Πόσο καιρό έχουμε να ακούσουμε τηλεχαιρετίσματα στην εξουσία
Η επικοινωνιακή διαχείριση των προβλημάτων, δεν μπορεί να καλύψει την αλήθεια που αποκρύπτεται άγαρμπα, δια της συσκότισης στη δημόσια σφαίρα. Ποιος είναι ο πραγματικός κίνδυνος.
- 14 Ιανουαρίου 2021 07:02
Προκάτ συνεντεύξεις, προτηγανισμένες ερωτήσεις, πρόχειρα σκηνοθετημένα επικοινωνιακά show, κατά το δοκούν κινδυνολογία, πολωμένη σκανδαλολογία, κροκοδείλια δάκρυα και επικίνδυνοι συσχετισμοί συνθέτουν το μετανεωτερικό πεδίο στα ΜΜΕ της χώρας μας, εν μέσω κορονοϊού.
Την ώρα που τα κυρίαρχα ελληνικά media δείχνουν να χάνουν και τα τελευταία ψήγματα αξιοπιστίας τους συμπαρασύροντας σε ένα αέναο κύκλο αποδοκιμασίας και εκείνα που προσπαθούν να επιτελέσουν σωστά το λειτούργημά τους, το συμπέρασμα είναι το εξής:
Η μοναδική περίοδος κατά την οποία τα “συστημικά” – όπως αρέσει σε κάποιους να τα αποκαλούν – ιδιωτικά ΜΜΕ στην Ελλάδα λειτούργησαν σωστά, ήταν η περίοδος διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, υπό την έννοια ότι έκαναν διαρκή έλεγχο στην εξουσία.
Ιδεοληπτικά μεν, και μονόπλευρα, αλλά έκαναν.
Το λάθος του ΣΥΡΙΖΑ είναι πως αφενός συνέχισε το εμπάργκο στον ΣΚΑΙ για μεγάλο χρονικό διάστημα και από την άλλη αναλώθηκε σε μια αυτοκαταστροφική “γκρίνια”, αντί να αναδείξει δυναμικά την παραπάνω στρεβλή κατάσταση ως την ύψιστη ίσως και απολύτως διαχρονική, ελληνική παθογένεια.
Μη γελιόμαστε όμως. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχασε τις εκλογές επειδή δεν τον “έπαιζαν” τα κυρίαρχα ΜΜΕ, αλλά γιατί χάθηκε μέσα στη δική του ρητορική με αποτέλεσμα να απολέσει σταδιακά την αμεσοδημοκρατικη του ταυτότητα.
Πλέον στη χώρα έχει στηθεί ένα ακραίο κλίμα αμφισβήτησης και αποδόμησης των media εκ μέρους του κοινού, το οποίο στρέφεται όλο και περισσότερο στα social, με όλη την προβληματική της συνθήκης αυτής, με την Ελλάδα να είναι και ουραγός στο ranking των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα για την ελευθερία του Τύπου (65η θέση διεθνώς, στις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη).
Η όλη αποσάθρωση του εκφραζόμενου πολιτικού λόγου με απουσία ελέγχου από τη δημοσιογραφική σφαίρα και με πρόχειρη αντιμετώπιση της ατζέντας (copy paste – μη επαρκής τεκμηρίωση και εμβάθυνση στο ρεπορτάζ), αυξάνει στο τέλος της ημέρας την αποχή και ενδυναμώνει τον πρώτο. Εν προκειμένω δηλαδή τη ΝΔ, που καταφέρνει να συσπειρώνει το δεξιό και ακροδεξιό κοινό της. Ακριβώς πάνω σε αυτή την κατεύθυνση ενισχύθηκαν οικονομικά εν μέσω υγειονομικής κρίσης συγκεκριμένα Μέσα Ενημέρωσης σε μεγαλύτερο βαθμό έναντι άλλων, χωρίς να γίνουν γνωστά τα κριτήρια και οι προδιαγραφές.
Ποιος είναι όμως ο πραγματικός κίνδυνος, ή αν θέλετε το ζητούμενο, σε όλο αυτό; Μα να μείνουν ακόμα πιο “πίσω” οι δημοκρατικές ελευθερίες, τα δικαιώματα και η κοινωνική πολιτική και να επανέλθει η διαφθορά στα γνωστά της επίπεδα, η οποία θα επαναλειτουργεί παρασκηνιακά χωρίς καμία ενόχληση.
Απέναντι σε αυτό το δυστοπικό σκηνικό, μόνη λύση φαντάζει να είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στις δημοκρατικές διαδικασίες. Οι πρόσφατες εκλογές στις ΗΠΑ το απέδειξαν άλλωστε αυτό περίτρανα, μιας και ο Μπάιντεν εκλέχθηκε μέσα από την ιστορική συμμετοχή έναντι ενός Τραμπ που αύξησε τα απόλυτα νούμερά του σε ψήφους. Μεγαλύτερη συμμετοχή συνεπάγεται και μεγαλύτερη πίεση προς τους θεσμούς για να φτάσουν σε συνεργασίες, συγκλίσεις, συναινέσεις.
Από την άλλη, η όλη καφενειακού τύπου κριτική στο Twitter είναι εύκολη και θεμιτή, όμως δε λύνει από μόνη της τα σημαντικά ζητήματα, που εν προκειμένω είναι η μείωση της εκπροσώπησης του πολίτη στα κοινά και η απόκρυψη της αλήθειας. Δυστυχώς, κοινωνία και δημοκρατία χωρίς υγιή δημοσιογραφία δεν μπορεί να υπάρξει.
Φαινόμενα σαν το κλάμα του Κικίλια και του κάθε Κικίλια, μόνο την αίσθηση αδιαφάνειας ενισχύουν και τίποτε άλλο, χαράζοντας νέες μαχαιριές πάνω στο πληγωμένο σώμα της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Όλα τα παραπάνω φαντάζουν ακόμη πιο επικίνδυνα αν ρίξει κανείς μια ματιά στην πρόσφατη δημοσκόπηση του Edelman Trust Barometer, σύμφωνα με την οποία το 57% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι οι κυβερνήσεις, οι επικεφαλής επιχειρήσεων και οι δημοσιογράφοι διασπείρουν ψευδείς πληροφορίες ή υπερβάλλουν, στην προσπάθεια τους να διαχειριστούν την πανδημία.
Η έρευνα που δημοσιεύθηκε από το πρακτορείο Reuters, μέσα από τα στοιχεία που άντλησε (δείγμα 33.000 ερωτηθέντων), κατέληξε στο ότι εκείνοι που είναι περισσότερο δύσπιστοι ως προς τα εμβόλια κατά του ιού ήταν εκείνοι που ενημερώνονταν περισσότερο από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Όπως είπαμε παραπάνω, στην Ελλάδα το facebook και το Twitter θεωρούνται πιο δημοφιλείς πηγές ενημέρωσης από τα μεγάλα κανάλια και τα δελτία τους, σε βαθμό που θα φτάσουμε στη στιγμή που θα μιλάμε ως δημοσιογράφοι για την πραγματικότητα και δεν θα μας πιστεύει κανείς.
Φυσικά, η αναζήτηση της αντικειμενικότητας συμβαδίζει με την ιστορία της ίδιας της δημοσιογραφίας, όμως εν μέσω κρίσης του κορονοϊού η έλλειψή της δημιουργεί ανισορροπίες που μπορούν να οδηγήσουν σε ακόμη πιο σκοτεινά μονοπάτια, χωρίς γυρισμό.
Και αυτό είναι κάτι που δυστυχώς γνωρίζουν πολύ καλά, αλλά αγνοούν επιδεικτικά οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις του πλανήτη, προχωρώντας σε περαιτέρω -αδιαφανή- ενίσχυση των ημετέρων αυλικών τους.
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr