Η μαλάρια έδωσε στον κόσμο τις βαφές μαλλιών
Ουσίες που προορίζονταν για το φάρμακο έγιναν η πρώτη συνθετική βαφή μαλλιών, την οποία 'απογείωσε' ο ιδρυτής της L' Oreal. Πρέπει να ευχαριστήσουμε όσους δούλεψαν για να 'κρύβει' τις άσπρες τρίχες το 75% των γυναικών και 11% των ανδρών.
- 14 Ιανουαρίου 2021 06:31
To κείμενο που ακολουθεί προέκυψε ως ιδέα ένα απόγευμα Κυριακής, που ήμουν με το πινέλο στο ένα χέρι και το μπολάκι με τη βαφή στο άλλο. Τα κομμωτήρια ήταν κλειστά και εγώ στο ‘αμήν’ με τις άσπρες τρίχες που είχαν κάνει επέλαση στα πλέον εμφανή σημεία (περιμετρικά του προσώπου). Σκέφτηκα πως μάλλον δεν είμαι η μόνη που το ζω αυτό. Μετά σκέφτηκα ότι ειλικρινά δεν θυμάμαι ποιο είναι το φυσικό χρώμα των μαλλιών μου -τα πρωτοέβαψα όταν ήμουν ακόμα έφηβη και όταν αποφάσισα να το κόψω το σπορ, εμφανίστηκαν οι πρώτες άσπρες τρίχες-, καταλήγοντας πάλι στο ότι δεν πρέπει να είμαι η μόνη που της διαφεύγει αυτή η πληροφορία. Μια πρόχειρη αναζήτηση στο διαδίκτυο με ενημέρωσε πως το 75% των γυναικών βάφουν πια τα μαλλιά τους -ποσοστό που το 1950 ήταν στο 7%.
Eπίσης, το ποσοστό των ανδρών που ακολουθούν την πρακτική είναι πια στο 11%. Το 2010 ήταν 7%. Η πλειοψηφία επισήμανε ως λόγο την κάλυψη των άσπρων. Στο ηλικιακό γκρουπ 16 με 24 χρόνων (πάντα στην κατηγορία ανδρών) το 46% άλλαξε το χρώμα μέσα στο 2019, αριθμός που ένα χρόνο νωρίτερα ήταν στο 38%.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ήλθε η ώρα να διαβάσεις ποιος έδωσε στον πλανήτη αυτή τη δυνατότητα.
Μια βόλτα σε μουσείο που έχει εκθέματα από την Αίγυπτο θα σε πείσει πως η χώρα αυτή προηγείτο της εποχής της -πριν 1000 χρόνια-, ποικιλοτρόπως. Στα ‘καλούδια’ που απολάμβαναν τότε, πρώτοι ήταν και το βάψιμο των μαλλιών, με τη χρήση χένας (al-ḥinnā). Δηλαδή, της πάστας που προκύπτει από την πολτοποίηση των φύλλων του φυτού που φύεται σε περιοχές της Βορείου Αφρικής και της Νοτιοδυτικής Ασίας και περιλαμβάνει την καφεκόκκινη χρωστική που λέγεται ναφθοκινόνη -και απελευθερώνεται όταν η χένα έρχεται σε επαφή με το ελαφρώς όξινο pH του δέρματος για έως δυο μέρες.
Η χένα στην Ελλάδα λεγόταν ‘κύπρος’ (το επίσημο όνομα είναι Lawsonia inermis). Χρησιμοποιείτο από την αρχαιότητα για τη βαφή του δέρματος του σώματος (για παράδειγμα στα τατουάζ των Ινδών), των μαλλιών και των ακροδάχτυλων ανδρών και γυναικών και των υφασμάτων από μετάξι, μαλλί και δέρμα. Υπάρχουν καταγραφές και για χρήση του φυτού για θεραπευτικούς (αντιμικροβιακούς) λόγους, όπως και για την επούλωση τραυμάτων.
Το βασικό ζητούμενο αυτών που ανακάλυψαν πως η χένα βάφει τα μαλλιά ήταν να καλυφθούν οι γκρίζες τρίχες. Μήπως νόμισες πως μόνο στη σύγχρονη εποχή οι άνθρωποι κάνουν ό,τι μπορούν για να ‘κρύβουν’ την ηλικία τους; Προφανώς και δεν υπήρχε χρωματολόγιο. Το αποτέλεσμα ήταν το κόκκινο του φυτού. Mετά προέκυψε και το μαύρο.
Αυτό άλλαξε μέχρι να φτάσουμε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία που είχε διατάξει τις ιερόδουλες να έχουν ξανθά μαλλιά. Οι Έλληνες είχαμε ήδη δώσει στον κόσμο επιλογές: το indigo, καρπός τροπικού φυτού που ανήκει στην οικογένεια των μπιζελιών έδινε το βαθύ γαλάζιο χρώμα ως αποτέλεσμα (αυτό που ξέρεις ως λουλακί ξεκίνησε από την Ινδία εξ ου και οι Έλληνες το ονόμασαν ινδικόν), το Cassia Obovata που επίσης, μεγάλωνε στην Ινδία και ο καρπός χρησιμοποιούνταν για ασθένειες της τρίχας (ήταν γνωστό ως ‘φυσική χένα’ και είχε κιτρινωπό αποτέλεσμα), ο κουρκουμάς (της αντιφλεγμονώδους δράσης που επίσης, ‘ξάνοιγε’ το χρώμα, ενώ λειτουργούσε και κατά της απώλειας μαλλιών) και το amla (ινδικό φραγκοστάφυλλο, πλούσιο σε βιταμίνη C που έκανε πιο δυνατά τα μαλλιά και μαύρες τις γκρι και τις άσπρες τρίχες).
Κάποιοι πολιτισμοί χρησιμοποιούσαν τις βαφές μαλλιών στα πεδία μάχης, ως τον τρόπο που είχαν για να κάνουν οι στρατιώτες γνωστό το βαθμό τους και ‘να τρομάζουν τους εχθρούς’.
Yπάρχει πρόχειρη η αναφορά του Διόδωρου Σικελιώτη -αρχαίου ιστορικού και συγγραφέα- κατά την οποία οι Κέλτες έβαφαν τα μαλλιά τους ξανθά ‘γιατί πιστεύουν πως γίνονται τρομακτικοί, καθώς είναι ψηλοί, μυώδεις και με διάφανο δέρμα. Πλένουν τα πλούσια και μακριά μαλλιά τους με μοσχολέμονο και τα χτενίζουν, ώστε να είναι έκθετο το μέτωπο τους, προκειμένου να μοιάζουν με δαίμονες του δάσους. Κάποιοι ξυρίζουν το πρόσωπο τους, αλλά ειδικά αυτοί που έχουν υψηλούς βαθμούς ξυρίζουν τα μάγουλα, ωστόσο αφήνουν μουστάκι που καλύπτει όλο το στόμα’.
Η πρώτη συνθετική βαφή (μαλλιών) προέκυψε από λάθος
Στη σειρά ‘Eighteen Books of the Secrets of Art & Nature’ που κυκλοφόρησε το 1661 αναφέρονταν διάφοροι τρόποι βαφής μαλλιών σε χρώμα μαύρο, χρυσό, πράσινο, κόκκινο, κίτρινο και λευκό, εν τούτοις ο κόσμος έφτασε στη δεκαετία του 1860 έως ότου προκύψει η πρώτη συνθετική βαφή. Και προφανώς αυτό έγινε κατά λάθος. Ο William Henry Perkin, Βρετανός χημικός και επιχειρηματίας προσπαθούσε να βρει τη θεραπεία για τη μαλάρια, όταν έφτιαξε την πρώτη συνθετική οργανική βαφή (μωβεΐνη) από ανιλίνη. Η ανιλίνη (αμινοβενζόλιο) είναι ουσία που προέκυψε από ξηρά απόσταξη του indigo, την οποία έκανε πρώτος ο Γερμανός χημικός Otto Unverdorben, το 1826. Είναι και η βασική πρώτη ύλη για τη σύνθεση πλήθους χημικών ουσιών στη χημική βιομηχανία, όπως χρώματα, φάρμακα, φυτοφάρμακα, εκρηκτικές ύλες, πολυμερή.
Όπως αναφέρει το Madison Reed το προϊόν που δημιούργησε ο Perkin (σε πειράματα που έκανε στο διαμέρισμα του, στις διακοπές του Πάσχα διαπίστωσε πως η ανιλίνη μπορεί να μετατραπεί σε ακατέργαστο μοβ, όταν ενώνεται με αλκοόλ) έγινε ο θεμέλιος λίθος της βιομηχανίας συνθετικών οργανικών χημικών και ο Βρετανός αυτός που έφερε την επανάσταση στον κόσμο της μόδας. Ο ίδιος είχε πιστέψει πως απλά είχε βρει ένα νέο χρώμα για να ζωγραφίζει τους πίνακες του. Έκανε δική του την πατέντα το 1856. Ήταν μόλις 18 χρόνων. Μετά έφτιαξε εργοστάσιο για να παράγει βιομηχανικό χρώμα, ο λαός τον αγάπησε και τον λάτρεψε όταν άρχισε να βάφει βαμβακερά υφάσματα. Προφανώς και έγινε πλούσιος.
Ο καθηγητής χημείας, August Wilhelm von Hoffman πήρε την ανακάλυψη του Perkin, τη βελτίωσε και δημιούργησε την παραφαινυλενοδιαμίνη. Ουσία που μέχρι σήμερα παραμένει η βάση των μόνιμων βαφών μαλλιών.
Το επόμενο βήμα έγινε το 1907, όταν ο Γάλλος χημικός Eugène Schueller πήρε την παραφαινυλενοδιαμίνη και δημιούργησε τη πρώτη συνθετική βαφή μαλλιών για εμπορική χρήση.
Κατά το Smithsonian Magazine oι γονείς του ήταν ιδιοκτήτες ζαχαροπλαστείου. Εκείνος γεννημένος για να διαβάζει -να μελετά. Μαθητής του άριστα, πριν πάει στο σχολείο κάθε μέρα βοηθούσε τους γονείς του με την προετοιμασία των γλυκών. Πήρε Baccalauréat (ισότιμο της διετούς φοίτησης σε κολέγιο) και μετά πήγε στο Ινστιτούτο Εφαρμοσμένης χημείας. Τελείωσε ως ο κορυφαίος της τάξης του, το 1904. Του έδωσαν θέση βοηθού σε εργαστήριο της Σορβόνης. Tότε συνέβη κάτι που του άλλαξε τη ζωή.
Ιδιοκτήτης ενός μεγάλου κομμωτηρίου, τον επισκέφτηκε για να του ζητήσει βοήθεια να ‘φτιάξει’ μια συνθετική βαφή μαλλιών -προϊόν που τότε δεν έκανε ακριβώς θραύση στη Γαλλία γιατί τα μείγματα που υπήρχαν προκαλούσαν ερεθισμούς στο δέρμα του κεφαλιού και ήταν τοξικά. Ο Schueller βρήκε ενδιαφέρον το project και συμφώνησε να γίνει ο τεχνικός σύμβουλος του κομμωτή. Ώσπου διαπίστωσε ότι δεν του άρεσε ιδιαίτερα να έχει αφεντικό -και να εκτελεί τις εντολές του και αποσύρθηκε. Συνέχισε ωστόσο, να πειραματίζεται σε ένα χώρο που είχε ενοικιάσει. Μετά πολλές αποτυχημένες προσπάθειες που δοκίμαζε στα δικά του μαλλιά, βρήκε τη σωστή φόρμουλα.
Το 1909 δημιούργησε την εταιρία Société Française de Teintures Inoffensives pour Cheveux (Γαλλική Κοινότητα Ακίνδυνων Βαφών Μαλλιών). Ήταν 26 χρόνων. Όταν κατάλαβε πως ήταν ελαφρώς μακρόσυρτο το όνομα, το άλλαξε σε L’ Oreal, που παρέπεμπε στο δημοφιλές χτένισμα της εποχής που λεγόταν ‘auréale’.
Aνήσυχος ως επιστήμονας αναζητούσε διαρκώς νέες ιδέες και νέα προϊόντα, τα οποία διέθετε στα κομμωτήρια του Παρισιού. Ανήσυχος ως επιχειρηματίας, την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης είχε υπερθεματίσει (με βιβλία, διαλέξεις και εμφανίσεις στα media) για τον ‘αναλογικό μισθό’ που είχε ήδη εφαρμόσει στους υπαλλήλους του. Δηλαδή, δεν τους πλήρωνε με την ώρα ή το μήνα, αλλά ανάλογα με την ‘παραγωγή’ τους. Δεν κέρδισε πολλούς υποστηρικτές.
Η χώρα του βρισκόταν τότε, στα πρόθυρα κατάρρευσης, με το μαχητικό πνεύμα του συνδικαλισμού να είναι στο πικ του, την ανεργία επίσης να είναι στα ύψη, ενώ υπήρχε έντονη πολιτική αστάθεια. Το αριστερό ‘Λαϊκό Μέτωπο’ του Léon Blum είχε κερδίσει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, το 1936 και προχώρησε σε σαρωτικές αλλαγές. Μεταξύ τους ήταν η πενταήμερη εργασία, οι κλιμακωτές αυξήσεις των μισθών, η εθνικοποίηση των σιδηρόδρομων και οι δυο εβδομάδες άδειας μετ’ αποδοχών στους εργαζομένους.
Ο Schueller λάτρεψε την τελευταία αλλαγή, γιατί είχε ήδη έτοιμα τα αντιηλιακά -που χρησιμοποιούσαν όλοι όσοι ξεχύνονταν στις παραλίες. Κατά τα άλλα, διαφωνούσε με ό,τι άλλο έκανε η κυβέρνηση, ενώ δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με τη δημοκρατία, καθώς πίστευε πως έδινε δύναμη μόνο στους ανίκανους. Ήταν οπαδός της τάξης, των αρχών και της αποτελεσματικότητας που απολάμβανε η Γερμανία.
Αυτοί (και η οικονομική δύναμη του Schueller) ήταν οι λόγοι που τον προσέγγισε ο επικεφαλής του ακροδεξιού κόμματος ‘Cagoule’, Eugène Deloncle. Τους έδωσε χρήματα και ένα χώρο στα γραφεία της L’ Oreal. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι υποστήριξε τις βιαιότητες του κόμματος που ‘χρεώθηκε’ σειρά δολοφονιών, το βομβαρδισμό της Ένωσης Γάλλων εργοδοτών και το ανεπιτυχές πραξικόπημα, το Νοέμβριο του 1937. Σε σχετική δίκη ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είπε πως ο ηγέτης του κόμματος τον δελέασε σε σχέση, μέσω του ενδιαφέροντος που είχε εκφράσει για τις οικονομικές του θεωρίες ‘και μετά χρησιμοποίησε το όνομα μου στην προπαγάνδα του’.
Μαζί με άλλα μέλη του ‘Cagoule’ είχε την ευκαιρία να μελετήσει εκ του σύνεγγυς τη γερμανική τάξη, την άνοιξη του ’40 όταν η Wehrmacht πέρασε την έως τότε απόρθητη γραμμή της Maginot και ‘μπήκε’ στο Βέλγιο. Από εκεί πέρασε στη Γαλλία και έφτασε στο Παρίσι στις 14/6. Η εθνική ταπείνωση της άνευ προηγουμένου κατάρρευσης των γαλλικών δυνάμεων, ήταν στο μυαλό του Schueller η μεγαλύτερη απόδειξη της αποτυχίας της δημοκρατικής κυβέρνησης. Ενώ η χώρα τελούσε υπό κατοχή, άρχισε να γράφει και να μιλάει δημοσίως υπέρ των Ναζί και κατά των Ρεπουμπλικανών.
Στο βιβλίο του με τίτλο ‘H επανάσταση της οικονομίας’ σημείωσε ότι “ξέρω πολύ καλά πως δεν έχουμε την ευκαιρία που είχαν οι Ναζί, όταν έγιναν εξουσία το 1933. Δεν έχουμε το χάρισμα που είχαν εκείνοι. Δεν έχουμε την πίστη στον εθνικό σοσιαλισμό. Δεν έχουμε τη δυναμική ενός Χίτλερ που να ‘σπρώχνει’ τον κόσμο”.
Σε άλλες σελίδες ανάφερε ρητορικές του Χίτλερ και σύντομα απέκτησε σχέση με τους ηγέτες των SS -εμπνευστές και εκτελεστές των δεινών στα οποία υποβλήθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όταν συνελήφθη και ανακρίθηκε ο ηγέτης των SS, Helmut Knochen χαρακτήρισε τον Schueller ως εκ των ‘εθελοντών συνεργατών’ του. Το 1947 βρέθηκε μια λίστα με 45 πράκτορες του Knochen. Ο Schueller ήταν μεταξύ τους. Ο Knochen εξήγησε πως ‘ήθελε να γίνει Υπουργός της Εθνικής οικονομίας, στην κυβέρνηση του Vichy’. Δεν έγινε. Αυτά ήταν κάποια από τα πολλά που συνέβησαν μεταξύ του ανθρώπου που έφτιαξε την πρώτη συνθετική βαφή μαλλιών για εμπορική χρήση και των Ναζί. Προφανώς και αύξησε κατακόρυφα την περιουσία του κατά τη διάρκεια του πολέμου. Από το 1940 έως το 1944 οι πωλήσεις της L’Oreal τετραπλασιάστηκαν. Όταν οι Γερμανοί εγκατέλειψαν τη χώρα, υπάλληλος του κατήγγειλε -στο επίσημο όργανο που δημιουργήθηκε για την έρευνα των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια του πολέμου- πως ήταν συνεργάτης τους. Στις 6/11 του 1946 επιβλήθηκαν κυρώσεις ‘για προώθηση των σχεδίων του εχθρού, με τη δημόσια στάση του, κατά την κατοχή’.
Η υπόθεση έφτασε στο Δικαστήριο, όπου επισήμως κατηγορήθηκε για οικονομική και πολιτική συνεργασία. Τα στοιχεία των πωλήσεων, κατά τον πόλεμο, δεν έπεισαν το δικαστή Marcel Gagne πως έπρεπε να τον καταδικάσει ‘αφού το εμπόρευμα δεν είχε άμεσο στρατιωτικό ενδιαφέρον’. Σε αυτούς που υποστήριξαν πως λόγω της σχέσης του με τους Ναζί, ο Schueller μπορούσε να έχει πάντα διαθέσιμα τα υλικά που χρειαζόταν και τον τρόπο να μεταφέρει τα προϊόντα του όπου ήθελε, εκείνος απαντούσε πως όλα απλοποιήθηκαν μέσω της συνεργασίας που είχε συνάψει με τη γερμανική εταιρία ‘Drukfarben’.
Επίσης, είχε καταφέρει να βρει μάρτυρες που κατέθεσαν ότι προστάτευσε τους Εβραίους εργαζομένους του, βοήθησε εκείνους που αντιστάθηκαν στην υποχρεωτική εργασία και μυστικά, έδινε χρήματα στην Αντίσταση. Μεταξύ αυτών που είχε με το μέρος του ήταν ο François Mitterrand. Δεν είχε γίνει ακόμα Πρόεδρος. Μαζί του ήταν και ο André Bettencourt. Δεν είχε γίνει ακόμα γαμπρός του και αντιπρόεδρος στη L’Oréal. Eιρήσθω εν παρόδω, είχε δώσει δουλειές και σε πολλά μέλη του ‘Cagoule’ -σε υποκαταστήματα που είχε πια και σε άλλες χώρες. Υγεία. Οι ερευνητές έχουν καταλήξει πως ο συνδυασμός χρημάτων, επαφών και της τύχης τον έσωσαν από το εκτελεστικό απόσπασμα.
Η κόρη του, Liliane ήταν η χήρα του Bettencourt. Η εγγονή του ιδρυτή, Françoise Bettencourt Meyers είναι ακόμα στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας. Το 2017 η Liliane ήταν η πιο πλούσια γυναίκα του πλανήτη, με την περιουσία της να εκτιμάται στα 39.5 δισεκατομμύρια δολάρια -ενώ η οικογένεια είχε ‘κρατήσει’ το 30% των μετοχών στον L’ Oreal Group, όπου ανήκουν οι L’ Oreal, Lancome, Garnier και La Roche-Posay.
Αν ενδιαφέρεσαι υπάρχει και βιβλίο με τίτλο ‘Bettencourt Affair’, που αφορά παράνομες πληρωμές της Liliane σε μέλη της κυβέρνησης Nicolas Sarkozy, το 2010, προκειμένου να μπορεί να ‘κρύβει’ χρήματα από το γαλλικό κράτος και να πληρώνει λιγότερους φόρους. Την ‘έδωσε’ ο μπάτλερ της, που ηχογραφούσε τις συζητήσεις με τον οικονομικό της σύμβουλο, σε αυτό που έγινε το μεγαλύτερο ‘gossip’ της Γαλλίας και στοίχισε στον Sarkozy τη νίκη στις εκλογές του 2012 (οι εις βάρος του κατηγορίες κατέπεσαν ένα χρόνο μετά).
H Liliane πέθανε στις 21/9 του 2017, ένα μήνα πριν ‘κλείσει’ τα 95. Είχε αποχωρήσει από τον κολοσσό καλλυντικών το 2012, όταν την πήγε στα δικαστήρια η κόρη της, υποστηρίζοντας πως δεν μπορούσε πια να διαχειριστεί τον εαυτό της -πόσο μάλλον τη θέση της στην εταιρία. Το 2006 είχε διαγνωστεί με Αλζχάιμερ και το 2011 με άνοια.