Μηχανή του Χρόνου: Γιατί το ελληνικό Οχυρό Ιστίμπεη στη Μακεδονία ονομάστηκε ‘αγκίστρι του θανάτου’ για τους Γερμανούς εισβολείς
Το ελληνικό Οχυρό Ιστίμπεη στη Μακεδονία αποτέλεσε τον τρόμο των Γερμανών εισβολέων, που έβλεπαν τις χειροβομβίδες να πέφτουν βροχή από τους υπερασπιστές των πυροβολείων, με αποτέλεσμα να ονομαστεί το "αγκίστρι του θανάτου"
- 05 Απριλίου 2015 09:28
Το οχυρό Ιστίμπεη ήταν ένα από τα οχυρά της γραμμής Μακεδονίας-Θράκης, το οποίο μαζί με τα γειτονικά Κελκαγιά και Αρπαλούκι κάλυπτε τον υποτομέα Θύλακος. Η φρουρά του αποτελείτο από 350 άνδρες και 14 αξιωματικούς με διοικητή τον ταγματάρχη ΠΖ Πικουλάκη Ξάνθο.
Την επίθεση κατά του Ιστίμπεη (6 Απριλίου 1941) είχε αναλάβει το III/85 γερμανικό Τάγμα Ορεινού Πεζικού.Προηγήθηκε σφοδρός βομβαρδισμός από αέρος και πυροβολικό απέτυχε να προκαλέσει σοβαρές ζημίες, ενώ τα Stuka υπέστησαν απώλειες. Τα αντιαεροπορικά του οχυρού σίγησαν, αφού πρώτα κατέρριψαν τρία εχθρικά αεροσκάφη (συν μία πιθανή κατάρριψη). Οι Έλληνες στρατιώτες ήταν οι μόνοι που δεν λύγιζαν ψυχολογικά από τον απαίσιο θόρυβο των σειρήνων των αεροπλάνων και ανταπέδιδαν τα πυρά.
Ο ανθυπολοχαγός Όμηρος Παπαδόπουλος περιγράφει την πρώτη γερμανική επίθεση: «Τους αφήνω να πλησιάσουν στα συρματοπλέγματα ανενόχλητοι. Έχουν πιστέψει ότι αχρηστεύτηκαν τα πολυβόλα μας από το πυροβολικό τους… ξαφνικά έξι πολυβόλα αρχίζουν να τους θερίζουν… Σε πέντε λεπτά μπροστά μας δεν βρισκόταν τίποτε άλλο από νεκρούς».
Στην περίπτωση όμως του Ιστίμπεη, οι Γερμανοί διατηρούσαν ένα πλεονέκτημα: λόγω της φύσης του εδάφους, το οχυρό ήταν κατασκευασμένο πολύ κοντά στα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα, επιτρέποντας στους επιτιθέμενους να βάλλουν με πυροβόλα ευθυτενούς τροχιάς κατευθείαν εναντίον των θυρίδων του συγκροτήματος. Το συνεχές πυρ κατά των θυρίδων του οχυρού άρχισε να αποδίδει. Οι υπερασπιστές του οχυρού μόλις άρχιζαν τα πυρά αποσύρονταν σε βαθύτερα και ασφαλέστερα σημεία. Μόλις το εχθρικό πυρ σταματούσε, επέστρεφαν στις θέσεις τους.
Η τακτική αυτή όμως τους απασχόλησε αρκετά με αποτέλεσμα το γερμανικό πεζικό να κατορθώσει να πλησιάσει και να επικαθίσει στο οχυρό. Το ελληνικό πυροβολικό έβαλλε κατά των εκτεθειμένων γερμανικών πυροβόλων, καταστρέφοντας μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα δύο οβιδοβόλα και τρία αντιαρματικά.
Αντίθετα με το πυροβολικό, τα ειδικά όπλα εφόδου των Γερμανών δεν φάνηκαν αποτελεσματικά εναντίον του ελληνικού οχυρού. Τα φλογοβόλα δεν λειτουργούσαν σωστά, ίσως λόγω του υψομέτρου, ενώ τα εκρηκτικά κοίλου γεμίσματος δεν κατάφεραν να διαπεράσουν τα τοιχώματα των ελληνικών οχυρών.
Τις χειροβομβίδες που εκτόξευαν οι Γερμανοί, συχνά τις επέστρεφαν οι υπερασπιστές των οχυρών με καταστρεπτικά αποτελέσματα. Χαρακτηριστική είναι μια περίπτωση όπου μια ομάδα Γερμανών στρατιωτών εκτόξευσε διαδοχικά τέσσερις δέσμες χειροβομβίδων κατά ενός πολυβολείου. Οι χειροβομβίδες επεστράφησαν όλες στους παραλήπτες τους!
Περισσότερο δραστικά αποδείχθηκαν τα καπνογόνα, αλλά μόνο προσωρινά, αφού οι αμυνόμενοι τα επέστρεφαν, μόλις διαλυόταν ο καπνός. Η μόνη αποτελεσματική μέθοδος ήταν η «τύφλωση» των θυρίδων βολής με πέτρες και χώμα, με τα οποία οι επιτιθέμενοι γέμιζαν το κενό ανάμεσα στο σκυρόδεμα και τα συρμάτινα δίκτυα παραλλαγής.
Παρά τη σκληρή ελληνική άμυνα, οι διεισδύσεις του εχθρικού πεζικού είχαν ήδη αρχίσει να φέρνουν αποτελέσματα. Οι επιτιθέμενοι είχαν αποδυθεί σε έναν «αγώνα δρόμου», προκειμένου να προλάβουν να «τυφλώσουν» τις θυρίδες, προτού αποδεκατιστούν από τα ελληνικά πολυβόλα. Οι αμυνόμενοι του οχυρού, διαπιστώνοντας ότι δεν μπορούσαν πλέον να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους από τις θυρίδες, αποσύρθηκαν βαθιά μέσα στο οχυρό και κάλεσαν πυρά πυροβολικού κατευθείαν επάνω στις θέσεις τους.
Όλες οι προσπάθειες της Luftwaffe να σιγήσουν το ελληνικό πυροβολικό απέτυχαν, λόγω της αρίστης παραλλαγής του και της μειωμένης ορατότητας. Οι απώλειες του γερμανικού τάγματος εξακολούθησαν να αυξάνονται, ιδίως μετά από τις αιφνιδιαστικές αντεπιθέσεις των αμυνόμενων του οχυρού, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τις κρυφές εξόδους του.
Οι Γερμανοί όμως παρέμειναν στις θέσεις τους, προσπαθώντας απεγνωσμένα να γεμίσουν με πέτρες τις θυρίδες των πολυβολείων, και περίμεναν να νυχτώσει. Το πείσμα των επιτιθέμενων, οι οποίοι είχαν πιαστεί στο «αγκίστρι του θανάτου», (όπως ονομάστηκε το Ιστίμπεη) αποδίδεται ανάγλυφα στις παρακάτω γραμμές: «Τώρα όμως ο εχθρός έπαιζε το τελευταίο του ατού. Κατεύθυνε καταστρεπτικά πυρά επάνω στο οχυρό…Οι βολές ήταν πολύ ακριβείς και οι απώλειες μας σοβαρές. Η θέση των κυνηγών μας ήταν δύσκολη. ..Επί 10 ώρες χτυπούσε το εχθρικό πυροβολικό…Οι κυνηγοί γαντζώθηκαν γερά και δεν άφησαν ούτε σπιθαμή από το έδαφος που κατέλαβαν. Με πέτρες, κλαριά και χώμα, προσπαθούσαν να φράξουν τα φατνώματα των πολυβολείων. Τα ελληνικά τμήματα ανθίστανται ηρωικά και απελπισμένα…».
Τις πρώτες βραδινές ώρες, όταν πια το ελληνικό πυροβολικό άρχισε να εμφανίζει έλλειψη πυρομαχικών, το γερμανικό τάγμα αποσύρθηκε και αντικαταστάθηκε από τον 6ο Λόχο Σκαπανέων με υποστήριξη βαρέων πολυβόλων. Ο λόχος αυτός συνέχισε και ολοκλήρωσε την «τύφλωση» του οχυρού. Οι Γερμανοί κυνηγοί άρχισαν και πάλι τις επιθέσεις εναντίον του Ιστίμπεη. Τα δύο εναπομείναντα πολυβόλα του οχυρού «βρυχιόνταν» ακόμα. Παράλληλα μικρές ομάδες στρατιωτών ξεπρόβαλαν μέσα από τα χαλάσματα και χτυπούσαν αιφνιδιαστικά τους εισβολείς. Παρά την απελπισμένη ελληνική άμυνα η πτώση του οχυρού ήταν θέμα χρόνου, αν και μια πρώτη γερμανική προσπάθεια να καταληφθεί με έφοδο αποδείχθηκε εξαιρετικά ατυχής ιδέα.
“Μια ομάδα σκαπανέων εισήλθε στο οχυρό, αλλά αναγκάσθηκε να αποχωρήσει με σημαντικές απώλειες. Οι Έλληνες αμύνονταν λυσσασμένα και μέσα στις στοές!”
Ο Όμηρος Παπαδόπουλος θυμάται τις τρομερές εκείνες στιγμές: «Αποσύρονται τα πολυβόλα του έργου στους διαδρόμους και σβήνονται τα φώτα. Οι πολυβολητές είναι ταμπουρωμένοι πίσω από γαιόσακους στη γωνία του κεντρικού διαδρόμου. Οι Γερμανοί έχουν μπει στο διάδρομο. Απέχουν μόλις 20 μ. από τα πολυβόλα…Ακούγεται μια λέξη: «Πυρ»… Σε ένα λεπτό και οι 100 Γερμανοί που τόλμησαν να διεισδύσουν στο οχυρό ήταν ξαπλωμένοι στο διάδρομο σε μια μεγάλη λίμνη αίματος, πολλοί νεκροί και άλλοι βαριά τραυματισμένοι, βογκώντας από τους πόνους».
Μόνο οκτώ από τους επιτιθέμενους κατάφεραν να βγουν από τον «τάφο» του Ιστίμπεη, παίρνοντας μαζί τους και μερικούς αιχμαλώτους. Απ’ αυτούς ο διοικητής της 5ης Μεραρχίας, υποστράτηγος Γιούλιους Ρίνγκελ πληροφορήθηκε, εντυπωσιασμένος, ότι οι μικρές ελληνικές ομάδες που πολεμούσαν μέσα από τα χαλάσματα, είχαν χάσει κάθε επικοινωνία με την κεντρική διοίκηση του οχυρού. Δεν υπήρχε καμία ελπίδα να παραδοθούν, παρά μόνο αν το διέταζε ο διοικητής τους.
Η μέρα πέρασε και οι Γερμανοί δεν είχαν καταφέρει να κάμψουν τη λυσσαλέα ελληνική άμυνα. Σαν να μην έφτανε αυτό, ελληνικά τμήματα, αντεπιτιθέμενα, ανακατέλαβαν κατεστραμμένα πολυβολεία κατά τη διάρκεια της νύκτας. Απόπειρα των Γερμανών να πυρπολήσουν τους αμυνόμενους με βενζίνη απέτυχε, αφού τα καύσιμα εξαντλήθηκαν πολύ γρήγορα, προτού διεισδύσουν αρκετά βαθιά. Τελικά, το πιο αποφασιστικό όπλο τα καπνογόνα υποχρέωσαν την ελληνική φρουρά να παραδοθεί στις 16.00 της 7ης Απριλίου, με απώλειες 25 νεκρών και 70 τραυματιών.
Ο Ε. Ζαχαράκης, μαχητής του οχυρού, περιέγραψε το χρονικό της παράδοσης: «Ο διοικητής του οχυρού συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του βγήκε έξω από ένα ξεχαρβαλωμένο πολυβολείο και συναντήθηκε με τον Γερμανό διοικητή. Σε λίγο επέστρεψε στο οχυρό και εξέδωσε την διαταγή παραδόσεως, με τη διαδικασία που καθόρισαν οι Γερμανοί. Πρώτοι θα έβγαιναν έξω από την κυρία πύλη του οχυρού οι αξιωματικοί φέροντες τα περίστροφά τους και θα ακολουθούσαν οι στρατιώτες άοπλοι… Στην έξοδο του οχυρού μας περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Βρισκόταν παρατεταγμένο ένα τιμητικό γερμανικό απόσπασμα και παρουσίασε όπλα στους αξιωματικούς. Ο διοικητής του γερμανικού αποσπάσματος μας συνεχάρη για την άμυνα του οχυρού».
Πάντως, ο Πικουλάκης κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να πείσει τους άνδρες του να παραδοθούν. Ο τελευταίος που βγήκε από το οχυρό ήταν ο δεκανέας Γεώργιος Αγιαννιτόπουλος, ο οποίος κατέγραψε στα πολεμικά του απομνημονεύματα τη συγκινησιακά φορτισμένη στιγμή:
“Βγήκα τελευταίος βλέποντας τους στρατιώτες έτοιμους σε φάλαγγα και τον ταγματάρχη στην είσοδο του οχυρού μας σε παράταξη με τους Γερμανούς αξιωματικούς…Ράγισε η καρδιά μου, πήγε να σπάσει γιατί τα πολυβόλα του οχυρού Μπουμπουτλίβιτσα (Ποποτλίβιτσα) έβαζαν. Αυτοί δεν είχαν παραδοθεί ακόμα. Έβαζαν για αντιπερισπασμό. Δάκρυσα εγώ ο σκληρός που είχα σκοτώσει τόσους Γερμανούς! Γιατί, μα γιατί να παραδοθούμε; Έπρεπε να πέσουμε ως τον τελευταίο. Σκούπισα τα μάτια μου κρυφά και κοίταξα τον λοχία που έκανε και αυτός το ίδιο. Όλα είχαν χαθεί…Τώρα πήραμε το μεγάλο δρόμο της αιχμαλωσίας. Ποιοι; Εμείς οι νικητές, οι ήρωες του Ιστίμπεη”.