Μηχανή του Χρόνου: Ένοπλοι πολίτες πυροβολούν τους χολεριασμένους φυγάδες, το 1854 στον Πειραιά
Το ανατριχιαστικό ημερολόγιο του 1854 με την χολέρα που αποδεκάτισε τον Πειραιά
- 24 Νοεμβρίου 2014 07:51
Ο Πειραιάς το 1854 έμελλε να πληρώσει ακριβά την απόπειρα των εθνικών διεκδικήσεων, καθώς η κατοχή που του επιβλήθηκε από τους Αγγλο-γάλλους, δεν επέφερε μόνο την ταπείνωση, αλλά και την απαίσια χολέρα που αποδεκάτισε την πόλη σχεδόν ολοκληρωτικά!
Το μίασμα αποβιβάσθηκε στην πόλη μεταφερόμενο από τον γαλλικό στρατό της Κριμαίας που είχε καταφθάσει στον Πειραιά μέσω οπλιταγωγών πλοίων ως στρατός Κατοχής. Ο Όθωνας γράφει στο ημερολόγιό του: «η χολέρα μάστιζε τον γαλλικό στρατό εν Πειραιεί και οι αρχηγοί των είχον την ανοησίαν να το κρύπτουν επιμελώς σκάπτοντες δια νυκτός μέγαν λάκκον, όπου ερρίπτοντο οι νεκροί αφανώς».
Τα πρώτα χολερικά συμπτώματα φάνηκαν στον Πειραιά στις 25 Ιουνίου 1854. Αμέσως σχηματίσθηκε ένα ιατροσυνέδριο με σκοπό την λήψη μέτρων, που εξέδωσε παραγγέλματα προς τις εφημερίδες. Όμως ουδείς τα έλαβε υπόψη καθώς τα κρούσματα ήταν περιορισμένα εντός του Γαλλικού αρχικά και αργότερα του Αγγλικού Νοσοκομείου που ομοίως είχε δημιουργηθεί. Μόνο όταν η επιδημία είχε εξαπλωθεί σε όλη την πόλη διατάχθηκε ο αποκλεισμός του Πειραιά, με σχηματισμό στρατιωτικής ζώνης. Αντί αυτό όμως να ευχαριστήσει τους κατοίκους της Αθήνας, απεναντίας τους δυσαρέστησε τόσο που οι εφημερίδες γεμάτες από παράπονα διαμαρτύρονται για παρεμπόδιση συγκοινωνίας!
Τα μέτρα αποκλεισμού έμειναν στα χαρτιά Ο κόσμος τότε δεν είχε ακριβή γνώση της φρικτής χολέρας, ακόμα και η ονομασία της ήταν για πολλούς μπερδεμένη! Άλλοι την έλεγαν χολέρα, χόλερα, χολόρροια και χολεριά! Άλλοι την αποκαλούσαν «ξένη», καθώς την είχαν φέρει τα γαλλικά στρατεύματα. Ο αποκλεισμός του Πειραιά δεν τηρήθηκε καθόλου! Την απαγόρευση δεν την κρατούσαν ούτε τα στρατεύματα κατοχής. Ο Μπάμπης Άννινος καταγράφει με τον δικό του τρόπο την χολέρα του 1854, προσθέτοντας κι αυτός την μαρτυρία του δίπλα σε αυτήν του Εμμανουήλ Λυκούδη και αυτή του Δραγούμη. Η αξία όμως της συγκεκριμένης μαρτυρίας είναι μεγάλη, καθώς καταγράφει τα περιστατικά με ημερομηνίες, δίνοντας μορφή ημερολογίου. Άγγλος Αξιωματικός μπήκε σε εμπορικό κατάστημα στον Πειραιά να αγοράσει φανέλες. Ο έμπορος δεν είχε και γι” αυτό ζητούσε να μεταβεί στην Αθήνα για να φέρει τις φανέλες που του ζητούσαν! Ο Άγγλος που λίγο πριν ήταν ο πελάτης, αποδείχθηκε ότι ήταν ο αρμόδιος για την χορήγηση των αδειών εξόδου! Έτσι συγκατατέθηκε προθύμως να παραβιάσει το υγειονομικό μέτρο του αποκλεισμού για χάρη των φανελών!
Γάλλοι στον Πειραιά – 1854
Άναβαν φωτιές τον Αύγουστο για να περιορίσουν την επιδημία!
Ως απολυμαντικό μέσο θεωρούσαν τότε τις φωτιές που άναβαν μέρα νύχτα στους δρόμους για τον καθαρισμό της ατμόσφαιρας. Τον Αύγουστο η χολέρα εξαπλώνεται και οι μολυσμένοι πεθαίνουν μέσα σε λίγες ώρες. Οι κάτοικοι του Πειραιά μεταναστεύουν σωρηδόν σε Αίγινα, Ύδρα, Σύρο. Στην έρημη πόλη μόνο 60 οικογένειες μένουν! Η επιδημία είναι πλέον φονικό όπλο. Από τους 20 μολυσμένους οι 18 πεθαίνουν. Στα τέλη του Αυγούστου οι θάνατοι αραιώνουν, καθώς δεν υπάρχουν κάτοικοι στον Πειραιά για να πεθάνουν. Η πόλη είναι έρημη!
Ως απολυμαντικό μέσο θεωρούσαν τότε τις φωτιές που άναβαν μέρα – νύχτα στους δρόμους για τον καθαρισμό της ατμόσφαιρας
Περιοχή «Το Μνήμα του Γάλλου»
Ο θάνατος δεν εξαιρεί βεβαίως τον στρατό Κατοχής και κυρίως τους Γάλλους. Οι απώλειές τους υπολογίζονται σε 800 στρατιώτες, καθώς τόσοι κατέφθασαν αργότερα από τη Γαλλία για να αντικαταστήσουν τους πεθαμένους της χολέρας. Οι Γάλλοι νεκροί θάβονταν στο Φάληρο, σε νεκροταφείο που ορίσθηκε αργότερα για τον σκοπό αυτό λίγο πιο μακριά από τον λοφίσκο που -όπως ανέφερε και ο Όθωνας- είχαν ανοίξει αρχικώς κρυφά τον τεράστιο λάκκο για να θάβουν τους πρώτους νεκρούς, πιστεύοντας κι αυτοί από άγνοια πως ένας μόνο λάκκος θα ήταν αρκετός! (Σχετικός ο νόμος του 1858 «Περί παραχωρήσεως εκτάσεως τινος γης εν Πειραιεί εις τας Κυβερνήσεις Αγγλίας και Γαλλίας»).
Όλα τα ιατρικά συνέδρια που λάμβαναν χώρα για την αντιμετώπιση της χολέρας, δεν είχαν πλήρη αντίληψη της σοβαρότητας της κατάστασης όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό
Οι Πειραιώτες αναζητούν καταφύγιο στην Αίγινα
Η χολέρα μεταφέρθηκε από τους φυγάδες Πειραιώτες και στα νησιά όπου κατέφυγαν. Στη Σύρο η χολέρα σκότωσε 300! Βεβαίως η Ερμούπολη αριθμούσε τότε 25.000 άτομα πληθυσμό. Όμως, επειδή φοβήθηκαν την περίπτωση του Πειραιά, το νησί εγκαταλείφθηκε από τους μισούς του κατοίκους. Που μπορούσε όμως κάποιος να καταφύγει φεύγοντας από τον Πειραιά για να σωθεί; Στην Αίγινα οι κάτοικοι λιθοβολούσαν τους φυγάδες. Δύο χιλιάδες Πειραιώτες έμεναν στις εξοχές της Αίγινας, καθώς δεν μπορούσαν να πλησιάσουν την πόλη. Η συρροή ήταν τέτοια που ακόμα και οι χειρότεροι στάβλοι νοικιάζονταν αντί αδράς αμοιβής. Φυγάδες από την Σύρο μετέδωσαν το μίασμα στην Μύκονο! Μέσα σε λίγες μόλις ώρες, είχαν πεθάνει κι εκεί 29 άτομα!
Η χολέρα φτάνει στην Αθήνα «κρυμμένη» στα ρούχα ενός νεκρού από την Σύρο
Μέσα σε αυτό το κακό η Αθήνα είχε μείνει σχεδόν αλώβητος. Το μίασμα είχε φθάσει μόνο μέχρι την περιφέρειά της. Η πόλη φαίνεται ότι είχε σωθεί. Στον Πειραιά περί τα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1855 δεν είχαν σημειωθεί άλλοι θάνατοι. Η Χολέρα φαίνεται ότι είχε σταματήσει. Τα μέτρα παραμελούνται, η ζώνη ατονεί. Οι κάτοικοι επιστρέφουν να συνεχίζουν την ζωή τους. Ασχολούνται πιο πολύ με τη φωτιά που αποτέφρωσε το Βασιλικό Τυπογραφείο παρά με την χολέρα! Λέγεται ότι τότε, καταφθάνει από την Σύρο ένα κιβώτιο που περιέχει ρούχα ατόμου που πέθανε στο νησί από τη χολέρα. Τα ρούχα παραλαμβάνονται από την οικογένεια του νεκρού που διαμένει στην Αθήνα. Η οικογένεια τα παραδίδει με τη σειρά της προς καθαρισμό σε μια πλύστρα η οποία τα καθαρίζει μαζί με την βοήθεια μιας άλλης. Οι δύο αυτές γυναίκες είναι τα πρώτα θύματα, μιας χολέρας που μπαίνει στην Αθήνα να κατασπαράξει ότι δεν έκανε πρώτα!
«H χολέρα μάστιζε τον γαλλικό στρατό εν Πειραιεί και οι αρχηγοί των είχον την ανοησίαν να το κρύπτουν επιμελώς σκάπτοντες δια νυκτός μέγαν λάκκον, όπου ερρίπτοντο οι νεκροί αφανώς» (Βασ. Όθωνας – Περιοχή «Το Μνήμα του Γάλλου»)
Η χολέρα επιστρέφει πιο ορμητική!
Μεταξύ των κρουσμάτων αυτή τη φορά συγκαταλέγεται και η αδελφή του Ιλάρχου Αγγελόπουλου γνωστός στους ιστορικούς του Πειραιά από τις περίφημες περιγραφές της πόλης. Απερίγραπτος ο νέος τρόμος. Γενική φυγή πληθυσμού σε Αθήνα και Πειραιά! Η Αστυνομία μέσα σε τρεις ημέρες εκδίδει 12.000 διαβατήρια! Τα σπίτια εγκαταλείπονται με ανοιχτές τις πόρτες. Περιουσίες κατακλέβονται, ενώ όλοι τρέχουν στον δρόμο έντρομοι. Οι αμαξηλάτες βρίσκουν την ευκαιρία για πλουτισμό. Το δρομολόγιο Πειραιά – Αθήνα που κόστιζε 5 δραχμές, έφτασε τις 300! Οι Αθηναίοι κατασκήνωναν στον ελαιώνα που χώριζε τις δύο πόλεις!
Η χολέρα χτυπά Μαρούσι και Κηφισιά
Φήμες διαδίδονται για διάφορες πόλεις της Ελλάδας επίτηδες, ώστε οι χολεριασμένοι φυγάδες να μην καταφεύγουν σ΄ αυτές! Σε «καθαρά» μέρη συγκροτούνται από ένοπλους πολίτες αποσπάσματα που πυροβολούν τους φυγάδες να μην πλησιάσουν. Ακόμα και οι γιατροί αρνούνταν πλέον να εξετάσουν χολεριασμένους. Έλεγαν στους συγγενείς που πήγαιναν να τους ειδοποιήσουν: «Τρίψτε τον κι έφθασα». Εννοείται πως ο ασθενής πέθαινε κατά τη διάρκεια των εντριβών προτού να φανεί ο γιατρός. Όλες οι εκδόσεις των εφημερίδων σταμάτησαν. Αλλά και τους υγιείς φυγάδες δεν τους περιμένει καλύτερη τύχη. Λίγο έξω από την πόλη παραμονεύουν ληστρικές συμμορίες που ξέρουν πως οι κάτοικοι φεύγουν κουβαλώντας πολύτιμα αντικείμενα. Αφού τους ληστεύουν στη συνέχεια τους φονεύουν.
Η χολέρα δεν εξαιρεί τους τρανούς και τους σπουδαίους. Τότε είναι που πεθαίνει και ο δάσκαλος του Γένους Γεννάδιος, ο ήρωας της Φιλικής Εταιρείας Αναγνωστόπουλος, ο πρώην βουλευτής Σκύρου Αντωνιάδης! Όταν φυσά νοτιάς η χολέρα οργιάζει.
Οι ιερείς διενεργούν λιτανείες στους δρόμους, οι υπάλληλοι δεν πηγαίνουν στις εργασίες τους, τα πάντα σταματούν. Αυτή την φορά οι ρόλοι αντιστρέφονται. Τα θύματα των Αθηνών είναι περισσότερα από τον Πειραιά. Άπειρος κόσμος συρρέει τώρα στον Πειραιά. Διατίθενται πολεμικά ατμόπλοια για να μεταφέρουν οικογένειες αλλού. Το ίδιο κάνει κι ο γαλλικός στρατός κατοχής. Φεύγει από τον Πειραιά και πηγαίνει στις Κουκουβάουνες. Οι Πειραιώτες αρχικά νομίζουν πως οι Γάλλοι κάτι ξέρουν που καταφεύγουν εκεί και τους ακολουθούν. Μετά όταν όμως βλέπουν ότι και εκεί η χολέρα μαστίζει λένε αναμεταξύ τους «Σιγά μην πάω στις Κουκουβάουνες», έκφραση που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα!
Οι απαγορεύσεις και η εκμετάλλευση
Η Αστυνομία σε όσους έχουν μείνει εντός πόλης, κάνει ανακοινώσεις δια τυμπανοκρουσίας. Όλες απαγορευτικές. Απαγορεύεται οι πολίτες να περπατούν στους δρόμους, απαγορεύεται τα καταστήματα να μένουν ανοικτά, ενώ τα οινοπωλεία θα κλείνουν στις επτά το απόγευμα. Αυτό δημιουργεί κι άλλο πανικό, καθώς κάποιοι πιστεύουν πως η χολέρα μεταδόθηκε από το κρασί! Τα μέτρα αυτά οδηγούν εκτός άλλου και τον λαό στην πείνα! Ο πλουτισμός από μαυραγορίτες κυριαρχεί!
Οι πυραμίδες με τους ζωντανούς-νεκρούς
Στις 14 Νοεμβρίου η επιδημία φθάνει στο ανώτατο σημείο της. Μετά αρχίζει η βαθμιαία ύφεση. Στο μεταξύ ουδείς μπορούσε με βεβαιότητα να απαριθμήσει τους νεκρούς, σε Αθήνα και Πειραιά, καθώς σπανίως γίνονταν κηδεία μεμονωμένη. Επρόκειτο για ομαδικές κηδείες σε λάκκους που μετά καλύπτονταν από ασβέστη. Αλλού οι πεθαμένοι στοιβάζονταν σε πυραμίδες 100 και 150 ατόμων, με πολλούς εξ αυτών να είναι ακόμα ζωντανοί. – «Και επειδή έπασχον από σπασμούς ολόκληρος η αποτρόπαιος εκείνη πυραμίδα, κλονίζονταν από το τίναγμα και το θέαμα σου πάγωνε το αίμα» γράφει ο Μπ. Άννινος. Κάποιοι Γάλλοι νοσοκόμοι που έμειναν στις θέσεις τους δέχονται δώρο από την ελληνική κυβέρνηση μετά τη λήξη της επιδημίας, ένα χρυσό ρολόι! Η 21η Νοεμβρίου 1855 θεωρείται ως η ημερομηνία που η χολέρα αρχίζει να λαμβάνει τέλος. Οι φυγάδες επανέρχονται σταδιακά και ενθουσιασμένοι από τον σωσμό τους το ρίχνουν στην μέθη.
Στις 20 Δεκεμβρίου του 1855 ανακοινώνεται ο τελευταίος θάνατος από χολέρα. Οι ιστορίες από την εποχή εκείνη αμέτρητες, θα μπορούσαν να καταγραφούν σε τόμους ολόκληρους. Οικογένειες ολόκληρες χάθηκαν και τα κλειδιά των έρημων πια σπιτιών τους παραδίδονταν στην Αστυνομία. Ενώ άνθρωποι που έτυχε να βρίσκονται μεθυσμένοι στον δρόμο, θάφτηκαν ζωντανοί, καθώς τους εξέλαβαν ως χολεριασμένους. Και καθώς οι μεθυσμένοι σκεπασμένοι σε πρόχειρο λάκκο σηκώνονται κάποια στιγμή, ο κόσμος νομίζει πως οι χολεριασμένοι δεν πεθαίνουν, αλλά βρυκολακιάζουν. Ηρωική μορφή η Μαρία Υψηλάντου το γένος Μουρούζη που μένει στην Αθήνα και ουδέποτε φεύγει για να φροντίσει 300 ορφανά συστήνοντας πρόχειρο ορφανοτροφείο που αργότερα η θα τεθεί υπό την προστασία της Βασίλισσας Αμαλίας και θα γίνει γνωστό ως Αμαλίειον Ορφανοτροφείο.