Τα πέτρινα χρόνια των εξόριστων γυναικών

Διαβάζεται σε 7'
Μακρόνησος
Μακρόνησος AP Photo

Οι γυναίκες που εξορίστηκαν μαζί με τα παιδιά τους στα στρατόπεδα της Χίου, του Πηλίου και της Μακρονήσου.

“Όταν γύρισε (ο άντρας μου από την εξορία),
μου έκλεισε τα μάτια και μου ’πε
“πες πως δεν πέρασαν αυτά τα χρόνια!”

Μαρτυρία της Μαρίας Αρβανιτίδου, Τρικεριώτισσα και Μακρονησιώτισσα

Από το 1947 έως και το 1953, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου αλλά και μετεμφυλιακά, στη χώρα μας λειτούργησαν στρατόπεδα εξόριστων γυναικών. Οι γυναίκες αυτές, είτε ήταν κατάδικες, είτε υπόδικες, είτε εκτοπισμένες, υπέφεραν διπλά και τριπλά από ό,τι οι άντρες. Αρκετές από αυτές είχαν και τα παιδιά τους μαζί, άλλες γέννησαν στην εξορία, και αντιμετώπιζαν εκτός από τα βασανιστήρια, βιασμούς και απόπειρες βιασμών, εξευτελισμούς.

Η ανθρώπινη ζωή ήταν φθηνή εκείνα τα χρόνια. Επικρατούσε μία ομίχλη τρόμου, χωρίς ηθικούς φραγμούς, με τρομοκρατία, ξερονήσια, απομόνωση, φυλακές και εκτελέσεις για μία δήλωση αποκήρυξης.

Στη Χίο

Στη Χίο οι πρώτες 17 γυναίκες, εξόριστες, έφτασαν τον Μάρτιο του 1948, μετά από λίγες ημέρες ήρθαν άλλες 94 γυναίκες και 17 παιδιά, και λίγες ημέρες μετά 58 γυναίκες και 3 παιδιά, και ξανά και ξανά, μάνες με τις κόρες και τις νύφες, ηλικιωμένες, νεαρές αγρότισσες, επιστημόνισσες, μωρομάνες. Συνολικά στη Χίο βασανίστηκαν 1.350 γυναίκες.

Οι στρατώνες διοικούνταν από τους χωροφύλακες οι οποίοι επέβαλαν τον υποσιτισμό, την έλλειψη νερού, την πλήρη και υποχρεωτική συσκότιση μετά τις 9 το βράδυ χωρίς καμία εξαίρεση, ακόμη και αν ένα παιδί αρρώσταινε. Για βραδινό συχνά είχαν ρέγκα ή παστές σαρδέλες και ελάχιστο ή καθόλου νερό ενώ το φαγητό τους, σχεδόν πάντα, ήταν μέσα στα μυρμήγκια.

Στρυμωγμένες, η κάθε μία στο ράντζο της ενώ όλοι οι χώροι των κτιρίων ήταν ασφυκτικά γεμάτοι. Τότε στήθηκαν έξω από τα κτίρια κωνικές σκηνές που οι κρατούμενες που έμεναν σε αυτές έλιωναν από τη ζέστη, σαν να έμπαιναν σε αναμμένο φούρνο. Τις υποχρέωναν να παραμένουν στις σκηνές με ζέστη το μεσημέρι και κρύο τη νύχτα. Τα παιδιά μαράζωναν, έγιναν χλωμά, δεν έδιναν ούτε γάλα για τα παιδιά που ήταν πάντα φοβισμένα.

Τρίκερι, νησί στην άκρη του Πηλίου

Σταδιακά οι κρατούμενες από τη Χίο μεταφέρθηκαν στο Τρίκερι, η διαφορά με τη Χίο ήταν πως το Τρίκερι ήταν ακατοίκητο, εκτός από μερικές παράγκες με ψαράδες.
Σε αυτό το μικρό νησάκι, από το καλοκαίρι του 1947 είχε δημιουργηθεί στρατόπεδο εξόριστων αντρών.

Οι «προληπτικές»

Την ίδια εποχή άρχισαν να μαζεύουν τις “προληπτικές”, τις γυναίκες αυτές που είχαν συγγενή αντάρτη στο ΔΣΕ και τις εξόριζαν προληπτικά, γι’ αυτό αυτή η ομάδα ονομάστηκε “προληπτικές”, αποτελούνταν από νέες κοπελίτσες έως και γυναίκες 80 ετών. Αρκεί να υπήρχε η υποψία ότι μπορεί να στήριζαν κάποιον συγγενή τους και ήταν αρκετή αιτία για να τις συλλάβουν.

Τον Σεπτέμβριο του 1949, στο Τρίκερι, οι γυναίκες, «προληπτικές» και μη, ανέρχονταν στις 5.000. Στοιβάχτηκαν στα υγρά κελιά του Μοναστηριού του νησιού και σε σκηνές χωρίς στρώματα. Τις «προληπτικές» τις έβαλαν στο Μοναστήρι ενώ τις υπόλοιπες, που αποδεδειγμένα είχαν δράση, τις άφησαν σε σκηνές στην ύπαιθρο.

Επέβαλαν στρατιωτική πειθαρχία. Δύο φορές την ημέρα προσκλητήριο και στις 8 έσβηναν τα φώτα, ενώ άσκησαν επάνω τους απερίγραπτη σκληρότητα, με αγγαρείες, φτωχό και λίγο φαγητό, συνήθως όσπρια, ενώ μεγάλο μαρτύριο ήταν το πόσιμο νερό. Στο Τρίκερι ζούσαν εκατοντάδες παιδιά εξόριστων γυναικών τα οποία δεν λάμβαναν από πουθενά βοήθεια, ούτε από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Το κράτος εκδικητικά εξαθλίωνε τα παιδιά τους ως αντίποινα για το “παιδομάζωμα”.

Ανάμεσά τους υπήρχαν 235 παιδιά τα οποία υπέφεραν μαζί με τη μάνα τους η οποία δικαιούνταν 50 με 80 δράμια ψωμί την ημέρα (περίπου 160 με 200 γραμμάρια) όχι όμως και τα παιδιά τους. Έτσι έκοβε η μάνα και έδινε πρώτα στο παιδί της. Όλοι υποσιτίζονταν, τα παιδιά ήταν όπως τα κατοχικά παιδιά, καχεκτικά.

Η ελονοσία θέριζε γυναίκες και παιδιά. Εμφανίστηκε τύφος από το λασπωμένο νερό και τα βρώμικα λαχανικά, σταφυλοκοκκίαση, φυματίωση, αμηνόρροια, ψώρα, μελαγχολία και φοβίες.

Τριγύρω τους υπήρχαν ποντίκια και σμήνη από μύγες, από τις ακάλυπτες ακαθαρσίες στα χωράφια, αφού δεν υπήρχαν αποχωρητήρια. Έκαναν μάταιες προσπάθειες να καλύψουν τις ακαθαρσίες. Με φτυάρια και ξύλα τις σκέπαζαν με χώμα. Παρ΄ όλα αυτά όμως τα πουλιά τις ξέθαβαν πάλι, ακαθαρσίες και ματωμένα πανιά σε κοινή θέα από τα κοράκια και τις κάργιες.

Κοντά στα αντίσκηνα ήταν και ένα μικρό νεκροταφείο, παραμελημένο, με παλιούς ξύλινους σταυρούς, εκεί ήταν θαμμένοι όσοι κρατούμενοι δεν τα κατάφεραν, στους μικρούς λάκκους ήταν θαμμένα τα παιδάκια που ούτε αυτά τα κατάφεραν. Εκεί είχε θαφτεί και ένα νεογέννητο που επίσης δεν τα κατάφερε.

Καθαρό νερό υπήρχε μόνο στο ένα από τα πηγάδια που είχε η περιοχή και τα είχαν ανοίξει οι άντρες κρατούμενοι. Όσο όμως πλήθαιναν οι κρατούμενες τόσο και το πηγάδι δεν επαρκούσε, εύρισκαν ελάχιστο νερό.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό προσπάθησαν να μάθουν γράμματα στα παιδιά τους. Όσο οι μανάδες τους ήταν στις αγγαρείες τα μάζευαν σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Τα παιδιά, όμως, είχαν γίνει αγρίμια, ατίθασα. Μεγάλες προσπάθειες από τις δασκάλες να τα καταφέρουν να συγκεντρωθούν. Αυτό το άτυπο σχολείο όμως, δεν κράτησε πολύ. Η δασκάλα Νίτσα Δ. τιμωρήθηκε για τη δράση της και την έστειλαν μαζί με την Ρόζα Ιμβριώτη στο πιο σκληρό στρατόπεδο που υπήρχε, στην Λάρισα.

Από τις 15 Νοεμβρίου 1949 τη διοίκηση του Τρίκερι ανέλαβε ο στρατός και η χωροφυλακή αποχώρησε. Ο Οργανισμός Αναμόρφωσης Μακρονήσου ανέλαβε να τις αναμορφώσει. Πιο σκληρές και απάνθρωπες συμπεριφορές, σαδιστικές, μέχρι να τις κάνουν να σπάσουν. Τις ανάγκαζαν να κοιμούνται στην βρεγμένη γη, μάταια προσπαθούσαν να φτιάξουν ένα υποτυπώδες στρώμα με κλαδιά.

Δύο με τρεις φορές την ημέρα ανέβαιναν στο Μοναστήρι για το προσκλητήριο, τις ασκούσαν βία, τις μετέφεραν άσκοπα από το ένα άκρο του νησιού στο άλλο για να μεταφέρουν συρματοπλέγματα και άλλα υλικά.
Η ασιτία ήταν ένα από τα μέτρα που τους επέβαλαν για να σπάσουν, οι ελιές των δέντρων, όμως, τις έσωσαν γιατί ήταν το μοναδικό που μπορούσαν να φάνε αν εξαιρέσει κανείς τα ελάχιστο ψωμί την ημέρα και το φαγητό που ήταν συνήθως κάτι νερόβραστο.

Στο δρόμο για την Μακρόνησο

Αρχές του 1950 μεταφέρθηκαν στη Μακρόνησο 1.200 γυναίκες, όσες δεν είχαν «συμμορφωθεί» και δεν είχαν υπογράψει δήλωση. Μεταφέρθηκαν με ένα οχηματαγωγό, τις έκλεισαν στο αμπάρι και με τη θαλασσοταραχή τα παιδιά έκλαιγαν, οι φυματικές είχαν αιματοπτύσεις, εμετοί, ναυτία και για φαγητό τούς έδωσαν μισή ρέγκα και λίγο νερό.

Στο κολαστήριο της Μακρονήσου, στοίβαξαν 40 γυναίκες ανά σκηνή και καθημερινά οι αλφαμήτες έμπαιναν στη σκηνή με το γκλοπ, όποια ώρα και να ήταν, ακόμη και τη νύχτα που κοιμούνταν, και τις χτυπούσαν αλύπητα, νέες και ηλικιωμένες, άλλες γυναίκες έχασαν την ακοή τους από το ξύλο, άλλες είχαν κατάγματα, σοβαρά χτυπήματα στο κεφάλι, άλλες έμειναν ανάπηρες. Υπέγραψαν περίπου οι μισές γυναίκες.
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, λόγω των εκλογών του 1950, ελευθέρωσαν κάποιες ηλικιωμένες και τις βαριά τραυματισμένες, τις υπόλοιπες τις μετέφεραν ξανά στο Τρίκερι.

Ξανά πίσω στο Τρίκερι

Οι κρατούμενες όταν έφθασαν στο Τρίκερι κάθισαν κάτω από τις ελιές για 40 ημέρες με βροχή και ήλιο, αρνούμενες να ξαναπάνε στις σκηνές. Απαιτούσαν να μεταφερθούν, προσπάθησαν να πείσουν τους δεσμώτες τους να τις αφήσουν, να πάνε να στεγαστούν στο Μοναστήρι. Τα κατάφεραν. Εκεί οργάνωσαν τη ζωή τους οι 600 γυναίκες που είχαν απομείνει. Έμαθαν θέατρο, οι αναλφάβητες έκαναν μαθήματα, είχαν εργαστήρια για κοπτική, ραπτική, για να φτιάχνουν τα παπούτσια τους, οι μορφωμένες τούς μάθαιναν ξένες γλώσσες, έκαναν διαλέξεις, γυμναστική. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να κρατήσουν ζωντανό το σώμα και το πνεύμα τους για να αντέξουν.

Λόγω της διεθνούς κατακραυγής έκλεισε η Μακρόνησος και άρχισε η σταδιακή απόλυση των γυναικών του Τρίκερι μέχρι που τον Απρίλιο του 1953 είχαν μείνει μόνο 19 γυναίκες. Τον Σεπτέμβριο του 1953 μαζί με νέες κρατούμενες μεταφέρθηκαν στον Άη Στράτη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • Μαρία Αρβανιτίδου: Στο Τρίκερι, στην εξορία, μας κρατούσε ζωντανές η γυναικεία αλληλεγγύη, εφ. Η Αυγή, 30/8/2019
  • Στρατόπεδα γυναικών. Χίος, Τρίκερι, Μακρόνησος, Άι Στράτης, 1948-1954, Σύλλογος Πολιτικών Εξορίστων Γυναικών, εκδόσεις Αλφειός, Αθήνα 2006

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα