Μηχανή του Χρόνου: Η φρίκη του εμφυλίου και η μοναδική ανακωχή ανάμεσα σε αντάρτες και κυβερνητικούς

Μηχανή του Χρόνου: Η φρίκη του εμφυλίου και η μοναδική ανακωχή ανάμεσα σε αντάρτες και κυβερνητικούς

Τον Απρίλιο του 1947, αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού συμφιλιώθηκαν για μερικές ώρες, ώστε να αντιμετωπίσουν από κοινού τη σφοδρή χιονοθύελλα

Από την mixanitouxronou.gr

Ο Εμφύλιος είναι για την Ελλάδα ο φονικότερος πόλεμος από την εποχή της Επανάστασης του 1821 έως σήμερα και έχει  αφήσει βαθιά ίχνη διχασμού στην ελληνική κοινωνία, ορατά για πολλές δεκαετίες μετά τη λήξη του.

Ωστόσο, τον Απρίλιο του 1947, αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού συμφιλιώθηκαν για μερικές ώρες, ώστε να αντιμετωπίσουν από κοινού τη σφοδρή χιονοθύελλα που έπληττε τη βουνοκορφή Νιάλα των Αγράφων, η οποία βρίσκεται σε υψόμετρο 2.000 μ. Η «συμφιλίωση της Νιάλας» αποτελεί το μοναδικό περιστατικό ανακωχής μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου.

‘Επιχείρηση Αετός’ για την εκδίωξη των ανταρτών από τη νότια Πίνδο

Στις αρχές του 1947, η αυξημένη δράση των μαχητών και μαχητριών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) κατά τους πρώτους μήνες του εμφυλίου πολέμου είχε ανησυχήσει έντονα τις αστικές πολιτικές δυνάμεις στην Αθήνα, που αναζητούσαν τρόπους αντίδρασης. Έτσι, στις 7 Φεβρουαρίου η κυβέρνηση του εξωκοινοβουλευτικού πρωθυπουργού Δημητρίου Μάξιμου ενέκρινε το «Σχέδιο Τέρμινους» του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ), που αποτελούσε την πρώτη συστηματική εκκαθαριστική επιχείρηση σε ολόκληρο τον κορμό της χώρας. Βασικό στόχος του σχεδίου ήταν ο εγκλωβισμός των μονάδων του ΔΣΕ και η εξουδετέρωση ή η εκδίωξή τους έξω από τα σύνορα της χώρας.

Στο πλαίσιο του «Σχεδίου Τέριμνους», στις 5 Απριλίου 1947, τέθηκε σε εφαρμογή η «Επιχείρηση Αετός«, με την οποία επιδιωκόταν η εξόντωση των ανταρτών στην περιοχή της νότιας Πίνδου. «Η ζώνη αυτή προεκρίθη δι’ επιχειρήσεις λόγω της στρατιωτικής  αξίας του υψιπέδου της Νευροπόλεως, η κατοχή του οποίου επέτρεπεν εις του Κ/Σ εκ μιας κεντρικής και δυσπροπελάστου περιοχής την ενέργειαν επιδρομών προς Θεσσαλίαν, Δυτικήν Στερεάν και την Ήπειρον.» (ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο ελληνικός στρατός κατά τον αντισυμμοριακόν αγώνα 1946-1949).

Στην επιχείρηση έλαβαν μέρος επτά ταξιαρχίες, με την υποστήριξη πυροβολικού, αεροπορίας και ανδρών της χωροφυλακής και των παραστρατιωτικών ΜΑΔ  (Μικτά Αποσπάσματα Δίωξης). Στην περιοχή της Νεβρόπολης, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η λίμνη Πλαστήρα, μεταξύ των άλλων ανταρτικών ομάδων δρούσε και το τάγμα του ΔΣΕ υπό τον ταγματάρχη Σοφιανό. Καθώς οι κυβερνητικές δυνάμεις πλησίαζαν στο σημείο από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις (Καρπενήσι, Καρδίτσα και Άρτα) και υπήρχε κίνδυνος περικύκλωσης, ο Σοφιανός κάλεσε τους λοχαγούς του, τους διμοιρίτες και τα πολιτικά στελέχη σε σύσκεψη για να αποφασίσουν τις περαιτέρω ενέργειές τους.

Όλοι συντάχθηκαν με την πρόταση του, να κατευθυνθούν προς τον αυχένα της Νιάλας των Αγράφων και στη συνέχεια μέσω των χωριών Σάικα και Καροπλέσι να κινηθούν προς την περιοχή Βουλγάρα, όπου βρίσκονταν το Αρχηγείο Αγράφων και το Αρχηγείο Θεσσαλίας του ΔΣΕ.

Η ανάβαση στη Νιάλα

Η πορεία της φάλαγγας ξεκίνησε το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής 11 Απριλίου, μέσα σε έντονη βροχή και κρύο.

Προπορευόταν ο 1ος και 2ος λόχος του τάγματος, ακολουθούσαν τα πολιτικά στελέχη, οι τραυματίες και οι άμαχοι, ενώ στην οπισθοφυλακή βρισκόταν ο 3ος λόχος υπό τον λοχαγό Γιάννη Παπαϊωάννου (Ερμής). Το μονοπάτι προς τη Νιάλα ήταν εξαιρετικά δύσβατο και επικίνδυνο, ενώ σταδιακά τη βροχή διαδέχτηκε χιονόνερο και αργότερα χιόνι, το οποίο με την πάροδο του χρόνου γινόταν όλο και πυκνότερο. Η πορεία προς την κορυφή εξελίχθηκε σε εφιαλτική εμπειρία. «Το χιόνι πέφτει πυκνό. Ο αυχένας αρχίζει να κοντοζυγώνει μα είναι ακόμη μακριά», θα θυμηθεί αργότερα ο αυτόπτης μάρτυρας Μενέλαος Μούστος (Δαφνής) στο αφήγημά του Νιάλα και θα περιγράψει: «Θέλει δρόμο, ανήφορο πολύ. Κι εμείς, δεν μπορούμε άλλο, αποκάναμε. […].

Δεν αντέχω άλλο πια. Μούδιασε το σώμα μου και με μυρμηγκίζει. Βαδίζουμε νηστικοί και ξυπόλητοι, χωρίς στάση, χωρίς ανάσα, κάτω από τη βροχή και το χιόνι […] Η φάλαγγα προχωρεί, αλλά όλο και κλονίζονται πιο πολλοί. Το βήμα γίνεται αργό,. Τα πόδια ασήκωτα από την κούραση. Εκατό οκάδες το ένα. Η φάλαγγα κόβεται […] Πλησιάζουμε στον αυχένα της Νιάλας. […] Μια απεγνωσμένη κραυγή και ύστερα το κατρακύλισμα στο γκρεμό. Κάποιος γλίστρησε και χάθηκε. Κόπηκαν τα ήπατα. Τρέμουν τα πόδια. […] Μια τρομερή χιονοθύελλα σηκώνεται άξαφνα από παντού. Ένα άσπρο σύννεφο τα κάλυψε όλα. Τίποτα δε φαίνεται. Μουγκρίζει μανιασμένα ο αέρας και παρασέρνει ό,τι βρει στο δρόμο του. Θέλει να μας ξεριζώσει, λες, από τη γη. […] Ταλαντεύεται πάλι η φάλαγγα. […] Ένας έπεσε ξερός. Ο διπλανός κάνει μια υπεράνθρωπη προσπάθεια α τον σηκώσει και μένει και κείνος κόκκαλο. «Θα πεθάνουμε», σκέφτηκα, «από το κρύο». […] Τρεις πολίτες σβήνουν από το κρύο. Όσο προχωρούμε, τόσο πιο μανιασμένος φυσάει ο αγέρας. Θα μας παρασύρει. Θα μας κατρακυλήσει στον γκρεμό. Προχωράμε.

Μα να, άλλοι δύο πέφτουν. Τους τρίβουμε με χιόνι, τους κουνάμε, τίποτα. Πέθαναν. Κάναμε μερικά βήματα και πέφτει κι άλλος. Τι είναι τούτο; Στα καλά- καλά,  ο άνθρωπος ενώ βαδίζει να ξεραίνεται. Ο Λάμπρος Οικονόμου, ο οπλοπολυβολητής, πάγωσε και μας έφραξε τον δρόμο. Πάλι σταματάει η φάλαγγα. Τραβάμε να του πάρουμε το οπλοπολυβόλο μα δεν ξεκολλάει από το ώμο του. Πάγωσε κι έγινε σάρκα και σίδερο ένα πράγμα. Φρίκη». (περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Τάκη Ψημένου, Αντάρτες στα Άγραφα).

Δεν σκοπεύετε καλά, Ταχματάρχα

Νωρίς το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, 13 Απριλίου, κι ενώ οι καιρικές συνθήκες είχαν βελτιωθεί οριακά, ο υποδιοικητής του 617 ΤΠ ταγματάρχης Δημοσθένης Αλευράς έφτασε από το χωριό Άγραφα στη Νιάλα «προς συγκρότησιν του λόχου μετά πολιτών και στρατιωτών«. Εκεί διαπίστωσε πως στα αντίσκηνα του στρατιωτικού φυλακίου είχαν βρει καταφύγιο αντάρτες του ΔΣΕ, πολιτικά στελέχη του ΚΚΕ και άμαχοι πολίτες. Αμέσως ζήτησε από τον ασυρματιστή του λόχου να μεταδώσει το ακόλουθο σήμα προς τον Διοκητή της 72ης Ταξιαρχίας: «Από δριμύτατον ψύχος, συμμορίται Σοφιανού επάγωσαν άπαντες είς κορυφήν Νιάλας. Υπολείμματα περί τους εκατό συμμορίτας, κρατούνται αιχμάλωτοι εις τα αντίσκηνά μας. Αποστείλατε άνδρες προς παραλαβήν. Ταγματάρχης Αλευράς».

Στο μεταξύ, ο Παπαϊωάννου αναζητούσε τους διμοιρίτες του λόχου του, προκειμένου να συγκεντρώσει τους άνδρες και να συνεχίσει την πορεία προς τη Σάικα. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, ο ίδιος θα διηγηθεί: «Όταν εγώ εκείνη τη στιγμή περνούσα κατά σύμπτωση από κοντά τους (τους άνδρες του κυβερνητικού στρατού), ένα χέρι έφραξε το στήθος μου και ταυτόχρονα μου λέει κάποιος: «Πού πας εσύ;» […]»Και ποιος είσαι εσύ;», του απαντάω . «Ο ταγματάρχης», λέει με βροντερή και αυστηρή φωνή. Έκανα ένα σάλτο παραμερίζοντας το χέρι του και προχώρησα το δρόμο μου, χωρίς να του πω τίποτα.. «Στάσου, στάσου!», άρχισε να φωνάζει θυμωμένα. Εγώ πήγαινα χωρίς να του δώσω  σημασία. Όμως αγρίεψε, φώναζε δυνατά και απειλούσε: «Θα πυροβολήσω, σταμάτα!». Θα είχα απομακρυνθεί, όταν γύρισα κατά μέτωπο προς αυτούς για να δω τι συμβαίνει. Βλέπω τον ταγματάρχη με το περίστροφο στο χέρι να απειλεί κι να βρίζει […]. Ακαριαία, έχωσα το χέρι μου κάτω από τη χλαίνη, και τράβηξα από τη θήκη το πιστόλι μου, που κατά καλή τύχη δεν είχε παγώσει τελείως η σκανδάλη του. Τη στιγμή εκείνη, μια σφαίρα πέρασε και πήρε ξυστά τη χλαίνη πάνω από τον αριστερό μου ώμο. «Δεν σκοπεύετε καλά, ταγματάρχα» του λέω και τράβηξα κι εγώ τη σκανδάλη. Η σφαίρα τον χτύπησε στο κεφάλι και ο ταγματάρχης σωριάστηκε πάνω στο χιόνι. Ούτε ένα «αχ» δεν πρόλαβε να πει[…]. Μετά το σκοτωμό του ταγματάρχη όλοι ησύχασαν, οι αξιωματικοί τους μούδιασαν και λούφαξαν στα αντίσκηνα. Οι δυο πολίτες- σύνδεσμοι του Αλευρά- προθυμοποιήθηκαν να εξυπηρετήσουν τώρα εμάς και να μας οδηγήσουν μέχρι το χωριό Σάικα […]».

Εντελώς διαφορετική εικόνα, βέβαια, παρείχαν τα επίσημα έγγραφα του στρατού. Μεταξύ άλλων, ανέφεραν πως » Εν ω χρόνω, ο εν Αγράφοις ευρισκόμενος υποδιοικητής του Τάγματος Ταγ/ρχης Αλευράς Δημοσθένης μετέβαινε προς Καυκία [..] προπορευόμεος προς διάνοιξιν οδού ενέπεσε εις ενέδραν βληθείς εξ αποστάσεως 2 μέτρων και εφονεύθη[…]»

Οι συλλήψεις και οι εκτελέσεις

Λίγη ώρα μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του Αλευρά, ο Παπαϊωάννου συγκέντρωσε τους άνδρες του και αναχώρησε από τη Νιάλα προς τη Σάικα. Όμως, το παράγγελμά του για την αναχώρηση δεν είχαν αντιληφθεί τα μέλη της πολιτικής οργάνωσης του ΚΚΕ και οι άμαχοι πολίτες, που βρίσκονταν στα πιο απομακρυσμένα αντίσκηνα. Ταυτόχρονα, στην περιοχή έφτασαν από τα Άγραφα στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού, προκειμένου να διαπιστώσουν την κατάσταση που επικρατούσε στο φυλάκιο. «Ξαφνικά, μέσα στο βουητό της χιονοθύελλας και τα σφυρίγματα του αέρα, ακούστηκαν πυροβολισμοί», αφηγήθηκε λίγο αργότερα ο Βασίλης Φυτσιλής, «Μια κάννη αυτόματου γυάλισε στη σχισματιά του αντίσκηνου «Όλοι έξω!», ούρλιαξε άγρια ο «κυβερνητικός». Βγήκανε ένας ένας, προσπαθώντας να στηριχθούμε στα ξυλιασμένα πόδια μας […]. Μας συγκέντρωσαν όσο γινόταν πιο γρήγορα, δικούς τους και δικούς μας και μας έσπρωξαν σε ένα μονοπάτι που κατηφόριζε απότομα».

Συνολικά, συνελήφθησαν 30 άτομα. Οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν διαδοχικά τα χωριά Άγραφα και Μοναστηράκι, στο Καρπενήσι και τελικά στη Λαμία, όπου στις 3 Μαΐου παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο της πόλης ως ηθικοί αυτουργοί και στρατολόγοι. Στις 5 Μαΐου, δέκα από τους κατηγορούμενους καταδικάστηκαν σε θάνατο και οι άλλοι σε ποινές ισοβίων δεσμών. Οι εκτελέσεις πραγματοποιήθηκαν τα ξημερώματα της 9ης Μαΐου στο νεκροταφείο της Ξηριώτισσας στη Λαμία από μέλη των παραστρατιωτικών ΜΑΥ (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου), όταν οι στρατιώτες τοπικού τάγματος  αρνήθηκαν να πραγματοποιήσουν τη θανατική ποινή. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, οι εκτελεσμένοι ενταφιάστηκαν πρόχειρα σε ομαδικό τάφο στην περιοχή του νεκροταφείου. Σήμερα, σε κοντινά σημεία της περιοχής, όπου εξελίχθηκαν τα δραματικά γεγονότα της 12ης και 13ης Απριλίου 1947, έχουν τοποθετηθεί από κατοίκους των γύρω χωριών δύο αναμνηστικές πλάκες. Στην πρώτη αναφέρεται πως στη «θέση αυτή έπεσαν χτυπημένοι από φοβερή χιονοθύελλα αντάρτες του ΔΣΕ, στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού και άμαχοι πολίτες στις 12-4-1947«. Στη δεύτερη αναγράφεται ότι «στη θέση αυτή αντάμωσαν και συμφιλιώθηκαν μέσα στα ίδια αντίσκηνα αντάρτες του Δ.Σ.Ε.  και στρατιώτες του Ε. Σ. στις 12-4-1947″

(Απόσπασμα από: Ξεχασμένα πρωτοσέλιδα, ρεπορτάζ από τη νεοελληνική μικροϊστορία, Γιάννης Ράγκος, Εκδόσεις POLARIS)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ ΣΤΗ ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Γράμμος – Βίτσι, Αύγουστος 1949. Ο εμφύλιος σπαραγμός τελειώνει με ήττα του Δημοκρατικού Στρατού
Ποιος ήταν ο στρατηγός της Θεσσαλονίκης που συνεργάστηκε με τους Γερμανούς; Η χούντα έδωσε το όνομά του σε δρόμο της πόλης

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα