Τι έγινε στις Τράπεζες; Το ‘τέλος’ που έφεραν τα capital controls και τα ‘κόκκινα’ δάνεια
Πόσο άξιζαν οι Τράπεζες στις 30 Ιανουαρίου του 2015 και πώς "κατρακύλησαν" στο 1,3 δισ. ευρώ. Ο καθηγητής Οικονομικών του ΕΚΠΑ, Παναγιώτης Πετράκης γράφει στο NEWS 247
- 08 Δεκεμβρίου 2015 06:21
* Γράφει στο NEWS 247 ο καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, Παναγιώτης Πετράκης
Το πρώτο εξάμηνο η αξία των τραπεζών καταβαραθρωνόταν κάθε μέρα που περνούσε, δανειζόμενες τεράστια ποσά με τα οποία χρηματοδοτούσαν την άρνηση των δανειζομένων να πληρώνουν τα δάνειά τους και την εκροή τεράστιων ποσών καταθέσεων στο εξωτερικό. Την 30/1/2015 οι τέσσερις Ελληνικές τράπεζες άξιζαν με βάση την κεφαλαιοποίησή τους 12 δις περίπου ευρώ, στις 10/8 κατέβηκε στα 5,5 δις ευρώ και στις 20/11 μειώθηκε στα 1,3 δις ευρώ!
Το «τέλος» των τραπεζών ήρθε με τα Capital Controls. Η συμφωνία της 12ης Ιουλίου έγινε υπό το βάρος πολύ μικρής κεφαλαιοποίησης και πολύ μικρής “book value”. Παρόλα αυτά θα μπορούσε να μην ήταν μία κακή συμφωνία για τις τράπεζες. Υπενθυμίζω ότι η συμφωνία μιλούσε για σοβαρή συνεισφορά των τραπεζών στο νέο ΤΑΙΠΕΔ και συμπεραίνω ότι δεν εννοούσε τη σημερινή εξανεμισμένη αξία της δημόσιας συμμετοχής. Διότι δε θα μιλούσαν για 50 δις ευρώ δημόσια περιουσία στο νέο ΤΑΙΠΕΔ εάν δεν υπολόγιζαν τη συνεισφορά των τραπεζών τουλάχιστον γύρω στα 15 με 20 δις ευρώ.
Όμως τα πράγματα σταδιακά διολίσθησαν σε μία κατεύθυνση που οδήγησε να πουληθούν σήμερα και οι τέσσερις τράπεζες σε ένα ποσό γύρω στα 5 δις ευρώ, αφού οι νέοι μέτοχοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις τράπεζες που παραλαμβάνουν για να αποπληρώσουν τα CoCos. Εάν αντιθέτως επικρατήσει το κακό σενάριο, οι ξανά (2η φορά) πτωχευμένες τράπεζες θα επιστρέψουν στο δημόσιο δεδομένου ότι τα CoCos θα μεταβληθούν σε μετοχές με ψήφο, αφού οι τράπεζες δε θα έχουν μπορέσει να τα αποπληρώσουν.
Όμως το ποσό των 5 δις είναι ένα πολύ μικρό μέγεθος. Πώς φτάσαμε σ’ αυτό; Φτάσαμε με ορισμένες επιμέρους σταθμούς:
α) Η απόφαση για τις εκλογές: Η απόφαση αυτή μετέθεσε το χρόνο της αξιολόγησης και μείωσε δραματικά το χρόνο που θα μπορούσε να βρεθούν τα κεφάλαια από τον ιδιωτικό τομέα για να μην περάσει η προθεσμία του bail in (31/12/2015) που θα μπορούσε να προκαλέσει κούρεμα καταθέσεων πάνω από 100.000 ευρώ. Είναι αδιευκρίνιστο (τουλάχιστον σε μένα, ενώ αρμόδιοι έχουν τις σωστές πληροφορίες) εάν θα μπορούσε να προκαλέσει και bail in για κάτω από 100.000 ευρώ. Έχει πάντως σημασία: Άλλο είναι να πουλάς εσπευσμένα τις τράπεζες για να μη γίνει bail in για καταθέσεις πάνω από 100.000 και άλλο να τις πουλάς για να μη γίνει συνολικό bail in που θα συμπεριλάμβανε και τις κάτω από 100.000 ευρώ καταθέσεις.
β) Το ΤΧΣ δέχτηκε τις τιμές προσφοράς των μετοχών που έκαναν οι πιθανοί αγοραστές.
γ) Η χρονική συμπύκνωση της συγκέντρωσης των ιδιωτικών κεφαλαίων είχε σοβαρές συνέπειες: i) στην τιμή πώλησης, και ii) στην ποιότητα των μετόχων που προσελκύστηκαν, αφού οι περισσότεροι είναι hedge funds κερδοσκοπικού χαρακτήρα!
δ) Η απόφαση για τη μετατροπή των κεφαλαίων του ΤΧΣ σε μετοχές με ψήφο και CoCos (αναλογία 25/75), δηλαδή ομολογίες χωρίς δικαίωμα ψήφου. Πάντως εκτιμώ ότι εάν δεν υπήρχε η απόφαση με την αναλογία αυτή, ουδείς ιδιώτης θα πλησίαζε να συμμετάσχει στις αυξήσεις μετοχικών κεφαλαίων υπό αυτές τις συνθήκες.
Ας έχουμε υπόψη μας ότι για τις τράπεζες που πουλήθηκαν σήμερα 5 δις. ευρώ ήδη χρωστάμε να αποπληρώσουμε στους εταίρους 30 με 40 δις ευρώ!
Υπήρχαν άλλα σενάρια που μπορούσαν να έχουν ακολουθηθεί; Με εκλογές ή χωρίς εκλογές, κ.λπ. Αρκετά! Αυτό που ακολουθήθηκε ήταν το καλύτερο για το συμφέρον μας; Όχι. Ήταν το μοναδικό; Όχι. Αλλά μεταβλήθηκε σε μοναδικό με τη συνέργεια όλων των εμπλεκομένων, και ιδιαιτέρως των εποπτικών και ευρωπαϊκών οργάνων, στις αποφάσεις και την εξέλιξη της συγκυρίας. Το ζήτημα όμως είναι ότι το τελικό αποτέλεσμα είναι δεδομένο και δημιουργεί προβληματισμό. Φανταστείτε ότι είναι δυνατόν να διοικηθούν οι τράπεζες από τους νέους ιδιοκτήτες τους για κάποιο διάστημα και αφού «αξιοποιηθούν» τα περιουσιακά τους στοιχεία να «παραδοθούν απογυμνωμένες» (στο κακό σενάριο) ξανά στους αρχικούς ιδιοκτήτες, δηλαδή εμάς. Στον αντίποδα διαπιστώνουμε ότι ορισμένοι από του ιδιώτες ιδιοκτήτες βάζουν και ξαναβάζουν χρήματα για να τις διατηρήσουν. Εξάλλου στους ιδιώτες συμμετέχουν και θεσμικές οντότητες όπως το IFC της World Bank, η EBRD και Sovereign Wealth Funds διαφόρων χωρών. Δυστυχώς όμως έχουμε πολύ λίγες πληροφορίες για να κρίνουμε την «ποιότητα» των νέων μετόχων.
Υπάρχουν δύο άμεσες επιπτώσεις από τα παρακάτω:
α) Η συμφωνία της 12ης Ιουλίου είναι αμφίβολης υλοποίησης τουλάχιστον όσον αφορά το νέο ΤΑΙΠΕΔ, αφού πλέον είναι πολύ δύσκολο να συγκεντρωθούν τα 50 δις ευρώ του αρχικού σχεδιασμού του.
β) Οι «νέες» τράπεζες θα παίξουν πολύ μεγάλο ρόλο στην επερχόμενη παραγωγική αναδιάρθρωση της Ελληνικής οικονομίας!
Συμπερασματικά όμως η ανάγνωση του αφηγήματος των τραπεζών δημιουργεί τρία σημαντικά ερωτηματικά:
- Πώς μπορεί σε ένα τόσο κρίσιμο οικονομικά θέμα να υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο πολιτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης και στην πολιτική πρακτική;
- Επειδή πιστεύουμε ότι η νέα πραγματικότητα κυριάρχησε με ένα σταδιακό τρόπο (μικρές σωρευτικές μεταβολές στους θεσμούς και τις απόψεις) και όπως διαπιστώσαμε βρίσκεται μακριά από τις αρχικές προθέσεις της πολιτικής ηγεσίας, αναρωτιόμαστε βάσιμα για τη διοικητική επάρκεια διαχείρισης παρόμοιων μεγάλων μεταβολών που σχεδιάζονται (π.χ. ασφαλιστικό) όταν αυτές εξελίσσονται με παρόμοιο τρόπο.
- Τι δέον γενέσθαι από εδώ και πέρα για τις τράπεζες; Διότι, για τα οικονομικά, το να λυπούμαστε για το παρελθόν έχει αξία μόνο σε όρους βελτίωσης της ικανότητας διαχείρισης του μέλλοντος.
Στο τελευταίο αυτό θέμα εστιάζουμε πολύ σύντομα με ορισμένα σημεία:
α) Το γεγονός ότι έγινε η ανακεφαλαιοποίηση, δημιουργεί τουλάχιστον τις προϋποθέσεις επαναλειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.
β) Οι εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα θα εξαρτηθούν από τη λύση που θα δοθεί στα προβληματικά δάνεια με αιχμή τα επιχειρηματικά δάνεια και από τον τρόπο που θα λυθεί το ζήτημα της εσωτερικής διοίκησης των τραπεζών.
γ) Θα παίξει πολύ μεγάλο ρόλο πότε θα αρθούν τα capital controls (μεταξύ πρώτου και δεύτερου τριμήνου 2016) και πότε θα εισέλθουν οι τράπεζες στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του M. Draghi (ΕΚΤ).
δ) Ταυτοχρόνως θα πρέπει να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις επιστροφής της εμπιστοσύνης στην οικονομία και το τραπεζικό σύστημα.
Όλες οι παραπάνω συνθήκες (β, γ, δ) δεν είναι αυτονόητο ότι θα λειτουργήσουν εύκολα και άμεσα. Θα απαιτηθεί πολύ κόπος για να εξασφαλιστεί η ομαλοποίηση των συνθηκών.