Το γαλλικό αδιέξοδο: Η ακροδεξιά και ο φίλος του Σόιμπλε
Η Λεπέν προσπαθεί να εμφανιστεί ως ανεξάρτητη υποψήφια ενόψει του δευτέρου γύρου των προεδρικών εκλογών της 7ης Μαΐου και να προσελκύσει μεγαλύτερο μερίδιο ψηφοφόρων κυρίως από την δεξιά
- 26 Απριλίου 2017 08:08
Στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, οι Γάλλοι θα κληθούν να επιλέξουν ανάμεσα σε έναν τραπεζίτη – θιασώτη της πολιτικής Σόιμπλε και σε μια εθνικίστρια που οραματίζεται μια Γαλλία με κλειστά σύνορα σε μια Ευρώπη διαλυμένη.
Από τη μια τάσσεται το δόγμα της λιτότητας που διαφαίνεται πάνω από τον προεδρικό θώκο του “ανεξάρτητου” Μακρόν και από την άλλη οι τάσεις απόσχισης από οτιδήποτε ενωτικό και διεθνιστικό με την θετική έννοια του όρου για τη συνεργασία των λαών.
Η οικονομική πολιτική που συνεπικουρεί το γερμανικό δόγμα κυριαρχίας βρίσκεται απέναντι στη ξενοφοβία.
Σε πρώτο χρόνο, το Βερολίνο και οι βόρειοι σύμμαχοι του τρίβουν τα χέρια τους, ενώ το δεδομένο που αντιμετωπίζει ένας δημοκρατικός, προοδευτικός Γάλλος ψηφοφόρος που επιθυμεί ένα κοινωνικό κράτος, σχηματοποιεί ένα ιστορικό αδιέξοδο.
Αυτό που βέβαια προέκυψε σαν συμπέρασμα από τον πρώτο γύρο, είναι πως οι ψηφοφόροι αποδοκίμασαν με τον πλέον ηχηρό τρόπο το παλαιοκομματικό σύστημα της χώρας τους. Είναι ενδεικτικό ότι ουδείς υποψήφιος των κομμάτων που είχαν στα χέρια τους τα ηνία της διακυβέρνησης μέχρι σήμερα, δεν πέρασε στον δεύτερο γύρο. Και οι “νέοι” φέρνουν απρόσμενους συσχετισμούς.
Ο τραπεζίτης της Rothschild και η δήθεν “ανεξάρτητη”
Στην πρώτη θέση βρέθηκε ένας πολιτικός που έρχεται μέσα από τα βαθύτερα γρανάζια του τραπεζικού συστήματος και εκλέγεται με τον μανδύα του αδιάφθορου και “μη δοκιμασμένου”. Είναι ο άνθρωπος που εργάστηκε στην Rothschild από το 2008 μέχρι το 2012, ενώ δέχτηκε για αυτή του την προϋπηρεσία έντονη κριτική από την αντίπαλο του. Νωρίτερα ο ίδιος εργαζόταν στο υπουργείο Οικονομικών της χώρας, ενώ μετά την Rothschild επανήλθε στην πολιτική σκηνή, υπηρετώντας ως υπουργός Οικονομίας επί κυβερνήσεως Ολάντ μέχρι να ανεξαρτητοποιηθεί. Στη θητεία του στο υπ. Οικονομικών, τόλμησε να αμφισβητήσει κεκτημένα χρόνων, όπως το 35ώρο και η μονιμότητα στο δημόσιο τομέα, και δέχθηκε τα πυρά των σοσιαλιστών και των αριστερών.
Από την άλλη, η Μαρίν Λεπέν βρέθηκε στη δεύτερη θέση με χαμηλότερο ποσοστό από το αναμενόμενο, παρόλα αυτά είναι η πρώτη φορά που ακροδεξιός υποψήφιος διεκδικεί με αξιώσεις την τελική νίκη. Η “δημοκρατική Ευρώπη” μπορεί να πανηγυρίζει για την ώρα, όμως καλό θα ήταν να σκεφτεί λίγο ενδελεχότερα το πόσο πραγματικά “δημοκρατική” είναι, μιας και το μέλλον της Λεπέν είναι άγνωστο.
Ειδικά τώρα που παραιτήθηκε από την ηγεσία του κόμματος της για δήθεν ιδεολογικούς λόγους, σε μια στρατηγική κίνηση που αποσκοπεί προς το εργατικό κέντρο και τη συντηρητική δεξιά.
Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει να δούμε πώς ψήφισαν οι Γάλλοι, βλέποντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, για να καταλάβουμε το πόσο σταθερή μπορεί να είναι η θητεία του Μακρόν.
Σύμφωνα λοιπόν με την έρευνα που δημοσίευσε η Le Monde, προκύπτει ότι τον κεντρώο υποψήφιο ψήφισε μεγάλος αριθμός στελεχών επιχειρήσεων (34%), καθώς και μικρομεσαίοι επαγγελματίες (27%).
Την Λεπέν ψήφισε στον πρώτο γύρο των εκλογών αρκετά μεγάλος αριθμός εργατών (36%), έναντι ποσοστού 17% που δήλωσε πως θα ψήφιζε τον πρώην υπουργό Οικονομίας. Επίσης υπέρ του Μακρόν ψήφισε το 32% των πολιτών με υψηλό εισόδημα (άνω των 3.000 ευρώ τον μήνα), ομάδα στην οποία η Λεπέν έχει απήχηση μόλις κατά 14%. Στην κατηγορία των πολιτών με εισοδήματα κάτω των 1.250 ευρώ η παραπάνω εικόνα ανατρέπεται: την Λεπέν προτίμησε το 32% και μόλις 12% τον Μακρόν.
Η προσωπικότητα του Μακρόν έλκει περισσότερο τους έχοντες πτυχίο (30%), ενώ αντίθετα τη Λεπέν προτιμούν κοινωνικές ομάδες με μεσαία και χαμηλή μόρφωση (30%).
Κοινώς, από τα παραπάνω καταλαβαίνει κανείς πως οι “απόκληροι” και λιγότερο ευνοημένοι των οικονομικών συσχετισμών, στρέφονται και στη Γαλλία προς τον λαϊκισμό, ενώ άγνωστο είναι το πώς θα κινηθούν τελικά οι ψηφοφόροι του Μελανσόν καθώς και οι μετανάστες που τάσσονται κατά του Εθνικού Μετώπου, αλλά δεν εκφράζονται και από τις φιλελεύθερες πολιτικές του Κέντρου.
Το γεγονός ότι η ακροδεξιά ξεπερνάει το 20% και μπαίνει και στο δεύτερο γύρο, είναι πάρα πολύ ανησυχητικό από μόνο του. Πόσω μάλλον τώρα, που οι πολιτικές που ακολουθούνται από την Ευρωζώνη ευνοούν όλο και περισσότερο την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού.
Αν ο Μακρόν τελικά εκλεχθεί και προσπαθήσει να αποδομήσει το κοινωνικό κράτος, τότε θα βρει μπροστά του οδοφράγματα, φωτιές και κοινωνικό ξεσηκωμό από τη μεσαία και την κατώτερη τάξη που βάλλεται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια της οικονομικής ύφεσης, σε μια πολυπολιτισμική χώρα που έχει μάθει να αγωνίζεται για τα κοινωνικά κεκτημένα. Η μεσαία τάξη άλλωστε, οι εργάτες και οι φοιτητές είναι αυτοί που βγήκαν μπροστά όταν ο Ολάντ πέρυσι προσπάθησε να αλλάξει τα εργασιακά με τον νόμο Κομρί που δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Να θυμίσουμε πως το 2015 η γαλλική κυβέρνηση ζήτησε παράταση τριών ετών, ώστε να επιτύχει τον στόχο για μείωση του ελλείμματος, αίτημα που ενέκρινε η Κομισιόν. Η πορεία θα επανεξεταστεί το 2018 υπό νέο, νεοφιλελεύθερο πρόεδρο.
Με λίγα λόγια, η πολιτική που θα ακολουθήσει ένας πιθανός νικητής Μακρόν, ένας οπαδός του αιτήματος Σόιμπλε για μεταρρυθμίσεις στον τομέα της εργασίας στη Γαλλία, θα είναι ένα πείραμα αλλά και κριτήριο συνοχής για τη χώρα και για την Ευρωζώνη.
Σε περίπτωση που πέσει σύντομα κάτω από αναμενόμενες αντιδράσεις, τότε η ακροδεξιά θα επανέλθει με ακόμη μεγαλύτερες αξιώσεις.
Αυτή τη στιγμή, ο κραταιός γείτονας της χώρας, φαίνεται πως θα έχει ένα ακόμη προπύργιο στο στρατόπεδο του, το οποίο όμως στηρίζεται σε σαθρά πόδια. Το καμπανάκι του κινδύνου χτυπά για όλους και ιδίως για τη Μπούτεσντανγκ, αν από μέρους της ενδιαφέρεται για τη σωτηρία του όλου οικοδομήματος και όχι μόνο για τα κέρδη της γερμανικής μηχανής.
Αν από την άλλη, η Λεπέν κάνει “ράλι” και επικρατήσει, τότε πραγματικά ανοίγει ο ασκός του Αιόλου για όλη την ΕΕ.
Φωτογραφία: AP Photo/Kamil Zihnioglu