Το πεπρωμένον (για την κυβέρνηση) φυγείν αδύνατον

Το πεπρωμένον (για την κυβέρνηση) φυγείν αδύνατον

Προς το παρόν είναι πανθομολογούμενο, ακόμα και από τους πλέον φανατικούς υποστηρικτές της κυβέρνησης, ότι ούτε η Ελπίδα ήρθε, ούτε η Ελλάδα προχώρησε, ούτε η Ευρώπη άλλαξε

Σε δύο μήνες από τώρα- ο ΣΥΡΙΖΑ της ριζοσπαστικής Αριστεράς και οι ΑΝΕΛ της Δεξιάς- συμπληρώνονται δύο χρόνια από την… Έλευση της ελπίδας (το κεντρικό προεκλογικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ το 2015), το οποίο συμπλήρωνε η φράση: “Η Ελλάδα προχωράει, η Ευρώπη αλλάζει”. Προς το παρόν είναι πανθομολογούμενο, ακόμα και από τους πλέον φανατικούς υποστηρικτές της κυβέρνησης, ότι ούτε η Ελπίδα ήρθε, ούτε η Ελλάδα προχώρησε, ούτε η Ευρώπη άλλαξε. Ενδέχεται εντός ολίγου να αλλάξει η κυβέρνηση, τουτέστιν να αυξηθούν τα υπουργεία και να αλλάξουν τα πρόσωπα, αλλά μόνο επίτευγμα δεν μπορεί να θεωρείται ο ανασχηματισμός. Εκτός κι αν για την κυβέρνηση της “πρώτης φοράς” Αριστερά, ο ανασχηματισμός αποτελεί μέρος του υλοποιούμενου κυβερνητικού έργου.

Ανεξαρτήτως προθέσεων και στη βάση των προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει στη κοινή γνώμη η αντιμνημονιακή ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση δεν έχει να επιδείξει έργο. Η χώρα παραμένει σε πρόγραμμα, οι φόροι αυξήθηκαν, οι συντάξεις μειώθηκαν, οι μισθοί ψαλιδίστηκαν, οι επιχειρήσεις έφυγαν και μαζί τους κάπου μισό εκατομμύριο Έλληνες, το εμπόριο στενάζει και μέχρι το τέλος του χρόνου ουδείς γνωρίζει ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθούν στάσεις και συμπεριφορές άκρως μειωτικές για τους θεσμούς, αλλά και συγκεκριμένες κυβερνητικές πρωτοβουλίες που κινούνται στα όρια της Συνταγματικής εκτροπής.

Όσον αφορά στα ζητήματα που άπτονται των εθνικών συμφερόντων, η εμφανής αδυναμία χειρισμού αυτών των ζητημάτων σε διπλωματικό επίπεδο σε συνδυασμό με το ασταθές πολιτικό κλίμα στο εσωτερικό, έχουν φέρει για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια τη χώρα σε δυσχερή θέση. Τα μέτωπα ανοίγουν το ένα μετά το άλλο, είτε εξ αιτίας των λόγων που προαναφέρθηκαν είτε λόγω γκαφών, γεγονός που επιτρέπει ακόμα και στην Αλβανία να ασκεί πιέσεις έχοντας την πρωτοβουλία στη διαμόρφωση της ατζέντας. Σε όλα αυτά η αντίδραση της κυβέρνησης είναι αμυντική και πάντως όχι τέτοια που θα απέτρεπε τη δημιουργία νέων μετώπων. Η κυβέρνηση παρουσιάζει εικόνα διάλυσης στον πλέον κρίσιμο τομέα, αυτόν της προάσπισης των εθνικών συμφερόντων και της εθνικής ασφάλειας, και αυτό δημιουργεί μια σειρά κινδύνων λόγω της διατάραξης των υφιστάμενων ισορροπιών στην περιοχή.

Σε γενικές γραμμές η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ έχει περιέλθει σε δύσκολη θέση, ενώ οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για επιδείνωση αυτής της θέσης το προσεχές διάστημα. Και μόνο η επιστολή Ντάισελμπλουμ, με την οποία ξανανοίγει το “Ασφαλιστικό” παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης, προϊδεάζει για το αχαρτογράφητο τοπίο στο οποίο ενδέχεται να οδηγηθούν οι εξελίξεις. Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά και τα σύννεφα πυκνώνουν πάνω από τη χώρα, η κυβέρνηση επιμένει να θεωρεί ως λύση την κατασκευή μιας παράλληλης πραγματικότητας, ελπίζοντας ότι η άφιξη του Προέδρου των ΗΠΑ θα λειτουργήσει λυτρωτικά εντός και εκτός συνόρων.

Προφανώς οι εξελίξεις σε μεγάλο βαθμό, τουλάχιστον αυτό έχει δείξει η τελευταία εξαετία, θα καθοριστούν από τη στάση των εταίρων της χώρας μας. Κατ’ επέκταση και πιστωτών μας. Ωστόσο το θέμα του χρέους, το οποίο η κυβέρνηση έχει αναγάγει σε μείζον διακύβευμα(χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι), ίσως να καταστεί καταλύτης των εξελίξεων μια και οι θεσμοί δεν φαίνεται να συμφωνούν σε μια ρύθμιση αυτή την ώρα, όταν μάλιστα οι “καμπάνες” στη Γερμανία ηχούν περίεργα εν όψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου. Εν ολίγοις η κυβέρνηση ελπίζει αλλά αυτό δεν συνάδει με τα δεδομένα. Το χειρότερο μάλιστα είναι ότι “ιδεολογικοποιώντας” την ελπίδα και βλέποντας τις προσδοκίες της να ανατρέπονται, χάνει τη ψυχραιμία της και επιρρίπτει ευθύνες σε εχθρούς που η ίδια φροντίζει κάθε φορά να κατασκευάζει.

Το δέον γενέσθαι στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν η συναίνεση και η πολιτική συνεννόηση μεταξύ της κυβέρνησης και των κομμάτων. Η κυβέρνηση όμως, είτε λόγω ιδεολογικών εμμονών είτε λόγω ανικανότητας, από νωρίς επέλεξε τη σύγκρουση και τη ταξική αντιπαράθεση με τους πολιτικούς αντιπάλους της. Αναλώθηκε στην εφαρμογή ενός σχεδίου καταστολής της αντιπολίτευσης και ταυτόχρονα στη διαμόρφωση μιας νέας τάξης πραγμάτων, επιδιώκοντας να αντιγράψει μεθόδους και πρακτικές που χρησιμοποίησε το ΠΑΣΟΚ την τετραετία ’81-’85. Αντί βεβαίως να επιδιώξει, όπως θα έκανε κάθε υπεύθυνη κυβέρνηση σε μια χώρα που τελεί σε συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, τη μέγιστη δυνατή συναίνεση.

Το “εμείς” κι “εσείς”, αποτελεί πλέον μια πραγματικότητα που δύσκολα θα αλλάξει πριν από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Ως εκ τούτου ο κύβος ερίφθη και το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον για τη κυβέρνηση. 

*Ο Χάρης Παυλίδης είναι δημοσιογράφος.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα