Τι να (μην) κάνουμε με την Τουρκία…
O Γιώργος Καρελιάς γράφει για τη μοναδική ρεαλιστική επιλογή στα ελληνοτουρκικά και την ανάγκη να αντιμετωπιστεί ο Ερντογάν στο μόνο γήπεδο που ευνοεί την Ελλάδα.
- 05 Σεπτεμβρίου 2020 09:53
Επειδή η συζήτηση για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα την Τουρκία είναι παλιά(κρατάει 46 χρόνια μόνο αν υπολογίσουμε την περίοδο από την Μεταπολίτευση του 1974 ), έχουν ακουστεί σχεδόν τα πάντα. Το συμπέρασμα είναι ένα και προκύπτει από την τραγωδία της εισβολής στην Κύπρο: η Τουρκία εκμεταλλεύεται τα εγκληματικά λάθη, όπως έγινε τότε, όταν η ελληνική χούντα και οι εντεταλμένοι της στην Κύπρο έκαναν το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου.
Εκτοτε, παρά την ανισομέρεια των μεγεθών(η Τουρκία είναι οκτώ φορές μεγαλύτερη ), η Ελλάδα βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση. Είναι δημοκρατική χώρα, μέλος της μεγαλύτερης ένωσης κρατών στον κόσμο και, παρά τη δεκαετή οικονομική κρίση που πέρασε, διατηρεί βιοτικό επίπεδο και κοινωνική συνοχή που καμιά σχέση δεν έχουν με τη γειτονική χώρα. Αυτό είναι ένα κεκτημένο που δεν έχουμε την πολυτέλεια να χάσουμε. Και η ανάγκη αυτή καθορίζει και τον τρόπο αντιμετώπισης της Τουρκίας.
Ολες οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν προκρίνει την οδό του διαλόγου, προφανώς διότι δεν υπάρχει άλλη. Για την ακρίβεια, υπάρχει ο πόλεμος. Γι’ αυτό ακόμα και πρωθυπουργοί που έχουν συνδέσει τη θητεία τους με σκληρή στάση, διάλογο έκαναν. Θυμίζω ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου πήγε στο Νταβός με τον Οζάλ(1988) και, παρά τις σφοδρές επικρίσεις που δέχτηκε, επέβαλε τη συμφωνία με τη χαρακτηριστική φράση «μη πόλεμος».
Αυτά στο παρελθόν. Στο ερώτημα «τι να κάνουμε σήμερα;», η απάντηση είναι μονοδιάστατη. Το μόνο που πρέπει να αποκλείσουμε είναι η επιλογή της σύγκρουσης. Kαι ευτυχώς την συμμερίζεται η συντριπτική πλειονότητα του πολιτικού κόσμου.
Ομως, επειδή ένα κομμάτι της συζήτησης αυτής εμπεριέχει στοιχεία παραλογισμού και, κυρίως, επειδή σ’ αυτήν εμφιλοχωρούν ποικίλες σκοπιμότητες, ας τα ξεκαθαρίσουμε.
Αν μια κυβέρνηση-η όποια κυβέρνηση- αποδεχτεί να προσέλθει σε διάλογο με την Τουρκία, διαπράττει έγκλημα καθοσιώσεως; Σημαίνει ότι υποκύπτει στον εκβιασμό της Τουρκίας; Σημαίνει ότι είναι έτοιμη να παραχωρήσει κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας; Αν ήταν έτσι, αφού όλες οι κυβερνήσεις έκαναν διάλογο με την Τουρκία, θα έπρεπε να έχουν χαθεί τα μισά ελληνικά νησιά. Προφανώς, η «λογική» αυτή δεν εμπεριέχει στοιχεία λογικής.
Τι συμβαίνει σήμερα; Είναι «πρωτοφανής» η τουρκική προκλητικότητα, είναι ο Ερντογάν «τρελός» και «για δέσιμο», όπως θέλει η εύκολη «ερμηνεία» των περισσότερων ελληνικών μέσων ενημέρωσης; Αν είναι έτσι, η μόνη λύση που μένει είναι να απορρίψουμε κάθε πρόταση για διάλογο και να ετοιμαζόμαστε για πόλεμο. Αν δεν είναι έτσι, ποιος θα πάρει την ευθύνη για την απόρριψη του διαλόγου; Ας δούμε τα δεδομένα.
Πρώτον, πότε και γιατί κορυφώθηκε η «τρέλα» του Ερντογάν; Μήπως αυτό συνέβη όταν είδε ότι η Τουρκία αποκλείεται από το ενεργειακό παιχνίδι της ανατολικής Μεσογείου; Πάντως, αυτό κατάλαβε η Μέρκελ και το είπε στους Γερμανούς δημοσιογράφους που το έγραψαν.
Δεύτερον, είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να αποκλειστεί η Τουρκία; Και πώς θα γίνει η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων-αν αποδειχθεί ότι συμφέρει- με τα τουρκικά πολεμικά πλοία μέσα στα επίμαχα οικόπεδα; Ηδη οι εταιρείες που ερευνούν έχουν αποχωρήσει.
Τρίτον, αν ο λεγόμενος διεθνής παράγοντας(ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ενωση) πιέσουν για τέτοιον διάλογο, πώς θα τον απορρίψει η Ελλάδα και μάλιστα όταν διακηρύσσει urbi et orbi ότι έχει το δίκιο με το μέρος της, με βάση το Διεθνές Δίκαιο;
Τέταρτον, δεν είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να γίνει, για παράδειγμα, μια διεθνής διάσκεψη με συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων χωρών της περιοχής- και της Τουρκίας;
Πέμπτον, αν η Ελλάδα έχει με το μέρος της το Διεθνές Δίκαιο, όπως ισχυρίζονται όλες οι κυβερνήσεις, δεν έχει κάθε λόγο να επιδιώξει την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών από διεθνές δικαστήριο; Πώς αλλιώς θα «αφοπλίσει» την Τουρκία; Αρκεί ο πολιτικός κόσμος, με πρώτη την κυβέρνηση, η οποία θα πάρει τις αποφάσεις, να είναι έτοιμος να δεχτεί ότι το διεθνές δικαστήριο ενδέχεται να μη δικαιώσει 100% τις ελληνικές θέσεις. Για παράδειγμα, υπάρχει διεθνές δικαστήριο που θα αποφανθεί ότι ένα μικρό νησί(πχ Καστελλόριζο) έχει την ίδια ΑΟΖ με μια τεράστια χώρα όπως η Τουρκία; Σχεδόν όλοι γνωρίζουν ότι αυτό δεν θα συμβεί.
Το τελευταίο επεισόδιο με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ και τη συμφωνία για «τεχνικές» συζητήσεις φανερώνει ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αποδεχθεί την ανάγκη του διαλόγου με την Τουρκία. Και ορθώς. Διότι δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει περιθώρια να συμπεριφερθεί τυχοδιωκτικά και λαϊκιστικά, όπως έκανε με την Συμφωνία των Πρεσπών. Τώρα έχει αυτός την ευθύνη των αποφάσεων και αλίμονο αν κάνει ένα βήμα μπροστά και μισό πίσω, κοιτάζοντας με το ένα μάτι το εσωτερικό ακροατήριο. Διότι αυτό περίπου έγινε με το «ναι μεν αλλά» στην πρόταση του Στόλτενμπεργκ. Πώς θα αρνηθεί να προσέλθει σε διάλογο επικαλούμενος την παρουσία τουρκικών πλοίων στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, όταν αυτή δεν έχει ακόμα οριστεί;
Ο κ. Μητσοτάκης έχει υποχρέωση να συνεννοηθεί με την αντιπολίτευση και να κάνει το βήμα προς το διάλογο. Ο κ. Τσίπρας, έχοντας την εμπειρία του «μακεδονικού», δεν δικαιούται να είναι αρνητικός. Θα ασκήσει, βεβαίως, κριτική, θα επισημάνει τα λάθη, τις παραλείψεις και τα μπρος-πίσω της κυβέρνησης, αλλά στο στόχο δεν μπορεί να έχει ριζικά διαφορετική θέση. Αλλωστε, διαχρονικά η Αριστερά ποτέ δεν «έπαιξε» από ανένδοτες, δήθεν πατριωτικές, θέσεις. Και ευτυχώς ο Τσίπρας δεν μιμείται τον Μητσοτάκη της «εποχής των Πρεσπών».
Ο νυν πρωθυπουργός, αφού κάνει την ενδοσκόπησή του, οφείλει να καταλήξει. ’Η θα επιδιώξει να αντιμετωπίσει την επιθετικότητα του Ερντογάν στο μόνο γήπεδο που ευνοεί την Ελλάδα, στο γήπεδο του Διεθνούς Δικαίου. ’Η θα αφήσει την κατάσταση ως έχει, χωρίς προοπτική λύσης. Στην πρώτη περίπτωση, εκμεταλλευόμενος και τη δεδομένη επιθυμία Αμερικανών και Ευρωπαίων για «ήρεμα νερά» στην περιοχή, να επιδιώξει οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών εκθέτοντας την Τουρκία, αν αρνηθεί. Στη δεύτερη περίπτωση, δηλαδή αν αφήσει τα πράγματα όπως είναι, η χώρα θα είναι διαρκώς έκθετη στον σοβαρό κίνδυνο της σύγκρουσης, είτε σκόπιμα είτε από «ατύχημα».
Αν ο κ. Μητσοτάκης καταφέρει να ξεπεράσει το φόβο των εσωτερικών και εσωκομματικών αντιδράσεων, θα επιλέξει την πρώτη λύση και όχι την ακινησία. Σε κάθε περίπτωση, φυσικά, πρέπει να έχει υπόψη του αυτό που έχει πει ο Σαρλ Ντε Γκόλ: «Το να κυβερνάς σημαίνει να διαλέγεις μεταξύ κακών λύσεων».