Τα Όσκαρ αναγκάστηκαν να βραβεύσουν τον Κομμουνισμό
Κομμουνιστικό μανιφέστο, αντικαπιταλισμός, πολιτικοποίηση στην "καρδιά" του Χόλιγουντ. Τι συνέβη και από τα blockbuster περάσαμε στις ταινίες που αφυπνίζουν την ταξική συνείδηση;
- 11 Φεβρουαρίου 2020 11:58
Παράσιτα, Okja, Snowpiercer. Για τον Bong Joon-ho το θέμα του καπιταλισμού και της ταξικής πάλης είναι οικείο.
Στο εξαιρετικό Okja αγγίζει τα δικαιώματα των ζώων, στο Snowpiercer μας παρουσιάζει την καπιταλιστική δυστοπία του, στα Παράσιτα αναδεικνύει το χάσμα ανάμεσα στις τάξεις που διευρύνεται.
Ο ίδιος άλλωστε έχει δηλώσει ανοιχτά και πολλάκις, ότι έχει ταξική συνείδηση. “Νομίζω πως οι δημιουργοί, οι καλλιτέχνες, όλοι μας, θα έπρεπε να έχουμε τα ταξικά ζητήματα κατά νου. Προσωπικά, δεν θα μπορούσα να μην έχω ταξική συνείδηση. Όταν βλέπουμε αγνώστους στο μετρό, στο δρόμο, εντελώς αγνώστους, αναρωτιόμαστε, πόσο πλούσιοι μπορεί να είναι; Στα αεροδρόμια συναντάμε ανθρώπους και σκεφτόμαστε, ταξιδεύουν άραγε στην economy class ή στη business class; Τα σκεφτόμαστε αυτά ακριβώς επειδή ζούμε στην εποχή του καπιταλισμού. Όλοι έχουμε μια αόρατη “κεραία” προς τις τάξεις” έλεγε ο βραβευμένος με τέσσερα Όσκαρ σκηνοθέτης, στο GQ, τον περασμένο Οκτώβρη.
Τα τέρατα και τα μυστηριώδη πλάσματα των περασμένων ταινιών του Joon-ho, ήταν ένας συμβολισμός, ή αλλιώς, ήταν τα λιθαράκια που μας οδήγησαν στο χτίσιμο των Παράσιτων. Η πραγματική ζωή έχει τα δικά της τέρατα, και ομολογουμένως είναι και τα πιο τρομακτικά, αφού από αυτά εμπνέονται και εκείνα της μυθοπλασίας.
“Η Κορέα έχει έρθει στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος λόγω της K-pop, των τεχνολογικών εξελίξεων και του γρήγορου ίντερνετ. Όμως η απόσταση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς βαθαίνει. Οι νέοι αισθάνονται όλο και μεγαλύτερη απόγνωση. Αυξάνονται αυτοί που ζουν στα τυφλά σημεία της κοινωνίας. Πολλοί λένε ότι η ιστορία αυτή (τα Παράσιτα δηλαδή) είναι οικουμενική γιατί δείχνει αυτό ακριβώς το χάσμα που υπάρχει παντού” έλεγε ο σκηνοθέτης στον Guardian, ένα μήνα πριν την καθολική αναγνώρισή του από την Ακαδημία.
Το αντικαπιταλιστικό φιλμ του Bong Joon-ho, δεν ήταν όμως η μόνη “πολιτική” ταινία που βραβεύτηκε το βράδυ της Κυριακής. Το American Factory του Netflix, σε παραγωγή Ομπάμα, έλαβε το αγαλματίδιο για το καλύτερο ντοκιμαντέρ της χρονιάς.
Το φιλμ των Στίβεν Μπόγκναρ και Τζούλια Ράιχαρτ είναι μια διεισδυτική αποτύπωση της καθημερινότητας ενός εργοστασίου του Οχάιο που εξαγοράστηκε από Κινέζους. Πρόκειται για το εργοστάσιο της GM που έκλεισε το 2008 και επαναλειτούργησε σε ένα εντελώς νέο πλαίσιο. Η επιχείρηση άνοιξε ξανά υπό τη διεύθυνση της κινεζικής εταιρίας Fuyao η οποία εφαρμόζει με τον πλέον σκληρό τρόπο τις δικές της συνθήκες, φτιάχνοντας μία ακόμη εργασιακή “γαλέρα” χωρίς δικαιώματα συνδικαλισμού και με καταπάτηση όλων των πάλαι ποτέ κεκτημένων. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ακόμη γνώριμο σκηνικό, σε παγκόσμιο εύρος.
Το ζευγάρι των δημιουργών εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία στη σκηνή των Όσκαρ, για να στείλουν το δικό τους πολιτικό μήνυμα. “Πιστεύουμε ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα όταν οι εργάτες όλου του κόσμου ενωθούν” είπε η Julia Reichert κλείνοντας τον σύντομο χαιρετισμό της μετά τη βράβευση του ντοκιμαντέρ.
Φυσικά, τα λόγια της είναι μια παράφραση του “Εργάτες όλων των χωρών ενωθείτε” με το οποίο κλείνει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο των Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς.
Μιλάμε για την πρώτη φορά που το Κομμουνιστικό Μανιφέστο μνημονεύεται στα Όσκαρ με τόσο ξεκάθαρο τρόπο. Το 1983 άλλωστε, η Ράιχαρτ που δίνει τη δική της μάχη με τον καρκίνο, ήταν υποψήφια για Όσκαρ με το Seeing Red, ένα ντοκιμαντέρ για το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ.
Τι άλλαξε όμως φέτος και βραβεύτηκαν ταινίες που άλλες χρονιές θα “ενοχλούσαν”; Τα Παράσιτα πήραν τα τέσσερα “βαριά” βραβεία, πολύ απλά γιατί οι άλλες ταινίες στο σύνολό τους, ήταν αρκούντως πιο μέτριες μπροστά τους. Για την ακρίβεια, τα Παράσιτα είναι μια τόσο καλή ταινία μέσα στην αλληγορική απλότητά της, που η Ακαδημία θα εκτίθετο ανεπανόρθωτα αν δεν τους απένειμε τα αγαλματίδια για καλύτερη ταινία, καλύτερο σενάριο, καλύτερη σκηνοθεσία και καλύτερης διεθνούς ταινίας της χρονιάς.
Ήταν μια σχεδόν αναμενόμενη “έκπληξη” όλο αυτό, που έγινε για να φτάσουμε σε μια από τις πιο δίκαιες βραδιές που έχουμε δει σε απονομές Όσκαρ, με παγκόσμιο standing ovasion. Μετά από το – επίσης – δίκαιο κράξιμο που έχουν φάει για τα “λευκά Όσκαρ” και το ελλειματικό diversity, οι επικεφαλής του Χόλιγουντ έκαναν κάτι σωστό. Βράβευσαν ένα έργο που έχτισε τη φήμη του, αίθουσα την αίθουσα, φεστιβάλ το φεστιβάλ. Οι κριτές στην πραγματικότητα, άκουσαν τη “λαϊκή εντολή”, το κοινό που “κόχλαζε” και ζητούσε να δικαιωθούν οι προσδοκίες του μέσα από τη βράβευση μιας δημιουργίας με την οποία βρήκε τρόπο να ταυτιστεί. Ακριβώς επειδή είναι μια δημιουργία πέρα για πέρα αληθινή, βγαλμένη μέσα από την κοινωνική αδικία.
Από την άλλη, η βράβευση του American Factory ήταν ένα μήνυμα των κινηματογραφιστών κατά του Τραμπ και της συντηρητικοποίησης, ενόψει αμερικανικών εκλογών. Το ίδιο έκανε και ο Μπραντ Πιτ, δηλώνοντας από σκηνής πως τα 45 δευτερόλεπτα του λόγου του ήταν περισσότερα απ’ όσα δόθηκαν στον Τζον Μπόλτον για να καταθέσει εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ.
Το Χόλιγουντ αναγκάστηκε να υποκλιθεί σε “αριστερού” τύπου αφηγήσεις, γιατί χρειαζόταν να συνταχθεί πίσω από αυτή την κατεύθυνση. Θα έλεγε κανείς πως τρόπο τινά, αναγκάστηκε να βραβεύσει τον Κομμουνισμό, αφού στις ΗΠΑ όλες οι “προοδευτικές-ουμανιστικές διατυπώσεις” σαν εκείνες του Μπέρνι Σάντερς, φαντάζουν “κομμουνιστικές”.
Ας μην έχουμε όμως αυταπάτες. Όλα τα παραπάνω είναι συγκυριακά. Το σύστημα δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά αντιθέτως, είναι διατεθειμένο να αφομοιώσει στοιχεία των αντιπάλων του, για να επιβιώσει.
Κάπως έτσι φτάνουμε να μιλάμε για franchise Παράσιτων με αμερικανικά blockbuster, σειρές και συνέχειες που ενδεχομένως, θα είναι μακριά από την αισθητική της πρώτης ταινίας.
Μπορεί να είναι το τίμημα του american dream αυτό, μπορεί και όχι. Θα είναι τεράστια μαγκιά του Bong Joon Ho αν μεταφέρει την ιστορία του σε σειρά της HBO, στα κορεάτικα και με δικούς του όρους. Στην τελική δεν έχει αυτός ανάγκη το american dream, εκείνο τον έχει ανάγκη αν θέλει να γίνει πιο “φιλικό” προς τον μέσο θεατή της μετα-παγκοσμιοποίησης.
Έναν θεατή που αφενός έχει μάθει να καταναλώνει μανιωδώς την ποπ κουλτούρα, από την άλλη όμως διψάει για αφηγήσεις που συμβολίζουν τη δική του καθημερινή αγωνία. Όχι απαραιτήτως για να προβληματιστεί περαιτέρω, αλλά για να εξαγνιστεί μέσα από αυτή.