Τρεις μύθοι που στοιχειώνουν τη Δύση

Διαβάζεται σε 7'
Ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν
Ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν Yara Nardi, Pool via AP

Τρεις μύθοι υποδαυλίζουν την απόγνωση του Δυτικού Ακραίου Κέντρου. Κάθε ένας από αυτού είναι κάτι χειρότερο από λανθασμένος: είναι παραπλανητικός.

Η βιωσιμότητα ενός καθεστώτος φαίνεται από την αυτοπεποίθηση των ηγεμονικών «ελίτ». Σήμερα, στις δύο πλευρές του Ατλαντικού κάθε άλλο παρά αυτοπεποίθηση έχουν. Τον τελευταίο χρόνο, τρίβουν τα μάτια τους με τον τρόπο που εξελίσσονται τα πράγματα.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι κεντρώοι τραβάνε τα μαλλιά τους με τις «αχάριστες» μάζες που αρνούνται να εκτιμήσουν τις οικονομικές «επιτυχίες» του προέδρου Τζο Μπάιντεν, κι έτσι κλίνουν προς τον Ντόναλντ Τραμπ. Στην Ευρώπη, παρόμοια απόγνωση δημιουργεί στους κεντρώους το σαρωτικό κύμα των διαφορετικών εκφάνσεων του Τραμπισμού εις βάρος φιλελεύθερων σταρ, όπως ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και οι Πράσινοι της Γερμανίας.

Σε ολόκληρη τη Δύση, από την μία, η αποτυχία των δρακόντειων κυρώσεων να πλήξουν τη ρωσική οικονομία και, από την άλλη, η ανθεκτικότητα των κινεζικών εταιρειών υψηλής τεχνολογίας στο εξοντωτικό εμπάργκο μικροτσίπ της Ουάσιγκτον, προκάλεσαν απόγνωση η οποία, με την σειρά της, οδήγησε σε έναν συνδυασμό μηδενισμού και πολεμοκαπηλείας. 

Τρεις μύθοι υποδαυλίζουν την απόγνωση του Δυτικού Ακραίου Κέντρου το οποίο, ως πρότινος, θεωρούσε δεδομένη την ηγεμονία του. Ο πρώτος μύθος είναι ότι το πολιτικό κέντρο είναι, εξ ορισμού, ο μεγαλύτερος εχθρός της ακροδεξιάς. Ο δεύτερος είναι η προσκόλληση στον μύθο του «μέσου ψηφοφόρου», ο οποίος δήθεν καθορίζει την έκβαση των εκλογών. Ο τρίτος είναι ότι οι κυρώσεις και οι δασμοί θα έπλητταν καίρια την Κίνα και τη Ρωσία λόγω της εξάρτησής τους από την υψηλή τεχνολογία, το κεφάλαιο και τα συστήματα πληρωμών της Δύσης.

Κάθε ένας από αυτούς τους τρεις μύθους είναι κάτι χειρότερο από λανθασμένος: είναι παραπλανητικός! Αν δεν αποδομηθούν, καταρριφθούν για την ακρίβεια, οι τρεις αυτοί μύθοι καθιστούν αδύνατη την κατανόηση της παρούσας ιστορικής συγκυρίας.

Ξεκινώ με τον μύθο της μεγάλης, δήθεν, αντιπαλότητας Ακραίου Κέντρου και Ακροδεξιάς. Ερώτημα: Θα είχε έρθει από το πουθενά ο Μακρόν για να κερδίσει την Προεδρία της Γαλλίας αν η Μαρίν Λεπέν δεν ήταν ισχυρή διεκδικήτρια; Σε καμία περίπτωση. Δεύτερο ερώτημα: Θα είχε γίνει πολιτικός όπως η Λεπέν ισχυρός διεκδικητής της γαλλικής Προεδρίας αν κάποιος σαν τον Μακρόν δεν χάριζε πλούτο στους πλούσιους (π.χ. φορολογικές παροχές και χρήση του λεφτόδεντρου υπέρ των λίγων) ενώ επέβαλε λιτότητα στον μισό τουλάχιστον πληθυσμό; Και πάλι, όχι.

Ενώ δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Μακρόν και η Λεπέν (όπως ο Μπάιντεν κι ο Τραμπ στις ΗΠΑ) απεχθάνονται ο ένας τον άλλον, η πολιτική ισχύς τους είναι συμβιωτική: Οι πολιτικές του Ακραίου Κέντρου τροφοδοτούν τη νεοφασιστική δεξιά, η άνοδος της οποίας ανατροφοδοτεί τον ισχυρότερο ισχυρισμό του Ακραίου Κέντρου ότι είναι το βασικό προπύργιο ενάντια στον… νεοφασισμό. Και ούτω καθεξής.

Προχωρώ στον δεύτερο μύθο, περί του «αχάριστου» μέσου ψηφοφόρου που δεν εκτιμά την φημολογούμενη ισχυρή μεταπανδημική οικονομική ανάκαμψη των δυτικών οικονομιών. Οι μόνοι που παραξενεύονται με την δημοφιλία του Τραμπ, ή την πολιτική κατάρρευση του Μακρόν, είναι όσοι ζουν σ’ έναν κόσμο όπως τον περιγράφουν τα excel (οι βάσεις δεδομένων) που σφύζουν με αριθμούς για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και άλλα τέτοια μακροοικονομικά στοιχεία. Γι’ αυτούς, μια δεκαδική μονάδα αύξησης του ΑΕΠ εδώ και μια ποσοστιαία μονάδα μείωσης του ποσοστό ανεργίας εκεί θα έπρεπε να κάνουν τη διαφορά. Αυτή τους η πλάνη οφείλεται στην αδυναμία τους να κατανοήσουν ότι κανείς μας δεν ταυτίζεται με τον μέσο ψηφοφόρο.

Το 1992, το προεκλογικό σύνθημα του Μπιλ Κλίντον ήταν «It’s the economy, stupid» («Το μόνο που μετράει είναι η οικονομική κατάσταση ηλίθιε!») Δίκιο είχε. Αλλά το ερώτημα σήμερα είναι: Ποιανού οικονομική κατάσταση; Όταν ερωτώνται μεροκαματιάρηδες γιατί είναι θυμωμένοι την ώρα που το ΑΕΠ αυξάνεται, απαντούν: «Μπορεί το δικό σας ΑΕΠ να αυξήθηκε, αλλά το δικό μου όχι». Όταν τους λένε ότι ο πληθωρισμός έχει εξομαλυνθεί, ανταπαντούν: «Ίσως οι δικές σας τιμές να προσγειώθηκαν, αλλά αυτές που πληρώνω εγώ συνεχίζουν να ανεβαίνουν»! Πολύ απλά, στην μετά το 2008 οικονομία, η πλειοψηφία τα βγάζει πέρα όλο και πιο δύσκολα την ώρα που τα μακροοικονομικά  στοιχεία ευημερούν.

Πάμε τώρα στον τρίτο μύθο: Το Ακραίο Κέντρο υπερεκτίμησε την δυνατότητα της Δύσης να επιβάλλεται επί των εξωτερικών εχθρών της, της Ρωσίας και της Κίνας ειδικότερα. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα της άσκησης της αναμφισβήτητα μεγάλης Δυτικής ισχύος ήταν ακριβώς το αντίθετο από το επιδιωκόμενο.

Οι άνευ προηγουμένου κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην Ρωσία, μετά την εισβολή στην Ουκρανία, αποδείχθηκαν θείο δώρο για τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Η μεγαλύτερη αδυναμία του Πούτιν ήταν η περιορισμένη εξουσία που είχε επί των ρώσων ολιγαρχών, οι οποίοι το έπαιζαν δίπορτο διατηρώντας το μεγαλύτερο μέρος της λείας τους στη Δύση. Οι κυρώσεις εξασφάλισαν στον Πούτιν την ευκαιρία να τους εξαναγκάσει να επιλέξουν μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Επί πλέον, του έδωσαν την ευκαιρία να τους  γλυκάνει το τελεσίγραφο χαρίζοντάς τους (ως αντάλλαγμα στην επιστροφή κεφαλαίων τους από το εξωτερικό) τις κερδοφόρες επιχειρήσεις (όπως τα McDonalds ή το Ikea) τα οποία εγκατέλειπαν οι δυτικές εταιρείες. Επιπλέον, η πολεμική οικονομία της Ρωσίας, αποκομμένη από τις δυτικές αλυσίδες εφοδιασμού, οδήγησε σε μαζική επανεκβιομηχάνιση της Ρωσίας. Η προσπάθεια αυτή υπερ-αντιστάθμισε τη σοβαρή απώλεια εισαγόμενων ενδιάμεσων αγαθών και τις συναφείς αυξήσεις των τιμών.

Η ανθεκτικότητα της Κίνας απογοήτευσε ακόμη περισσότερο τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στην Ουάσινγκτον, οι οποίοι πίστευαν ότι ο νόμος CHIPS & Science Act του Μπάιντεν, ο οποίος απαγόρευε σε οποιονδήποτε (όχι μόνο στους Αμερικανούς) να πουλά προηγμένους ημιαγωγούς-μικροτσίπ σε κινεζικές εταιρείες, θα έπληττε αποφασιστικά τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας της Κίνας και θα βοηθούσε τις ΗΠΑ να κερδίσουν τον Δεύτερο Ψυχρό Πόλεμο. Η Huawei, για παράδειγμα, ανέπτυξε νέο, εντυπωσιακό, λογισμικό με το οποίο αποσπά περισσότερη υπολογιστική ισχύ από τα πιο παλιά μικροτσίπ, ενώ η ίδια κι άλλοι εγχώριοι κατασκευαστές εξελίσσουν τα δικά τους, κινεζικά υπερ-προηγμένα τσιπ. Στο μεταξύ, η πλημμυρίδα φθηνών και τεχνολογικά ανώτερων ηλεκτρικών αυτοκινήτων και τεχνολογιών πράσινης ενέργειας έπιασε απροετοίμαστη τη Δύση.

Ίσως το μεγαλύτερο πλήγμα στην αυτοπεποίθηση των ακροκεντρώων ήρθε από την συνειδητοποίηση πως τριάντα χρόνια ατροφικών επενδύσεων (για να μην πω αποεπένδυσης) τόσο στη βιομηχανία όσο και στις δυνατότητες των κρατών να οικοδομούν δίκτυα και υποδομές, άφησαν την Δύση πίσω τεχνολογικά, οικονομικά και, ως αποτέλεσμα, πολιτικά. Όπου κι αν κοιτάξουμε -είτε στις ΗΠΑ, είτε στη Βρετανία, είτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση- βλέπουμε προηγμένα κράτη που στερούνται την τεχνογνωσία που κάποτε είχαν να παράγουν πράγματα απαραίτητα- από σύγχρονους σιδηροδρόμους στη Βρετανία, πλοία στην Αμερική μέχρι πράσινη ενέργεια και δημόσια υγεία σε όλη τη Δύση.

Η αντίθεση με τις εξελίξεις στην Κίνα, αλλά και στη Ρωσία, πανικοβάλει τους Δυτικούς ιθύνοντες τόσο που τ;αρχίζουν να κατανοούν – πολύ αργά βέβαια – το κόστος που είχε η εξάρτησή τους από τους λομπίστες των ολιγοπωλίων και τα διάφορα think tanks τα οποία τους έσπρωχναν σε ιδιωτικοποιήσεις και ΣΔΙΤ που εξάντλησαν την ικανότητα των κρατών τους να καινοτομούν οικοδομώντας τις απαραίτητες σύγχρονες υποδομές. Τώρα πλέον μένει να δούμε αν αυτή η πικρή συνειδητοποίηση, έστω και καθυστερημένα, τους πείσει να εγκαταλείψουν τους τρεις μύθους που τους τύφλωναν τόσο καιρό.

*Το πιο πάνω άρθρο αποτελεί απόδοση της μηνιαίας στήλης του Γιάνη Βαρουφάκη στο Project Syndicate με αρχικό τίτλο “Three Myths Haunting the West”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα