Ξεθωριασμένοι θρίαμβοι: Γιατί ο εορτασμός των Ολυμπιακών Αγώνων είναι αχρείαστος

Διαβάζεται σε 7'
Ξεθωριασμένοι θρίαμβοι: Γιατί ο εορτασμός των Ολυμπιακών Αγώνων είναι αχρείαστος
Ολυμπιακοί Αγώνες 2004 EUROKINISSI

Αξίζει πράγματι να επενδύουμε συμβολικό κεφάλαιο αλλά και χρήματα στην αναβίωση μιας αμφιλεγόμενης διοργάνωσης που, με πολλούς τρόπους, έθεσε το σκηνικό για την (σχεδόν) κατάρρευση της χώρας;

Σε πρώτο επίπεδο, η απόφαση της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής (ΕΟΕ) να διοργανώσει μια μεγάλη δημόσια γιορτή για να τιμήσει την 20ή επέτειο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας 2004 μπορεί να φαίνεται ως ένας ευγενής φόρος τιμής στους αθλητές και εθελοντές, επιδιώκοντας ίσως να αναζωπυρώσει και την εθνική μας υπερηφάνεια που συνόδευσε τους Αγώνες πριν από δύο δεκαετίες. Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια, αυτή η γιορτή αποκαλύπτει μια βαθύτερη κοινωνική νόσο: την εμμονή μας με τις επιτυχίες του παρελθόντος και το έλλειμα συλλογικού αφηγήματος από το πολιτικό και πολιτιστικό κατεστημένο για το μέλλον της χώρας.

Αξίζει πράγματι να επενδύουμε συμβολικό κεφάλαιο αλλά και χρήματα στην αναβίωση μιας αμφιλεγόμενης διοργάνωσης που, με πολλούς τρόπους, έθεσε το σκηνικό για την (σχεδόν) κατάρρευση της χώρας;

Αθήνα 2004: Μια πύρρειος νίκη εθνικού γοήτρου

Ενώ οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας το 2004 αρχικά θεωρήθηκαν ως πανεθνική επιτυχία –κυρίως λόγω της δικαιωματικής επιστροφής των Αγώνων στη γενέτειρά τους–, οι οικονομικές συνέπειες της διοργάνωσης υποδηλώνουν τον υπέρμετρο ζήλο για την ανάκτηση του εθνικού γοήτρου με κάθε κόστος και αδιαφορία για την επόμενη μέρα. Ο καθηγητής πολιτικής κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Δημήτρης Σωτηρόπουλος, περιγράφει αυτό το φαινόμενο ως μέρος μιας ευρύτερης παθολογίας της ελληνικής πολιτικής – αυτό που αποκαλεί πολιτική της μεγαλοπρέπειας, μια ανάγκη δηλαδή να αποδεικνύεται το εθνικό γόητρο συχνά εις βάρος του δημόσιου καλού. «Η πολιτική κουλτούρα της Ελλάδας έχει εδώ και καιρό οριστεί από τη μεγαλοπρέπεια του θεάματος», γράφει ο Σωτηρόπουλος, «συχνά καλύπτοντας βαθύτερες συστημικές αποτυχίες που παραμένουν ανεπίλυτες».

Αυτό το φαινόμενο δεν είναι μοναδικό στην Ελλάδα, αλλά έχει διαδραματίσει έναν ιδιαίτερα καταστροφικό ρόλο στη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Εορτασμοί όπως η επερχόμενη εκδήλωση για την 20ή επέτειο αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν την σκληρή πραγματικότητα ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας δεν ήταν τόσο μια θριαμβευτική στιγμή όσο μια πύρρειος νίκη, μια εφήμερη ώθηση στην εθνική μας υπερηφάνεια που άφησε όμως πίσω της μια οικονομική και κοινωνική έρημο.

Λευκοί ελέφαντες

Η κληρονομιά των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 συχνά μετριέται με όρους υλικών υποδομών. Οι εγκαταλελειμμένοι, κακοσυντηρημένοι και αναξιοποίητοι στην πλειοψηφία τους χώροι που είναι διάσπαρτοι στο λεκανοπέδιο, αυτοί οι “λευκοί ελέφαντες” αποτελούν κατάλοιπα μιας εκδήλωσης που φαινόταν μεγαλειώδης τότε αλλά τελικά αποδείχθηκε μια λανθασμένη, ανορθολογική κατανομή πόρων. Όπως σημειώνει ο πολιτικός οικονομολόγος Λουκάς Τσούκαλης, οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν εμβληματικοί για «μια χώρα που ζούσε πέρα από τις δυνατότητές της», δίνοντας προτεραιότητα στην εικόνα αντί για την ουσία και στην εθνική υπερηφάνεια αντί για την οικονομική φειδώ.

Οι μακροχρόνιες συνέπειες αυτής της κακοδιαχείρισης είναι αισθητές ακόμη και σήμερα. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, το οποίο επιδεινώθηκε από τους Αγώνες, τελικά εξελίχθηκε σε μια κρίση χρέους. Καθώς γιορτάζουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, πρέπει επιτέλους να αποδεχθούμε ότι αυτό το γεγονός συνέβαλε στην οικονομική αστάθεια που θα καθόριζε τη «χαμένη δεκαετία» της Ελλάδας.

H έρευνα του οικονομολόγου Ιωάννη Μπουρνάκη, όπως έχει δημοσιευθεί στο Greek Economic Review, σημειώνει ότι ενώ η άμεση οικονομική ώθηση από τους Αγώνες ήταν εμφανής, δεν μεταφράστηκε σε βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. Αντίθετα, η Ελλάδα έμεινε με τεράστια χρέη και εγκαταστάσεις που απαιτούσαν δαπανηρή συντήρηση, αποστραγγίζοντας περαιτέρω τους κρατικούς πόρους.

Η νοσταλγία ως εθνική πολιτική

Ίσως το πιο ανησυχητικό στοιχείο του εορτασμού των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας είναι η συλλογική μας εξάρτηση από τη νοσταλγία. Ο κοινωνιολόγος Νίκος Μουζέλης έχει από καιρό υποστηρίξει ότι η ελληνική κοινωνία πάσχει από μια βαθιά ριζωμένη πολιτισμική τάση να εξιδανικεύει το παρελθόν, συχνά εις βάρος της μελλοντικής ανάπτυξης. Στο σημαντικό του έργο, Η Σύγχρονη Ελλάδα: Όψεις της Υπανάπτυξης, ο Μουζέλης ασκεί κριτική στην εμμονή της Ελλάδας με την «αναδρομική εθνική υπερηφάνεια», που επικεντρώνεται σε ιστορικά επιτεύγματα, αρχαία και σύγχρονα, ενώ αγνοεί την ανάγκη για πρόοδο και μεταρρύθμιση.

Η ανάλυση του Μουζέλη ξεπερνά την απλή πολιτισμική κριτική και αγγίζει τον πυρήνα της πολιτικής και οικονομικής δυσλειτουργίας της Ελλάδας. Υποστηρίζει ότι η εμμονή του κράτους με τους ιστορικούς συμβολισμούς, είτε πρόκειται για την αρχαία Ελλάδα, είτε για την Επανάσταση του 1821, είτε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, συχνά χρησιμεύει ως αντιπερισπασμός από την αδυναμία του να εφαρμόσει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. «Με την εμμονή στις δόξες του παρελθόντος», γράφει ο Μουζέλης, «η ελληνική κοινωνία αποφεύγει να αντιμετωπίσει τις άβολες πραγματικότητες του παρόντος της».

Αυτή η εμμονή είναι εμφανής και στο “Αθήνα: 20 χρόνια μετά”, το οποίο αποτελεί κλασική περίπτωση αυτού που ο ιστορικός Κώστας Δουζίνας αποκαλεί «πολιτική της αποφυγής», εννοώντας τη χρήση και αναβίωση εθνικών συμβολισμών για να καλύψουν κοινωνικά και οικονομικά ρήγματα του παρόντος.

Ένας παρωχημένος εορτασμός

Η χρονική στιγμή αυτής της εκδήλωσης έχει, επίσης, σημασία, αν λάβουμε υπόψη το ευρύτερο πλαίσιο. Η Ελλάδα βρίσκεται αυτή τη στιγμή αντιμέτωπη με βαθιές δομικές προκλήσεις, από την αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα μέχρι ένα υποχρηματοδοτούμενο εκπαιδευτικό σύστημα. Πολλά δημόσια σχολεία, για παράδειγμα, αγωνίζονται με παλαιωμένες εγκαταστάσεις, υπερπλήρεις τάξεις και ελλείψεις προσωπικού. Ταυτόχρονα, η ανεργία των νέων παραμένει μία από τις υψηλότερες στην ΕΕ, ωθώντας ακόμη χιλιάδες νέους να αναζητήσουν καλύτερες ευκαιρίες στο εξωτερικό.

Δεδομένων των παραπάνω, η απόφαση να εορταστούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 μοιάζει άστοχη. Αν οι πόροι και η ενέργεια που δαπανώνται για αυτή την εκδήλωση διοχετεύονταν εν είδη δωρεάς στην αντιμετώπιση πιο πιεστικών αναγκών, ας πούμε στην ανακαίνιση μερικών σχολείων ή ενός προγράμματος υποτροφιών, ίσως το μήνυμα της ΕΟΕ –και της Πολιτείας ευρύτερα – να ήταν πιο “παραγωγικό”, καταδεικνύοντας τη θεσμική πίστη στη νέα γενιά που θα συνδιαμορφώσει το κοινό μας μέλλον.

Εθνική υπερηφάνεια revisited

Καθώς η Ελλάδα προχωρά στον 21ο αιώνα, χρειάζεται να υιοθετήσει και να αρθρώσει με σαφήνεια ένα αφήγημα εθνικής υπερηφάνειας, βασιζόμενο όχι στη νοσταλγία, αλλά στην υπόσχεση ενός πιο δίκαιου, ισότιμου και προορατικού μέλλοντος. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε την ιστορία μας, αλλά σίγουρα προϋποθέτει μια θαρραλέα στροφή στο πώς αυτή η ιστορία ερμηνεύεται, εκφράζεται και ενσωματώνεται στο τώρα που γεννά το αύριο. Αντί να εξυμνούμε πανωλεθρίαμβους (για να χρησιμοποιήσω τον υπέροχο τίτλο βιβλίου του Κωνσταντίνου Τζούμα), όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004, η Ελλάδα θα μπορούσε να γιορτάζει τις δυνατότητές της να αναπτυχθεί – και γιατί όχι να ηγηθεί – σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η τεχνολογία και η καινοτομία.

Όπως έχει σημειώσει ο διεθνολόγος Παύλος Χατζόπουλος, «η αληθινή εθνική υπερηφάνεια προέρχεται από την ικανότητα μιας κοινωνίας να προσαρμόζεται και να ευημερεί υπό μεταβαλλόμενες συνθήκες, όχι από την ικανότητά της να αναπαράγει στιγμές μεγαλείου του παρελθόντος». Αυτή είναι μια μορφή εθνικής υπερηφάνειας στην οποία αξίζει να στοχεύσουμε, μια υπερηφάνεια ριζωμένη στην πρόοδο, όχι στην εμμονή με ξεθωριασμένους θριάμβους.

Σε κάθε περίπτωση, η πραγματική κληρονομιά των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 δεν είναι μια γιορτή με laser shows, τραγουδώντας όλοι μαζί το My Number One, αλλά ένα εξαιρετικό μάθημα για τους κινδύνους της υπέρμετρης φιλοδοξίας και των λανθασμένων προτεραιοτήτων ενός έθνους.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα