικού, του θυμωμένου.
Έτοιμοι είμαστε όλοι, έτοιμοι πανέτοιμοι με λυμένο το ζωνάρι, να ξεσκίσουμε ο ένας τον άλλον ούτε συγγνώμες πια, ούτε αχ σόρι σας πάτησα, ούτε τίποτα.
Πάνε αυτά, πάνε και πίσω δε γυρνάνε. Αχ ωραία χρόνια, αλησμόνητα τότε που τονε πατούσες τον άλλονε στον κάλονε και του έλεγες πω πω χίλια συγγνώμη κι αυτός σου απαντούσε βογκώντας απ’ τον πόνο μα τί λέτε δεσποινίς ούτε που μου τον ακουμπήσατε.
Υπήρχε μια ευγένεια να το πω, ένα σαβουάρ βιβρ να το πω, κάτι πιο φλώρικο να το πω, πάντως υπήρχε. Τώρα βγαίνεις έξω και σου ‘ρχονται τα θυμωμένα βλέμματα σαν ριπές πολυβόλου.
Για το τίποτα δε. Για το απολύτως τίποτα.
Όλοι αρπάζονται με όλους. Στο φανάρι κοίταξες τον οδηγό φευγαλέα; Έτσι ρε παιδί μου απλά, χαλαρά γύρισες το κεφάλι και τον χαζοκοίταξες. Έξαλλος γίνεται τούρκος, μπαρούτι. Σου λέει γιατί με κοιτάς; Έκανα κάτι, πέρασα με κόκκινο, παραβίασα το στοπ, σου σκότωσα τη μάνα, σου έκλεψα το βιος – ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΜΟΥ;
Στο σούπερ μάρκετ ακροπατώντας πας στις μύτες των πουέντ η Μπάρμπι μπαλαρίνα. Όλοι έχουν νεύρα, εργαζόμενοι και πελάτες έξαλλοι, απ’ τη μύτη να τους πιάσεις θα σκάσουν. Τοίχο τοίχο και γωνιά προχωράς με τη λίστα στο χέρι.
Κι εκεί που κοιτάς τις μπίρες έρχεται η άλλη η Ούνα η γουρούνα, σου τραβάει μια σπρωξιά για να αρπάξει τη Φιξ τη μαύρη. Άνευ λόγου τώρα αυτό, χραπ την τσάκωσε, δεν περιμένει δευτερόλεπτο λες και οι Φιξ θα αυτονομηθούν και θα φύγουν μόνες τους από τα ράφια.
Πας στα λαχανικά και σου ‘ρχονται καρότσια κατά πάνω σου. Σαν να σε έχουν βάλει στο σημάδι, σαν να λένε εγώ αυτήν την παντελώς άγνωστή μου θα την εξοντώσω. Δεν θα μου πάρει αυτή το μπρόκολο το σωστό το πρόστυχο, εγώ θα το πάρω, πίσω ορε γκιαούρηδες.
Εγώ πάντως την αμαρτία μου θα την πω, βάζω μπροστά τον άντρα που είναι ψηλός και γενικώς ο νιος είναι λεβέντης και κρύβομαι από πίσω του μη με πάρουν τα σκάγια.
Θα μου πεις είναι για τη Φιξ;
Δε με σπρώχνει για τη Φιξ το ξέρω.
Με σπρώχνει γιατί πονάει το πόδι της κι ο ορθοπεδικός της έκλεισε ραντεβού αρχές του 2023.
Με σπρώχνει γιατί το παιδί της μπήκε στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, αλλά δεν έχει λεφτά να του νοικιάσει σπίτι.
Με σπρώχνει γιατί η ΔΕΗ της ήρθε 10 χιλιάρικα.
Με σπρώχνει γιατί το αφεντικό της πιάνει τον κ@λο κι αυτή σωπαίνει μην τη διώξουνε.
Με σπρώχνει γιατί πάει για διαζύγιο.
Κι ούτε αυτή φταίει ούτε ο άντρας της.
Η ζωή φταίει.
Η ζωή φταίει, το χαμαλίκι φταίει, οι άδειες τσέπες φταίνε, η ανεργία φταίει, τα 20 ένσημα που λείπουν για τη σύνταξη, το παιδί το άρρωστο, το νοίκι το απλήρωτο, τα νεύρα τα σπασμένα, τα κουρέλια της ψυχής.
Γι’ αυτό με σπρώχνει. Γιατί είναι στριμωγμένη σε μια γωνιά και τρώει σφαλιάρες από παντού. Γιατί της τάζουν λαγούς με πετραχήλια, ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία, αξιοπρέπεια, ποιότητα ζωής, τάζουν, τάζουν, τάζουν οι αλήτες κι ύστερα την κοροϊδεύουν μες τα μούτρα της.
Τι έγινε παιδιά, έχουμε τρελαθεί τελείως; Δεν έχουμε άλλες αντοχές; Κι εμείς οι πιο μεγάλοι έχουμε ακόμα λιγότερες. Αλλιώς μα τα ‘πανε. Αλλιώς μας μάθανε: Με τα χρόνια, ο άνθρωπος γλυκαίνει. Μαλακώνει. Φιλοσοφεί.
Σε μάς συμβαίνει το αντίθετο. Αλλάζουμε. Θυμώνουμε, στριτζώνουμε, οργιζόμαστε, συγχυζόμαστε, ταραζόμαστε, σπαρασσόμαστε, αγριεύουμε και θεριεύουμε.
Που διάολο πήγαν όλες αυτές οι αρετές που μας έταξαν πως έρχονται με την ηλικία;
Τι μας συμβαίνει; Δε μας ξέρουμε, δε μας αναγνωρίζουμε.
Ξέρουμε μονάχα πώς όταν τα σταφύλια της οργής βαραίνουν τα τσαμπιά του αμπελιού, το μόνο μας όπλο είναι τα καντήλια της οργής. Αυτής της οργής που ξεκινάει για μια μπίρα κι ένα μπρόκολο και βγαίνει στους δρόμους και κατακλύζει το σύμπαν και φωτίζει τις πλατείες με το τραγούδι της.
Κι όταν τα καντήλια της οργής δεν τα ξεσπάμε ο ένας τον άλλον, αλλά βρίσκουν τον αποδέκτη τους…
Τότε… μόνο τότε το αύριο αυτής της γης γίνεται λίγο καλύτερο.