Δεν είναι “μόδα” οι καταγγελίες για κακοποίηση

Δεν είναι “μόδα” οι καταγγελίες για κακοποίηση
Shutterstock

Πλέον σε κάθε ανάρτηση με την επωδό "τι φορούσε;", υπάρχει από κάτω ένα "ό,τι γούσταρε". Και αυτό το μικρό σχόλιο δείχνει την αλλαγή της "μόδας" της σιωπής.

Είναι λίγο πολύ ένας ψίθυρος που όλοι έχουμε ακούσει. Έρχεται στα αυτιά μας σαν κουτσομπολιό αρχικά, κάτι κρυφό, και φτάνει να γίνεται σύνηθες, “καθημερινό”, ακόμα και πεπατήμενη: Ένας κορυφαίος επαγγελματίας ή αξιωματούχος να έχει καταχραστεί τη δύναμη που έχει λόγω θέσης και να προχωρά στη βία, είτε αυτή είναι σεξουαλική, είτε ψυχολογική, είτε λεκτική και σωματική. Δεν γίνεται όμως πράξεις τόσο “εκκωφαντικές” να μένουν ψίθυροι και κοινά μυστικά.

Στις ΗΠΑ ο ασκός του Αιόλου άνοιξε επί της ουσίας το 2017 με το σκάνδαλο Γουάινσταϊν που πυροδότησε εκ νέου τη δράση του #MeToo, ενός κινήματος, το οποίο καλεί τα θύματα κακοποίησης να μιλήσουν ανοιχτά για τις πληγές τους ούτως ώστε να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος της σιωπής και του φόβου. Φυσικά οι φωνές υπήρχαν και πιο πριν, όλοι έχουμε ακούσει καταγγελίες γυναικών, λίγες εκ των οποίων κατάφεραν να πάρουν τη νομική οδό. Η πιο γνωστή περίπτωση άλλωστε στην υπόθεση Γουάινστιν είναι αυτή της ηθοποιού Ρόουζ Μακ Γκάουαν, που είχε καταγγείλει τον κινηματογραφικό παραγωγό πολύ προτού ξεσπάσει το σκάνδαλο αλλά πέρασε μόνη της όλον τον Γολγοθά της αμφισβήτησης και της γελοιοποίησης. Άλλωστε όπως πολύ είχαν πει τότε, “τι δουλειά είχε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του”, “γιατί δεν έφευγε”… Και άλλες τέτοιες χυδαιότητες που έκαναν άλλα θύματά του να επιλέξουν τη σιωπή, μήπως και καταφέρουν να διασώσουν την αξιοπρέπειά τους. Για να μη μιλήσουμε για καταγγελίες διάσημων ηθοποιών του Χόλιγουντ, που όταν έγιναν, πέρασαν στα… ψιλά καθώς τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονταν ήταν πανίσχυροι τιτάνες, υπεράνω κάθε υποψίας ή καλύτερα αμφισβήτησης (όπως όταν η Μαρία Σνάιντερ κραύγαζε ότι υπέστη κακοποίηση στα γυρίσματα του “Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι” ή όταν η Τίτι Χέντρεν εξιστορούσε τον εφιάλτη που έζησε στα χέρια του Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο οποίος όταν δεν ενέδωσε στις ερωτικές του προτάσεις, φρόντισε να καταστραφεί η καριέρα της.)

Στην Ελλάδα η συζήτηση για τη σεξουαλική κακοποίηση άνοιξε επί της ουσίας τώρα, με τις καταγγελίες της Ολυμπιονίκη Σοφίας Μπεκατώρου, η οποία πήρε τη θαρραλέα απόφαση να μιλήσει για τον βιασμό που υπέστη -όπως καταγγέλλει – πριν από 22 χρόνια από τον αντιπρόεδρο της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας.

Μετά την Μπεκατώρου, βγήκαν και μίλησαν για τις επιθέσεις και μορφές βίας που έχουν δεχτεί εκατοντάδες γυναίκες από διαφορετιικά υπόβαθρα και εργασιακούς κλάδους.

Την Τρίτη, η ηθοποιός Ζέτα Δούκα, κατήγγειλε ότι κατά τη διάρκεια της παράστασης “Closer” (σεζόν 2008-2009) υπέστη σωματική, ψυχολογική και λεκτική βία από τον Γιώργο Κιμούλη, σε βαθμό που αρρώσταινε λόγω της ψυχολογικής της κατάστασης. Αναφέρθηκε και σε ένα περιστατικό που ο συγκεκριμένος ηθοποιός και σκηνοθέτης, όπως ισχυρίζεται, την έβρισε και την κλώτσησε, όταν δεν έκανε αυτό που της είπε: «Ένα βράδυ, όταν καιγόταν η Αθήνα με τα γεγονότα για τον Γρηγορόπουλο, έστειλε έναν συνάδελφο να μου πει να βγω στη σκηνή και να πω ότι ακυρώνεται η παράσταση. Όταν πήγα να τον ρωτήσω γιατί δεν το λέει αυτός ως επικεφαλής, με έβρισε, με κλώτσησε και είπε “Οκ, πάμε τρίτο κουδούνι”» ανέφερε χαρακτηριστικά. Τις καταγγελίες ακολούθησε αγωγή και μήνυση από τον Γιώργο Κιμούλη, ο οποίος σε δηλώσεις του στο News 24/7 διέψευσε τα όσα κατήγγειλε η κυρία Δούκα: «Ανοίγει ένας ασκός του Αιόλου με ανόητες καταγγελίες τύπου ‘με κοίταξε στραβά ο τάδε’ με αποτέλεσμα – και αυτό είναι το πιο επικίνδυνο – στον μέλλοντα χρόνο η πραγματική καταγγελία, όπως ήταν αυτή της κυρίας Μπεκατώρου, να μην έχει αξία. Είναι τραγικό αυτό το μοδάτο πράγμα που πάει να ξεκινήσει αυτήν τη στιγμή» είπε χαρακτηριστικά. Η Ζέτα Δούκα δε μίλησε για σεξουαλική κακοποίηση, αλλά για κατάχρηση θέσης, εξουσίας και για χειριστικές συμπεριφορές μέσα στο εργασιακό πλαίσιο όπου βρισκόταν.

Για την περίπτωση της κυρίας Δούκα θα υπάρξει δικαστική απόφαση. Σίγουρα όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως “μόδα” μια καταγγελία για βία, κακοποίηση ή βιασμό, μια φράση που χρησιμοποίησε ο κ. Κιμούλης στο πλαίσιο των δικών του εξηγήσεων, χρησιμοποιώντας μια αν μη τι άλλο, ατυχή έκφραση. Δεν μπορεί να είναι “μόδα” η βία, σε όποια μορφή της, που τσακίζει έναν άνθρωπο, ισοπεδώνει την ψυχή του, γίνεται σκιά που τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα.

Θέλει θάρρος, χρειάζεται δύναμη να ανοίξει κανείς το “παράθυρο” στους άλλους με την ελπίδα να ακουστεί. Με την ελπίδα να μικρύνει λίγο η σκιά αυτή και να αποφευχθούν παρόμοια περιστατικά στο μέλλον.

Είναι ακόμη ένα παράθυρο που έπρεπε να είναι ήδη ανοικτό εδώ και χρόνια, και μέρος και της εν Ελλάδι κανονικότητας αλλά δεν το άφηναν η αμφισβήτηση κι όλες εκείνες οι στοχευμένες παραφωνίες που βλέπουμε ακόμη στη σύγχρονη κοινωνική αντίληψη, όπου ο σεξισμός έχει ακόμα βαθιές τις ρίζες τους. Και που διαφαίνονται στα αμέτρητα εκείνα κουτοπόνηρα και χυδαία σχόλια που ακολουθούν σχεδόν κάθε καταγγελία που κάνει μια γυναίκα: “Γιατί μίλησε τώρα”, “τι φορούσε”, “τα ήθελε και τα έπαθε”, “όταν τα ‘κανε καλά ήταν, μετά το μετάνιωσε”…

Πλέον οι παραφωνίες αυτές μοιάζει σιγά σιγά να λιγοστεύουν. Μέσα σε όλο αυτό τον ζόφο, διακρίνεται μια αχτίδα φωτός: Η συνειδητοποίηση ότι σήμερα υπάρχει ένα θετικό πεδίο για να ακουστούν και να εδράσουν αυτές οι κραυγές. Ολοένα και περισσότερες γυναίκες δεν φοβούνται πια να ενώσουν τη φωνή τους, να διεκδικήσουν δικαίωση και να χαράξουν γραμμή: Ως εδώ!

Ίσως είμαστε ακόμη στην κορυφή του παγόβουνου, όμως πλέον οι “αξίνες” έχουν απενεχοποιηθεί και σε αυτό συνεισφέρουν και τα νέα εργαλεία που έχουν οι περισσότεροι στη διάθεσή τους (social media, διαδίκτυο κ.ά.) για να αντιταχθούν σε εκείνους που παλεύουν για τη συγκάλυψη ή και τον εξευτελισμό των θυμάτων κακοποίησης. Πλέον σε κάθε ανάρτηση “τι φορούσε;” υπάρχει από κάτω ένα “ό,τι γούσταρε”.

Και αυτό το μικρό σχόλιο δείχνει την αλλαγή. Την αλλαγή της “μόδας”, που μέχρι τώρα ήταν η αποσιώπηση (ή ο χλευασμός).

Καιρός ήταν να γυρίσει η σελίδα.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα