Τσίπρας και Καραμανλής, αλήθειες και μυστικά…
Στις διαπραγματεύσεις, δυστυχώς ή ευτυχώς, ο κάθε “επόμενος” βρίσκει τα πράγματα εκεί που τα άφησε ο “προηγούμενος”. Μπορεί μόνο οι συμφωνίες να παράγουν τετελεσμένα, όμως τα scripta κάθε φάσης της διαπραγμάτευσης χρησιμοποιούνται, συνήθως, ως σημείο εκκίνησης για το επόμενο στάδιο.
- 30 Ιουνίου 2019 13:12
Στην υπόθεση της διαπραγμάτευσης σχετικά με το Μακεδονικό που κατέληξε στην Συνθήκη των Πρεσπών, αίσθηση, γνώση και πληροφόρηση “για το που πήγαινε το πράγμα” είχαν, έμμεσα ή άμεσα, αρκετοί παράγοντες του δημοσίου βίου ένθεν κακείθεν.
Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ονόματα, αλλά εάν θέλουμε να υπερβούμε τις προεκλογικές “αναγκαιότητες”, το “blame game” και την θεμιτά, ίσως, επιδιωκόμενη υστεροφημία, ισοδυναμεί με εθελοτυφλία να αγνοούμε ότι η ενημέρωση και έως ένα βαθμό η συμμετοχή διαχύθηκε από πολύ “ψηλά” -και δεν αναφέρομαι μόνο στην κυβερνητική ιεραρχία- μέχρι και κορυφαία στελέχη των κομμάτων και ιδιαίτερα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Είναι ευθύνη των προσώπων αυτών, έστω σε “νεκρό” πολιτικό χρόνο, να το παραδεχθούν και να αποδώσουν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Όπως και να διατυπώσουν κάποτε λόγο αυτοκριτικής για όσα συνέβησαν από τη Σύνοδο της Λισαβόνας και την Ενδιάμεση Συμφωνία μέχρι τις Πρέσπες.
Ο Κώστας Καραμανλής είναι ένας εξ αυτών που είχαν αναμφίβολα αίσθηση, πιθανότατα και πληροφόρηση. Αυτό δεν τον καθιστά συνυπεύθυνο για την συμφωνία αυτή καθ’ αυτή. Το γεγονός, όμως, πως στάθηκε με σχετική ηπιότητα απέναντι σε όσα διαδραματίσθηκαν κάτι σημαίνει. Οι συνομιλητές του το γνωρίζουν καλύτερα. Όπως και εκείνοι που κράτησαν ανοικτούς και διαχειρίσθηκαν τους διαύλους επικοινωνίας. Είναι, όμως, συνυπεύθυνος για όσα συνέβησαν όλα τα προηγούμενα χρόνια σχετικά με το εθνικό θέμα. Η πλάνη δεν είναι μόνο ευθύνη των άλλων. Και στο Μακεδονικό και στα ελληνοτουρκικά.
Η προς Τζορτζ Μπους Τζούνιορ επιστολή του 2005 ήταν γνωστή στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ. Την έχουν περιγράψει κατά καιρούς πολλοί. Η τότε επικεφαλής του διπλωματικού συνδέσμου της Ελλάδας στα Σκόπια Ντόρα Γροσσομανίδου, για παράδειγμα, έχει δηλώσει τα εξής εδώ και χρόνια: “Όταν ανέλαβα επικεφαλής του Γραφείου Συνδέσμου στα Σκόπια, τον Ιανουάριο του 2005, η ελληνική κυβέρνηση προσπαθούσε να συνέλθει από το vertigo που της προκάλεσε η προ μηνός αναγνώριση της πΓΔΜ από τις ΗΠΑ ως Δημοκρατία τής Μακεδονίας. Τη διακυβέρνηση τότε ασκούσε το SDSM (Σοσιαλδημοκρατική Ένωση), όπως και σήμερα. Τον Μάρτιο του 2005 κατατέθηκε η πρόταση Nimetz «Δημοκρατία της Μακεδονίας – Σκόπια» στην κυριλλική αλφάβητο, την οποία αποδέχτηκε η Αθήνα, ως βάση για διαπραγμάτευση και απέρριψαν τα Σκόπια, με το σκεπτικό ότι στην κυριλλική αλφάβητο η υπηκοότητα θα εκφερόταν «makedonski» και όχι «macedonian»“.
Ως προς τούτο, ο Κώστας Καραμανλής έχει και δίκιο και άδικο. Αποδέχθηκε την πρόταση Νίμιτς για διπλή ονομασία (περί αλλαγών στο Σύνταγμα, γλώσσα και άλλα δεν είχε ξεκινήσει καμία συζήτηση), ωστόσο είναι γνωστό πως το έκανε υπό το καθεστώς της αμερικανικής πίεσης και, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, ως τακτική κίνηση ελιγμού.
Στις διαπραγματεύσεις, δυστυχώς ή ευτυχώς, ο κάθε “επόμενος” βρίσκει τα πράγματα εκεί που τα άφησε ο “προηγούμενος”. Μπορεί μόνο οι συμφωνίες να παράγουν τετελεσμένα, όμως τα scripta κάθε φάσης της διαπραγμάτευσης χρησιμοποιούνται, συνήθως, ως σημείο εκκίνησης για το επόμενο στάδιο.
Το ίδιο συμβαίνει και στο Κυπριακό. Η επανεκκίνηση των συνομιλιών, για παράδειγμα, μετά την επιστολή Αναστασιάδη στον Γκουτέρες θα γίνει (εάν γίνει) επί του “κεκτημένου” του Κρανς Μοντανά (εγγυήσεις, ασφάλεια κ.ά) και μόνο εάν και οι δύο πλευρές συμφωνήσουν αυτό μπορεί να μεταβληθεί. Αλλά θα καταστεί σαφές πως κάποιος εκ των δύο υποχώρησε.
Στην μακρά ιστορία του Μακεδονικού, κάθε φάση διαπραγμάτευσης διεξαγόταν μάλλον σε χειρότερο πλαίσιο για τα ελληνικά συμφέροντα σε σύγκριση με την προηγούμενη, τηρουμένων, βεβαίως, των αναλογιών και των ειδικών γεωπολιτικών και εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών κάθε εποχής.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο ειδικός διαμεσολαβητής Μάθιου Νίμιτς ακόμα και όταν ξεκίνησε η διαπραγμάτευση Κοτζιά- Ντιμιτρόφ περιέφερε στις συναντήσεις την ίδια λίστα πιθανών ονομασιών (πέντε) που είχαν διερευνηθεί σε κάποια από τις προηγούμενες φάσεις. Η “Μακεδονία- Σκόπια” ήταν μία από αυτές ακριβώς επειδή υπήρχε το “προηγούμενο” του 2005 -αλλά και νωρίτερα- και το γεγονός πως απορρίφθηκε ασμένως από την ελληνική πλευρά (Κοτζιάς) αποτέλεσε μια πρώτη μικρή επιτυχία.
Το ίδιο συνέβη και με την ονομασία “Νέα Μακεδονία” επειδή στα πρακτικά των διαπραγματεύσεων και στις παλαιότερες δημόσιες τοποθετήσεις υπουργών και διπλωματών είχε εκφρασθεί αποδοχή.
Στην πολιτική σύγκρουση κυβέρνησης- Ν.Δ στη Βουλή για το Μακεδονικό, πριν περίπου ένα χρόνο, ο τότε υπουργός Εξωτερικών είχε αναφερθεί εκτενώς στην διαπραγμάτευση προηγούμενων κυβερνήσεων και είχε προσκομίσει έγγραφα του Υπ.ΕΞ που είχαν αποχαρακτηρισθεί γι αυτόν τον λόγο. Η επιστολή Καραμανλή στον Μπους δεν ήταν μεταξύ αυτών- αν και είχε υπονοηθεί. Και δεν είχε γίνει εκτενής αναφορά για δύο βασικά λόγους:
Πρώτον, γιατί το συγκεκριμένο έγγραφο δεν βρισκόταν στο αρχείο του υπουργείου αλλά στην “διπλωματική υπηρεσία” του Μεγάρου Μαξίμου καθώς είχε σταλεί από το διπλωματικό γραφείο του τότε πρωθυπουργού.
Δεύτερον, και σοβαρότερο, διότι η κυβέρνηση Τσίπρα επέλεξε -και κατά αρκετούς ορθώς- να μην εκθέσει πολιτικά τον Κώστα Καραμανλή, επενδύοντας στην μετριοπάθειά του ως αντίβαρο στην διχαστική ρητορική περί ενδοτισμού που εξέπεμπαν κάποια ακραία στελέχη της Ν.Δ. Δεν είναι τυχαίο ότι τότε ο πρώην πρωθυπουργός είχε επιλέξει μια μάλλον ήπια στάση “εξουσιοδοτώντας” την Ντόρα Μπακογιάννη να μιλήσει “αντ’ αυτού” από το βήμα της Βουλής. Αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης με τα συλλαλητήρια για την Μακεδονία ο Κώστας Καραμανλής είχε κρατήσει αποστάσεις από την φρασεολογία της λεγόμενης “ομάδας Σαμαρά” την οποία σε κάποιες φάσεις είχαν υιοθετήσει και τα ηγετικά κλιμάκια του κόμματος.
Πρέπει να σημειωθεί -χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις- πως σε όλα αυτά ιδιαίτερα σημαντικός ήταν ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας και είμαι βέβαιος πως κάποτε θα μιλήσει για όλα αυτά “εθνικά” και “απελευθερωμένος”. Ο Προκόπης Παυλόπουλος είχε θετικά ενεργό ρόλο στην νομική, συνταγματική και εν τέλει πολιτική θωράκιση της Συνθήκης των Πρεσπών, γνωρίζοντας και την ιστορία των διαπραγματεύσεων αλλά και τις γεωπολιτικές αντοχές της χώρας. Και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είναι προφανώς κάποιος τυχαίος παράγοντας για τις πολιτειακές και συνταγματικές ισορροπίες αλλά και για την εγγύηση των εθνικών συμφερόντων. Ούτε και σε σχέση με την παράταξη από την οποία προέρχεται.
Εν μέσω όλων αυτών διαμορφώθηκε -για τους γνωρίζοντες- μια άτυπη “συμφωνία κυρίων”. Ο Αλέξης Τσίπρας ήθελε να διατηρήσει ως “κόρη οφθαλμού” την καλή και εποικοδομητική έμμεση επικοινωνία με τον Κώστα Καραμανλή (σχέση που οικοδομήθηκε χάρη και στην επιλογή του Προκόπη Παυλόπουλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας και στην συνέχεια χάρη ακριβώς στην παρουσία του τελευταίου στο ύπατο αξίωμα) και, γιατί όχι, για να την αξιοποιεί πολιτικά ως μια οδό πρόσβασης στην μετριοπαθή πτέρυγα της συντηρητικής παράταξης.
Όσο το τηρούσε αυτό η μια πλευρά, το τηρούσε και η άλλη. Ακόμα και όταν κάποιοι έκαναν λόγο για “καραμανλική συνιστώσα” στον ΣΥΡΙΖΑ, ή όταν επισήμαιναν την αιδήμονα σιωπή για το πλαίσιο και τις ευθύνες χρεοκοπίας της χώρας το 2009.
Οι επισκέπτες του πρώην πρωθυπουργού στο γραφείο του στην οδό Παναγή Κυριακού γνωρίζουν πολύ καλά τον τρόπο με τον οποίο μιλούσε για τον Αλέξη Τσίπρα επί σειρά ετών. Και δεν ήταν αρνητικός. Το αντίθετο.
Η “άτυπη συμφωνία” έσπασε για μια σειρά λόγων:
Κατά’ αρχάς επειδή ο Κώστας Καραμανλής δέχθηκε -στο όνομα της παράταξης που αποτελούσε πάντοτε οδηγό αλλά και κρυφή ενοχή του ως “συνιδιοκτήτης”- να επιστρατευθεί στην επιδίωξη της αυτοδυναμίας της Ν.Δ.
Και δεν το δέχθηκε απλώς. Ανέλαβε τον πολύ συγκεκριμένο ρόλο να ανακόψει την πορεία του Κυριάκου Βελόπουλου προς το 3% που του εξασφαλίζει την είσοδο στη Βουλή και να συνδράμει στην αύξηση των ποσοστών του κόμματος στη Βόρεια Ελλάδα –και επιπλέον στην διασφάλιση της εκλογής του Ευρυπίδη Στυλιανίδη στη Ροδόπη.
Όσοι ξεχνούν ότι ο Καραμανλής είναι…Καραμανλής κάνουν λάθος. Κι όσοι έσπευσαν να τον μεμφθούν γι αυτό, ούτε τον Καραμανλή γνωρίζουν, ούτε τη δύναμη της στιγμής που ένα μεγάλο κόμμα βρίσκεται προ των θυρών της εξουσίας, ούτε, φυσικά, την ανθρώπινη ανάγκη να είναι κανείς μέρος ενός “μεγάλου παιχνιδιού”.
Δεν θα μπορούσε να παραμείνει εσαεί “απόστρατος” στην κλιματιζόμενη ατμόσφαιρα του γραφείου του την ώρα που η Ν.Δ οδεύει ολοταχώς προς την αυτοδυναμία.Κακώς, επαναλαμβάνω, πίστεψαν κάποιοι πως η δεκαετής απουσίας σήμαινε και οριστική απόσυρση από τα τεκταινόμενα. “Κεφάλαιο” τον ανέβαζαν, “εγγυητή” τον κατέβαζαν, πολλοί, και δεν ήταν ούτε τυχαίο, ούτε λεγόταν ερήμην του.
Είναι, άλλωστε, και νεοδημοκράτης από τα γεννοφάσκια του, και πολιτικός με αίσθηση της εποχής και των τάσεων, αλλά και άνθρωπος με την ανάγκη της υστεροφημίας.
Το εάν αυτό θα εξαργυρωθεί σε δεύτερο χρόνο με το ύπατο αξίωμα, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, μένει να αποδειχθεί, ωστόσο μάλλον δεν ήταν αυτό το πρωτογενές ελατήριο της πολιτικής επιστροφής του.
Αυτή η επιστροφή ως προσθετική αξία στη Ν.Δ λίγο πριν τις εκλογές είναι που προκάλεσε τα αντανακλαστικά του ΣΥΡΙΖΑ. Αίφνης, εκδηλώθηκε μια μετάλλαξη από την τακτική που ήθελε τον Καραμανλή “τοτέμ” του πολιτικού συστήματος και “μνημείο μετριοπάθειας” (και η οποία σε μεγάλο βαθμό είχε εξαφανίσει από τις σελίδες της σύγχρονης ιστορίας τι συνέβη πριν το 2009) σε μια αναγκαστική τακτική επιθετικότητας και αμφισβήτησής του.
Η στροφή ήταν απότομη και είναι αλήθεια πως κάποιοι πρέπει να προβληματισθούν τι είναι καλύτερο. Αυτό που συνέβαινε μέχρι πρότινος, αυτό που συμβαίνει τώρα, ή τίποτε από τα δύο; Αυτή θα είναι μία από τις πολλές συζητήσεις που πρέπει να γίνουν μετεκλογικά στον ΣΥΡΙΖΑ και ειδικότερα στο επιτελείο του Αλέξη Τσίπρα.
Το γεγονός, ακόμα, πως ο περιοδεύων Καραμανλής στη Βόρεια Ελλάδα επανέφερε στην προεκλογική ατζέντα τη Συμφωνία των Πρεσπών και δη με τρόπο άγαρμπο που εκθέτει την προηγούμενη σιωπηρή μετριοπάθειά του, προκάλεσε περαιτέρω αντιδράσεις στο επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου. Και κάπως έτσι φτάσαμε στην δημοσιοποίηση της προς Μπους επιστολή.
Εν κατακλείδι, σφάλματα έγιναν πολλά. Και στις δύο πλευρές.
Ο πρώην πρωθυπουργός δεν θα ομολογήσει ποτέ πως στις Πρέσπες γράφτηκε ένα επιμύθιο (με κενά και γκρίζες περιοχές που ενυπάρχουν σε κάθε συμβιβασμό), το οποίο πολύ θα ήθελε να είχε υπογράψει εκείνος κάποτε, ο δε Αλέξης Τσίπρας πρέπει να σκεφτεί πολύ σοβαρά πως η αξία των πολιτικών συμμαχιών δεν ακολουθεί κανέναν εις το πολιτικό διηνεκές.
Και, επιπλέον, πως τα συμφέροντα στην πολιτική είναι ενίοτε σημαντικότερα από την χαριτωμένη διάθεση υπερχειλίζουσας αυτοπεποίθησης που υποτιμά αντιπάλους και μπλοκ δυνάμεων.
Ίσως, αυτές τις μέρες, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει με δέος το πόσο (προσχηματικά;) ενωμένη και συμπαγής είναι η Ν.Δ και να σκεφτεί πως θα αντιγράψει μερικά απ΄ αυτά τα “προτερήματα” στο κόμμα που πρέπει να δημιουργήσει προσεχώς. Τόσο κυνικά και με την γνώση πως πολλοί θα διαφωνήσουν. Αυτό και σε απάντηση- ενίσχυση του άρθρου του Μάνου Χωριανόπουλου.