Το ‘ναι’ του Σόιμπλε φούντωσε το ιταλικό ‘όχι’

Το ‘ναι’ του Σόιμπλε φούντωσε το ιταλικό ‘όχι’

Και αυτή τη φορά οι προβλέψεις επιβεβαιώθηκαν και με το παραπάνω. Και αυτή τη φορά η πολιτική των ελίτ της ευρωδιακυβέρνησης ηττήθηκε. Αλλά αλλαγή πολιτικής δεν φαίνεται ούτε αυτή τη φορά

O Φαμπρίτσιο Ροντολίνο, σχολιαστής της «Ουνιτά» που κάποτε ήταν η εφημερίδα του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI), και τώρα, που το PCI δεν υπάρχει, πρόσκειται στο Δημοκρατικό Κόμμα του Ρέντσι, ανέφερε -προ ημερών- ότι στις ιταλικές κάλπες θα εκφραστεί «ένας ψυχολογικός διπολισμός».

Σύμφωνα με αυτήν την ανάλυση, που αποπειράθηκε να μεταλλάξει την αναποτελεσματική αφήγηση του Ρέντσι, δεν είχαν και μεγάλη σημασία όσα λέχθηκαν καθώς ουσιαστικά “τα ψηφοδέλτια έγραφαν ένα πολύ απλό ερώτημα: Είσαι αισιόδοξος;” Και οι Ιταλοί ψηφοφόροι έπρεπε ή να συμφωνήσουν, αποδεχόμενοι ότι “είναι έτοιμοι για τα νέα πράγματα που θα ακολουθήσουν” ή να διαφωνήσουν, επιλέγοντας το “όχι” και “αναδιπλούμενοι στα όσα ήδη υπάρχουν”.

Η απάντηση των Ιταλών χτες ήταν σαφής και δεν επιτρέπει παρερμηνείες: Δεν είναι αισιόδοξοι και αρνούνται “τα νέα πράγματα που (ζήτησαν ο Ρέντσι και ο Σόιμπλε) να ακολουθήσουν”!

Γιατί δεν γινόταν να είναι αισιόδοξοι.Όπως έγραψε ο διευθυντής της “Λα Ρεπούμπλικα” Μάριο Καλαμπρέζι, “η οικονομική κρίση κατέστρεψε τη μέση αστική τάξη, τις προσδοκίες, και διέλυσε το κοινωνικό σύμφωνο, το οποίο βασιζόταν στην πεποίθηση ότι τα παιδιά θα είχαν μια καλύτερη ζωή από εκείνη των γονιών τους”. Αν προσθέσουμε στο λογαριασμό την προ καιρού κατεστραμμένη (αν και άλλοτε κραταιά) εργατική τάξη της Ιταλίας και την απουσία εναλλακτικού σχεδίου, η απόρριψη των επιλογών Ρέντσι φαίνεται απολύτως εξηγήσιμη.

Άλλωστε, ο Ιταλός πρωθυπουργός δεν κατόρθωσε να αποκτήσει δίαυλους επικοινωνίας με τους νέους που διαπιστώνουν ότι τα προβλήματά τους απουσιάζουν από την ατζέντα της κυβέρνησης, ενώ -όπως προειδοποιητικά διαπίστωσε ο Καλαμπρέζι- στην κυβερνητική (και την ευρωπαϊκή) πολιτική “υπάρχει, επίσης, μια δυσκολία στο να κατανοηθεί και να μειωθεί η δυσαρέσκεια».

Την ίδια ώρα, οι “μεταρρυθμίσεις” Ρέντσι, στερώντας αρμοδιότητες και πόρους από τις περιφέρειες, υπονόμευαν ελέγχους και εξισορροπήσεις που υπήρξαν θεμελιακά στοιχεία της μεταπολεμικής Ιταλίας, ενώ η κυβέρνηση -και με τις αλλαγές στη Γερουσία- αποκτούσε υπερεξουσίες.

Ήταν αρνητικά τα πράγματα για τον Ιταλό πρωθυπουργό, ήρθε και η δήλωση του Σόιμπλε και τα απόκανε: Η φράση “Αν ήμουν Ιταλός θα ψήφιζα ‘ναι’”, ενώ υποτίθεται ότι έγινε για να καταλαγιάσουν τα πυρά εκ δεξιών του Ρέντσι, έβαλε κυριολεκτικά φωτιά στα τόπια. Γιατί ο Γερμανός αρχιτέκτονας της ευρωλιτότητας, την οποία ο Ρέντσι θεωρητικά καταγγέλλει, είναι το κόκκινο πανί για την πλειονότητα των ψηφοφόρων σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, και όχι άδικα.

Ο Ρέντσι λοιπόν, στην κρίσιμη στιγμή, έμεινε με “μόνο” υποστηρικτή αυτόν τον οποίο “έδειχνε” όταν έλεγε «Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αρχίσει να ελέγχει τον γερμανικό προϋπολογισμό». Βρέθηκε δηλαδή να στηρίζεται από αυτούς που είχε βάλει στο κάδρο ως υπαίτιους για το “ιταλικό πρόβλημα”.

Η δήλωση του Ιταλού πρωθυπουργού ότι «Το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας δημιουργεί προβλήματα σε όλη την Ευρώπη. Δεν πρέπει να συμβεί ότι έγινε με το μεταναστευτικό: μας άφησαν μόνους και οικοδομούν τείχη», ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την γερμανική υποστήριξη στο πρόσωπό του και αποκάλυπτε ότι οι “μεταρρυθμίσεις” για τις οποίες ζητούσε τη λαϊκή έγκριση ήταν ψευδώνυμες. Με τέτοιες αντιφάσεις το ιταλικό “όχι” θα έπρεπε να θεωρείται αναμενόμενο και το χτεσινό αποτέλεσμα δεν μπορεί να μας εκπλήσσει.

Το ερώτημα πλέον είναι τι θα φέρει η επόμενη ημέρα: το γερμανικό plan B φαίνεται να προβλέπει την αποφυγή των εκλογών, ώστε να εκπληρωθεί και ένα άλλο ρηθέν του Σόιμπλε: «Ελπίζω ότι ακόμη και αν αποτύχει (το δημοψήφισμα) θα προσπαθήσει [ο Ρέντσι] να ωθήσει την Ιταλία προς τα εμπρός με άλλα μέσα”.

Είτε με “νέα” κυβέρνηση Ρέντσι όμως, είτε με κυβέρνηση “τεχνοκρατών”, με πολιτικές που αφήνουν στο συρτάρι τις ενστάσεις για τη λιτότητα και τη “γερμανική” Ευρώπη, η Ιταλία δεν πρόκειται να ωθηθεί προς τα εμπρός. Άλλωστε το “εμπρός” της Ιταλίας ή της Ελλάδας, και το “εμπρός” της Γερμανίας, δεν είναι ποτέ ίδια και συχνά είναι αντίθετα.

*Ο Βαγγέλης Δεληπέτρος είναι δημοσιογράφος.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα