Η Μουσουλμάνα που έγινε σύμβολο της αντίστασης κατά του Τραμπ
Η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας επιστρέφει έπειτα από 160 χρόνια στη Νέα Υόρκη όπου γεννήθηκε, μόνο που πλέον φοράει χιτζάμπ
- 08 Μαρτίου 2017 07:42
Έχουν συμπληρωθεί δέκα χρόνια από την ημέρα που ο Ridwan Adhami , ένας freelance φωτογράφος, ζήτησε από μία φίλη του, την 22χρονη Munira Ahmed, να ποζάρει για μία συμβολική φωτογράφιση στο σημείο όπου βρίσκονταν οι δίδυμοι Πύργοι, γνωστό και ως σημείο Μηδέν. Ο αρχικός σκοπός των φωτογραφιών ήταν να δημοσιευτούν στο Illume magazine, μία περιοδική έκδοση για τη ζωή των μουσουλμάνων στην Αμερική και η επιλογή της Munira δεν ήταν τυχαία, καθώς ο Ridwan, ήθελε μία καστανή κοπέλα που δεν συμβάδιζε με το ευρωπαϊκό μοντέλο ομορφιάς. Κοιτάζοντας τη φωτογραφία στην αρχική της μορφή, και πριν γίνει το σύμβολο ενός ολόκληρου κινήματος, η μοναδική σύνδεσή της με τον σημερινό πρόεδρο τον ΗΠΑ ήταν η επιγραφή του 40 Wall Street, γνωστό και ως Trump Building, που αχνοφαίνεται πίσω από το ώμο της. Αν αναζητήσουμε μια δεύτερη σύμπτωση, που να υπογραμμίζει την ειρωνεία πως η εικόνα Munira κατέληξε ως το σύμβολο της καμπάνιας ενάντια στη ρητορική του Ντόναλντ Τραμπ, τότε τα βήματά μας θα μας οδηγήσουν στο Κουίνς, τον τόπο δηλαδή όπου και οι δύο μεγάλωσαν.
Συμμετέχω σε κάτι προφανώς μεγαλύτερο από μένα, που όμως περιλαμβάνει και εμένα
Οι γονείς της Munira εγκαταστάθηκαν στην Αμερική στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ο πατέρας της είναι φαρμακοποιός και η μητέρα της εργαζόταν ως ταξιδιωτική πράκτορας. Η Munira, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στον μεγαλύτερο δήμο της Νέας Υόρκης, στις συνεντεύξεις της αναφέρει πως έχει υπάρξει θύμα διακρίσεων και πολύ πριν την εκλογή του Τραμπ. «Σήμερα πια, οι προκαταλήψεις που αντιμετωπίζω επί μονίμου βάσεως είναι όταν επιστρέφω στην Αμερική από το εξωτερικό. Καθώς περνώ από τον έλεγχο στο αεροδρόμιο, πάντα με κρατούν για επιπλέον ερωτήσεις , αν και το αμερικανικό διαβατήριο μου σαφώς αναφέρει τον τόπο γέννησής μου. Γνωρίζω πολύ καλά ότι όλα αυτά οφείλονται στο ότι το όνομά μου είναι Munira Ahmed». Όταν ο Ridwan της παρουσίασε την ιδέα της συγκεκριμένης φωτογράφισης ο μοναδικός ενδοιασμός της ήταν το αν ήταν σωστό ή όχι να φωτογραφηθεί φορώντας την αμερικανική σημαία ως χιτζάμπ, καθώς η ίδια ανήκει στις μουσουλμάνες που δεν φοράνε χιτζάμπ και γνωρίζει πολύ καλά πως δεν είναι απλά ένα ρούχο που το φοράς κατά βούληση και πως αντιθέτως φέρει ιδιαίτερο συμβολισμό για τους ομόθρησκούς της. Αναλύοντας όμως τη σκέψη της κατέληξε πως η ίδια δεν υστερεί στο θέμα της πίστης σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη ομόθρησκή της που φορά το χιτζάμπ και συμπληρώνει ότι η ίδια σέβεται όλες τις γυναίκες που επιλέγουν να το φοράνε.
Η φωτογράφιση πραγματοποιήθηκε και τελικά, πέρα από το περιοδικό Illume, χρησιμοποιήθηκε σε πολλούς διαδικτυακούς τόπους. Σύντομα η Munira άρχισε να λαμβάνει διάφορα μηνύματα στο Facebook που την ρωτούσαν αν πράγματι είναι αυτή στη φωτογραφία. Ακόμα όμως και τότε δεν μπορούσε να φανταστεί το ποιοι θα ήταν οι δύο μελλοντικοί πρόεδροι των ΗΠΑ και ακόμα περισσότερο τον ρόλο που θα έπαιζε η δική της φωτογραφία, προκειμένου να τονιστούν οι διαφορές τους.
Καθώς οι αντιδράσεις για την εκλογή του Τραμπ άρχισαν να σχηματοποιούνται σε κίνημα με τις γυναίκες σε πρωταγωνίστριες, και θέλοντας να υπογραμμίσει το ιδεολογικό χάσμα του νεοεκλεγμένου προέδρου με τον απερχόμενο, ο Shepard Fairey, ο καλλιτέχνης που βρίσκεται πίσω από την εικόνα “Hope” του Barack Obama, μετέτρεψε τη φωτογραφία της Munira σε ένα πορτρέτο ίδιας λογικής και χρωμάτων με αυτό του Obama. Εξηγώντας τους λόγους που τον έκαναν να επιλέξει τη συγκεκριμένη φωτογραφία για να την επεξεργαστεί και να την προάγει σε εικόνα – σύμβολο ήταν το έντονο βλέμμα της Munira, καθώς και το γεγονός πως δεν πόζαρε ως μοντέλο, αλλά ως μια καθημερινή κοπέλα. «Δεν ξέρω αν το γνωρίζεις, αλλά υπάρχουν πολλές φωτογραφίες με γυναίκες που φοράνε την αμερικανική σημαία ως χιτζάμπ, η δική σου όμως μοιάζει να είναι η σωστή», φαίνεται να της είπε. Το έργο του Fairey υπάγεται σε ένα ομαδικό πρότζεκτ υπό την αιγίδα του Amplifier Foundation και κάτω από τον τίτλο We the People. Πρόκειται για μια υπερκομματική εκστρατεία αφιερωμένη στην έναρξη ενός εθνικού διαλόγου για την αμερικανική ταυτότητα και τις αμερικανικές αξίες, μέσα από τη δημόσια τέχνη και τη διάδοση προσωπικών ιστοριών.
Εκτός από το πορτρέτο της Munira, ο Fairey έχει συμπεριλάβει και μία εικόνα ενός μαύρου αγοριού καθώς και μίας Λατίνας, με τα slogan “Protect each other (μτφρ. προστατεύστε ο ένας τον άλλον)” και “Defend Dignity (μτφρ. υπερασπιστείτε την αξιοπρέπεια” να συμπληρώνουν το κεντρικό μότο We the People. Το πορτρέτο της Munira όμως, με το μήνυμα “Are greater than fear, (μτφρ: είμαστε μεγαλύτεροι από τους φόβους)”, έχει σημειώσει τη μεγαλύτερη απήχηση τόσο στις πορείες που έγιναν την ημέρα ορκωμοσίας του Τραμπ, όσο και στην Woman’s March που ακολούθησε. Το πορτρέτο της Munira δημοσιεύτηκε σε ολοσέλιδες καταχωρίσεις σε μεγάλες εφημερίδες, συμπεριλαμβανομένων και των New York Times και της Washington Post, ακριβώς την ημέρα της ορκωμοσίας του Τραμπ. Για την ίδια τη Munira, αυτό που είναι ολοφάνερο και συμβολικό στη συγκεκριμένη εικόνα, ανεξάρτητα από το ποιος ή ποια την κοιτάζει, είναι ότι στο πρόσωπό της συνδυάζεται η Αμερικανίδα και η Μουσουλμάνα γυναίκα, δίχως να υπάρχει η απαίτηση να εγκαταλείψει τη μία ή την άλλη ταυτότητα.
Όταν ταξίδεψε στην Ουάσινγκτον για το Woman’s March είχε στο μυαλό της πως θα συναντήσει πόστερ με το πρόσωπό της στα χέρια ορισμένων διαδηλωτών, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είχε καταλάβει πως θα αποτελούσε την κεντρική εικόνα του κινήματος. «Ήταν μια όμορφη μέρα. Ειλικρινά πιστεύω πως θα μείνει στην ιστορία και όλες οι πορείες συμπαράστασης που έγιναν σε ολόκληρο τον κόσμο με κάνουν να πιστεύω πως συμμετέχω σε κάτι προφανώς μεγαλύτερο από μένα, που όμως περιλαμβάνει και εμένα».
Στο πρόσωπο της Munira άλλωστε συμπυκνώνεται με τον πλέον παραστατικό τρόπο τόσο η ρητορική του Τραμπ, όπως αποτυπώθηκε στην προεκλογική του εκστρατεία, όσο και ο αντίλογός του. Οι διαδοχικές μειωτικές αναφορές του στους μουσουλμάνους και τις γυναίκες προσδίδουν στην κάθε Munira τη διπλή ιδιότητα ενός «επικινδύνου πολίτη» που ταυτόχρονα στερείται των ίσων φυλετικών δικαιωμάτων του. Η κινηματική επιλογή του πορτρέτου της Munira, δεν συνιστά όμως μόνο την αμφισβήτηση της πολιτικής του Τραμπ, αλλά αποτελεί και μία έντονη αμφισβήτηση της πατριαρχικής μουσουλμανικής δομής: πρόκειται για μία χειραφετημένη Μουσουλμάνα που ταξιδεύει, εργάζεται και παίρνει μόνη της τις αποφάσεις για τον εαυτό της, αλλά ας μην ξεχνάμε πως δεν αποτελεί τον κανόνα.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται, 160 χρόνια μετά
Η έναρξη της εκστρατείας δόθηκε τον Ιανουάριο, όταν ολόκληρα κύματα γυναικών διαδήλωσαν μαζικά ενάντια στη ρητορική του Τραμπ και ενάντια σε ορισμένες προβλέψεις οι ενέργειες τους δεν εξαντλήθηκαν τις ημέρες της ορκωμοσίας του, αλλά έχουν και συνέχεια. Σήμερα, Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, το κάλεσμα του κινήματος έχει απεργιακό χαρακτήρα, καθώς η οργάνωση Woman’s March καλεί τις γυναίκες, αλλά και τους άντρες, να συμμετάσχουν στην Ημέρα χωρίς Γυναίκες, στοχεύοντας να αναδείξει τον ζωτικό ρόλο των γυναικών τόσο στην κοινωνία, αλλά και όσο στην παγκόσμια οικονομία. Παράλληλα, ανοίγουν τη συζήτηση για τις μισθολογικές διαφορές των δύο φύλων, τις διακρίσεις, τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις, την εργασιακή ανασφάλεια, αλλά και την κοινωνική καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες. Καλούν λοιπόν τις γυναίκες να απέχουν από την εργασία και τα καθήκοντά τους, να μην ψωνίσουν και να ντυθούν στα κόκκινα.
Κατά πόσο μπορεί αυτή η κίνηση να μεταφραστεί σε χειροπιαστή διαμαρτυρία, ή αντιθέτως να αποδειχτεί ως μία ρομαντική πρωτοβουλία;
Η εμπειρία αποδεικνύει ότι τα κινήματα χωρίς σαφή και προσδιορισμένα αιτήματα συνήθως δυσκολεύονται να μετουσιώνουν τη δυναμική τους σε μία ουσιαστική αλλαγή. Η αλήθεια είναι πως στο επίσημο site του Women’s March, ενώ είναι ξεκάθαρες οι θέσεις του κινήματος απουσιάζουν οι άμεσες διεκδικήσεις που θα διευκόλυναν ενδεχομένως και τη μετάδοση του μηνύματος.
Όποιος όμως και αν είναι ο απόηχος της σημερινής ημέρας δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός πως έπειτα από πολλές δεκαετίας η Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας –ή αλλιώς της Διεθνούς Ημέρας των Δικαιωμάτων των Γυναικών επιστρέφει στις ρίζες της: τους αγώνες υπέρ της ισότητας.
Μπορεί να θεσμοθετήθηκε από τον ΟΗΕ το 1977, η ιστορία όμως της Ημέρας φτάνει 160 χρόνια πριν, το 1857, όταν εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας της Νέας Υόρκης διαμαρτυρήθηκαν και διεκδίκησαν καλύτερες συνθήκες εργασίας, τη μείωση των ωρών εργασίας, αλλά και την εξίσωση των μισθών ανδρών και γυναικών. Δύο χρόνια αργότερα οι γυναίκες που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις οργάνωσαν το πρώτο εργατικό σωματείο γυναικών. Σταδιακά, όπως και οι περισσότερες Παγκόσμιες Ημέρες, κατέληξε να εκφυλιστεί και να αφορά απλά τον εορτασμό του «όμορφου φύλου». Τα τελευταία χρόνια όμως τα αιτήματα περί ισότητας των φύλων και της ενίσχυσης των γυναικών στην κοινωνία αρχίζουν να επαναδιατυπώνονται. Η περσινή είδηση πως στην Κωνσταντινούπολη, παρά την απαγόρευση των αρχών, πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών και πως διαλύθηκε με πλαστικές σφαίρες μπορεί να μην μας εξέπληξε όσο η εκλογή ενός προέδρου που συστηματικά, ουσιαστικά και προσβλητικά υποβιβάζει το γυναικείο φύλο και την αυτοδιάθεσή του, αποδεικνύει όμως πως η συζήτηση δεν έχει γεωγραφικούς ή πολιτιστικούς περιορισμούς και αποδέκτες. Εξάλλου, το να επισημαίνουμε την παραβίαση των δικαιωμάτων σε άλλες χώρες είναι το εύκολο κομμάτι της συζήτησης, το δυσκολότερο, αλλά και το πιο ουσιαστικό, είναι να εντοπίσουμε και να υποδείξουμε τις παραβιάσεις εκεί που ζούμε και εργαζόμαστε. Εκεί που η δική μας Munira, δίπλα μας, παραμένει σκυμμένη και σιωπηλή.