Τι δεν μας είπε η Μενδώνη για τη μουσική στη Γαλλία
Διαβάζεται σε 6'Γιατί ο προωθούμενος νόμος περί “ποσόστωσης” της ελληνικής μουσικής είναι μια αστειότητα. Τα αντιπαραδείγματα από το εξωτερικό στην πραγματική τους διάσταση.
- 06 Μαρτίου 2024 06:24
Την ποσόστωση ελληνόφωνου τραγουδιού ή ελληνικής ορχηστρικής μουσικής στην τάξη του 45% σε κοινόχρηστους χώρους αποπειράται τις τελευταίες ώρες να “αιτιολογήσει” η αρμόδια υπουργός, Λίνα Μενδώνη.
Το όλο μέτρο αποτελεί ωστόσο μέτρο λαϊκιστικού χαρακτήρα, μιας και αφορά κατά βάση χώρους αναμονής και ανελκυστήρες ξενοδοχειακών καταλυμάτων, προσπαθώντας δήθεν να περάσει – με μια κάποια εξωστρέφεια – την “ελληνική παραγωγή” προς τους τουρίστες που επισκέπτονται τη χώρα. “Δεν παρεμβαίνει κανείς ούτε στα καφέ, ούτε στους χώρους εστίασης, ούτε, σε καμία περίπτωση, στα δωμάτια. Είναι πάρα πάρα πολύ ζυγισμένο το πού παρεμβαίνουμε” δήλωνε η κ. Μενδώνη μιλώντας στον ΣΚΑΙ 100,3. Αναφορικά με τους ραδιοφωνικούς σταθμούς είπε ότι εάν ένας ραδιοφωνικός σταθμός επιθυμεί να προχωρήσει σε ποσόστωση της μουσικής που παίζει, τότε θα έχει ως κίνητρο, περισσότερο διαφημιστικό χρόνο για να αυξήσει τα έσοδά του. Στο δε κομμάτι που αφορά τις κινηματογραφικές παράγωγες η υπουργός Πολιτισμού είπε πως δεν αλλάζει τίποτα σε σχέση με τις επιδοτήσεις, που είναι ούτως ή άλλως, πενιχρές.
Στα επιχειρήματά της η Υπουργός ανέφερε πως το νομοσχέδιο ευθυγραμμίζεται με τις ευρωπαϊκές διατάξεις περί της προστασίας της άυλης κληρονομιάς και πως έρχεται για να ενισχύσει τους εγχώριους δημιουργούς.
Είπε δε, πως η ποσόστωση ισχύει από τη δεκαετία του ’80 στη Γαλλία, στην Ισπανία αλλά και σε περισσότερα κράτη της ΕΕ. Για να προσθέσει η υπουργός: “εδώ και πολλά χρόνια η ελληνική πολιτεία, και πολύ σωστά κάνει, το ελληνικό κράτος, επιχορηγεί τον κινηματογράφο, επιχορηγεί το θέατρο. Για τη μουσική έρχεται τώρα ένα σχέδιο νόμου το οποίο δίνει κίνητρα, ώστε να ενισχύονται τελικά τα πνευματικά δικαιώματα, μέσω των Οργανισμών Είσπραξης Συγγενικών Δικαιωμάτων. Από κει και πέρα όμως δεν ενοχλεί σε τίποτα στην υπόλοιπη επαγγελματική και οικονομική ελευθερία των επιχειρήσεων”.
Αντίστροφη πραγματικότητα
Στην πραγματικότητα, τα τελευταία χρόνια μειώνονται σταθερά τα κονδύλια για τον πολιτισμό όπως προβλέπονται στους ετήσιους προϋπολογισμούς. Συγκεκριμένα, από τα 404 εκατ. ευρώ του 2021, για το 2022 προβλέπονταν 368 εκατ. ευρώ με το ποσό αυτό να φτάνει στα 301 εκ. για το 2023, ή αλλιώς στο 0,5%. Η κυβέρνηση προχωρώντας δε σε ένα λογιστικό “τρικ”, ενσωμάτωσε στον προϋπολογισμό τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, ώστε να φαίνεται ο προϋπολογισμός του ΥΠΠΟΑ αυξημένος. Ωστόσο τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης είναι κονδύλια που αφορούν συγκεκριμένα έργα και η απορρόφησή τους εξαρτάται από την πορεία των έργων αυτών.
Φυσικά, τα τελευταία χρόνια λόγω πανδημίας, οι φορείς σύγχρονου πολιτισμού (Εθνικό Θέατρο, Λυρική Σκηνή, ΚΘΒΕ) κατέγραψαν μείωση στα έσοδά τους, χωρίς όμως να κάνουν εκπτώσεις στο έργο που προσπαθούν να παρουσιάσουν.
Πρακτικά, η κ. Μενδώνη δεν μπορεί να μιλάει για ουσιαστική ενίσχυση της πολιτιστικής παραγωγής, την ώρα που παραδέχεται πως στο κομμάτι της μουσικής η όποια στήριξη είναι μονάχα, έμμεση. Και αυτό είναι αλήθεια, διότι στην Ελλάδα οι στοχευμένες – άμεσες επιδοτήσεις για νέους μουσικούς, είναι ανύπαρκτες. Από την άλλη, τα όσα ανέφερε η υπουργός περί Γαλλίας και Ισπανίας, για να στηρίξει τις αιτιάσεις της είναι το λιγότερο, φαιδρά. Γιατί αν δει κανείς τι ισχύει για αυτά τα κράτη και το πώς επιδοτούν τη μουσική τους, θα δακρύσει.
Τι γίνεται διεθνώς
Σπουδαία ονόματα όπως η Courtney Barnett ή οι Of Monsters and Men, έχουν “λάμψει” μέσα από κρατικές επιδοτήσεις. Η μεν Barnett έφτασε στη Νέα Υόρκη το 2013 για να παρουσιάσει τη δουλειά της μέσα από επιχορηγήσεις του Συμβουλίου Τεχνών της Αυστραλίας. Ο πρώτος της δίσκος επίσης ολοκληρώθηκε με κρατική επιχορήγηση. Η Barnett εμφανίστηκε σε αμερικανικά τηλεοπτικά show κάτω από το πανό της Sounds Australia μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης που ιδρύθηκε αρκετά χρόνια νωρίτερα για να διαδώσει τη μουσική της χώρας. Οι πηγές χρηματοδότησης της Sounds Australia προκύπτουν από σύμπραξη του δημοσίου με ιδιωτικούς φορείς. Η “έκρηξη” νέων συγκροτημάτων από την Αυστραλία τα τελευταία χρόνια, μόνο τυχαία δεν είναι (Amyl and the Sniffers, King Gizzard, Gang of Youths, The Chats μεταξύ πολλών άλλων).
Στον αντίποδα οι ΗΠΑ μείωσαν τις κρατικές μουσικές επιδοτήσεις στο μισό τους υπό τον Τραμπ, για να ανακάμψουν με τον Μπάιντεν και να απειλούνται εκ νέου σε πιθανή επιστροφή Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Ο πίνακας του Pitchfork για τα ποσά, είναι ενδεικτικός:
Η Σουηδία δίνει τουλάχιστον 8 εκ. τον χρόνο μόνο για τη μουσική, με τον Mats Gustafsson να γίνεται παγκοσμίως γνωστός μέσα από το πρόγραμμα του Σουηδικού Συμβουλίου Τεχνών. Η δε Νορβηγία των γνωστών μας Madrugada, διαθέτει περίπου 50 εκ. το χρόνο μόνο για τη μουσική της, και μιλάμε για μια χώρα 5 εκατομμυρίων κατοίκων. Σε αντίστοιχη πορεία κινείται και η Ισλανδία της Björk και των Sigur Rós και των μόλις 330.000 ανθρώπων, παρότι μείωσε τις στοχευμένες επιδοτήσεις για τον πολιτισμό της σχεδόν στο μισό τα τελευταία χρόνια. Οι δαπάνες για τη μουσική, είναι κατά μέσο όρο στα 9 εκ. ευρώ δολάρια. Η επιτυχία διεθνώς των Ισλανδών Of Monsters and Men οφείλεται εν πολλοίς στην κρατική στήριξη.
Φτάνοντας δε στον Καναδά, ο νούμερο ένα παγκοσμίως, Weeknd, έλαβε στο ξεκίνημά του γενναία επιδότηση από την FACTOR, που αποτελεί μια ακόμη σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα με στόχο την προώθηση της καναδικής μουσικής βιομηχανίας.
Στη Νότια Κορέα η κυβέρνηση επιδοτεί σταθερά τη μουσική στηρίζοντας το εξαγώγιμο προϊόν της K-pop. Η Ισπανία προϋπολογίζει περίπου 5,5 εκατομμύρια δολάρια, σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, για την εξαγωγή της μουσικής της στο εξωτερικό. Η Γαλλία δε, που ανέφερε η κ. Μενδώνη, είναι πρώτη παγκοσμίως στις μουσικές επιδοτήσεις, προωθώντας ονόματα όπως οι Amadou & Mariam, Justice, Charlotte Gainsbourg κ.α. επενδύοντας πάνω από 300 εκ. δολάρια ετησίως για τη μουσική της. Στην Πορτογαλία, η στήριξη γίνεται μέσα από τον φορέα WHY Portugal που και αυτός είναι σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα. Και πάει λέγοντας.
Απέναντι σε αυτά η Ελλάδα έχει να παρουσιάσει μηδενικές απ’ ευθείας επιδοτήσεις για παραγωγή “ελληνικής μουσικής”, ελληνόφωνης, αγγλόφωνης ή ορχηστρικής και την ανάδειξή της στο εξωτερικό, την ώρα που τα εργασιακά δικαιώματα των μουσικών είναι στον “αέρα” χωρίς συλλογικής συμβάσεις. Είναι αστείο λοιπόν να προσπαθεί κανείς να συγκριθεί με τη Γαλλία εν είδει “εντυπωσιασμού”, καθώς θα εκτεθεί από την ίδια τη σκληρή πραγματικότητα. Και εδώ δεν κρίνουμε το αν θα ακούγεται δημοσίως “ελληνική τραπ” ή Νταλάρας, αλλά το υπόβαθρο το οποίο δομείται ξανά, στη βάση της απόλυτης υποκρισίας.
Εξίσου προβληματικό είναι, τέλος, το ότι το νομοσχέδιο φέρεται να προβλέπει ποσόστωση “ελληνόφωνου τραγουδιού ή ελληνικής ορχηστρικής μουσικής”, κάτι που αν ισχύσει θα αποκλείσει μια τεράστια γκάμα αγγλόφωνης εγχώριας παραγωγής, ωστόσο αυτό θα κριθεί με την κατάθεση των επίμαχων διατάξεων.