Μηχανή του Χρόνου: Η γυναίκα που εργάστηκε για 50 χρόνια ως γυμνό μοντέλο στη σχολή Καλών Τεχνών
Η Μαίρη Σαμαρά πόζαρε για τους μεγαλύτερους Έλληνες καλλιτέχνες και διηγείται τις μοναδικές εμπειρίες της στη «Μηχανή του Χρόνου»
- 27 Ιανουαρίου 2016 07:35
Από τη mixanitouxronou.gr:
Για 56 χρόνια, η Μαίρη Σαμαρά πόζαρε για τους εκκολαπτόμενους και κατά συνέπεια για μερικούς από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Ελλάδας. Από 13 χρονών μέχρι και τα 70 της, ανέβαινε τα σκαλιά της υπερυψωμένης βάσης στο κέντρο της αίθουσας της Σχολής Καλών Τεχνών. Καθόταν γαλήνια και πάλευε με τη μονοτονία και την πλήξη, καθώς έπρεπε να μείνει «ακίνητη, αμίλητη και αγέλαστη». Για να περάσει η ώρα, μετρούσε τα κεφάλια των φοιτητών. Ξεκίνησε ως ένα παιδικό «πρόσωπο» και στα 17, πόζαρε για πρώτη φορά γυμνή.
Μαίρη Σαμαρά
Γεννήθηκε το 1935, ανήμερα των Τριών Ιεραρχών. Για πλάκα, συνήθιζε να λέει στους φοιτητές της Καλών Τεχνών, ότι η 30η Ιανουαρίου κηρύχτηκε σχολική αργία, για να γιορτάσουν τη γέννησή της. Μεγάλωσε στον Βοτανικό. Οι γονείς της, αν και φτωχοί άνθρωποι, θυσίασαν τα πάντα για να τη στείλουν σε ιδιωτικό σχολείο. Το 1947 όμως, τους έχασε και τους δύο. Έκτοτε, ζούσε με τη γιαγιά της, η οποία δεν νοιαζόταν πολύ για τα γράμματα και την έστειλε να μαθητεύσει δίπλα σε μια μοδίστρα. Κατά σύμπτωση, η μητέρα της μοδίστρας ήταν επιστάτης στην σχολή Καλών Τεχνών. Την έλεγαν Κατίνα και σύμφωνα με τη Μαίρη Σαμαρά, ήταν «πανούργα».
Έφτιαχνε κάρβουνο από κληματόβεργες και το πουλούσε στους φοιτητές για να ζωγραφίζουν, ενώ όλοι την ώρα περπατούσε με ένα σπρέυ «φιξατίφ», που φυσούσαν πάνω στη ζωγραφιά για να κολλάει το κάρβουνο πάνω στο χαρτί. Η κυρία Κατίνα είχε ήδη πάει την μικρή της εγγονή για μοντέλο στη σχολή, τον προηγούμενο χρόνο. Το 1948, όταν η 13χρονη τότε Μαίρη ξεκίνησε να δουλεύει στη μοδίστρα και έμαθε για τη θέση του μοντέλου, ζήτησε να ποζάρει και αυτή. Το ημερομίσθιο έφτανε τις 4 δραχμές και τα χρήματα ήταν μεγάλη βοήθεια. Ξεκίνησε ποζάροντας σε προκαταρκτικά μαθήματα, πριν ακόμα οι φοιτητές χωριστούν σε εργαστήρια ζωγραφικής, γλυπτικής ή χαρακτικής. Επιβλέπων καθηγητής ήταν ο Γιάννης Μόραλης, ο οποίος την οδήγησε στο βάθρο όπου θα περνούσε χιλιάδες ώρες από την υπόλοιπη ζωή της.
Την πρώτη βδομάδα, οι φοιτητές έπρεπε να ζωγραφίσουν μόνο το πρόσωπό της. Ήταν όμως άπειροι και καθώς μετρούσαν τις αποστάσεις με βελόνες πλεξίματος, τις έφερναν πολύ κοντά στο πρόσωπό της. Εκείνη, εξίσου άπειρη και περίεργη για κάθε τι καινούριο, ακολουθούσε τις κινήσεις τους με το βλέμμα της και έστρεφε το κεφάλι της, χαλώντας την πόζα και κινδυνεύοντας να βγάλει το μάτι της με τις βελόνες.
Το γυμνό
Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να κάνει γυμνό. Στα 17, σε εργαστήριο του μεγάλου εικαστικού δάσκαλου Ανδρέα Γεωργιάδη, του λεγόμενου και «Κρης», έβγαλε για πρώτη φορά το φόρεμα και έμεινε με το κομπινεζόν. «Έλα βρε Μαίρη, τι είναι αυτά; Με τις τιράντες;», της είπε ο καθηγητής μόλις την είδε και τις κατέβασε. Το ρούχο έπεσε μέχρι τη μέση. Η Μαίρη κοκάλωσε. Έμεινε ακίνητη για τέσσερις ώρες, χωρίς διαλείμματα και ενώ στην αίθουσα έκανε φοβερό κρύο, εκείνη ήταν καταϊδρωμένη. Την τρομοκρατούσε η ιδέα ότι την επόμενη μέρα, θα έπρεπε μόνη της να κατεβάσει τις τιράντες. Λίγο καιρό αργότερα, την έπιασε ο Παύλος Διονυσόπουλος, που τότε ήταν ακόμα φοιτητής και της ζήτησε να ποζάρει γυμνή. «Έλα βρε Μαίρη, τι ντρέπεσαι; Μια οικογένεια είμαστε. Κι εμείς θα τα βγάλουμε». Δεν έλεγε ψέματα. Πολλοί φοιτητές της Καλών Τεχνών πόζαρα και ως μοντέλα για να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους. Την έπεισε ο Διονυσόπουλος, γιατί όπως όλοι οι φοιτητές, ήταν στενός φίλος της. Με αυτούς περνούσε όλο της τον χρόνο, μ’ αυτούς γλένταγε και μ’ αυτούς μεγάλωσε. «Δεν ένιωσα ποτέ ότι δεν είχα γονείς, ότι δεν είχα αδέρφια, γιατί είχα όλους αυτούς!»
Η ντροπή
Σταδιακά το να γδυθεί μπροστά στους σπουδαστές για να ασκηθούν στην τέχνη τους, ήταν απόλυτα φυσιολογικό. Όσοι αγνοούν τη διαδικασία συχνά τη ρωτάνε γιατί δεν ντρεπόταν να μένει γυμνή μπροστά σε τόσο κόσμο. Η απάντηση είναι πάντα η ίδια: «Γιατί, εσύ ντρέπεσαι να πας στον γυναικολόγο; Εκεί υπάρχει το «πρέπει».
«Το χειρότερο είναι να φοράς κιλότα», λέει. Είναι σαν να έχεις κάτι να κρύψεις, κάτι πονηρό. Το τελείως γυμνό δεν προκαλεί εντύπωση, αλλά το ημίγυμνο μερικές φορές είναι πιο προκλητικό. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να τη βλέπουν οι ζωγράφοι. Ήταν η δουλειά της και τους εμπιστευόταν. Οι «άσχετοι» την τρομοκρατούσαν. Μια φορά κόντεψε να λιποθυμήσει, όταν μπήκε στην αίθουσα ο συγγραφέας Βασίλης Ρώτας για να μιλήσει στην κόρη του, που ήταν φοιτήτρια στη σχολή. Ο άντρας της Μαίρης μάλιστα την κορόιδευε, γιατί ακόμα και στη θάλασσα, έμπαινε με τα ρούχα και έβγαζε το φόρεμα, μόνο όταν είχε καλυφτεί ολόκληρη απ’ τα κύματα.
Στη σχολή όμως, ήταν διαφορετικά. Στο μάθημα επικρατούσε απόλυτη σιωπή και οι καλλιτέχνες ήταν αφοσιωμένοι στο έργο τους. Ποτέ δεν την έκαναν να νιώσει αμήχανα ούτε την κοίταξαν προκλητικά. «Δεν βρέθηκε και κανένας να με ερωτευτεί», λέει γελώντας.
Μόνο μία φορά δέχτηκε την «κριτική» της κοινωνίας για τη δουλειά της. Το 1953, ένας δημοσιογράφος φωτογράφησε δύο αγάλματα, για τα οποία είχε ποζάρει. Η φωτογραφία μπήκε στο εξώφυλλο της εφημερίδας, αλλά όπως ήταν ασπρόμαυρη η εκτύπωση, πολλοί πίστεψαν ότι ήταν η ίδια γυμνή στην εικόνα. Συγγενείς και γείτονες έδειξαν τη φωτογραφία στη γιαγιά της, η οποία έγινε έξαλλη. Η Μαίρη της εξήγησε ότι δεν ήταν αυτή, αλλά ένα άγαλμα. Πήρε λίγες μέρες, αλλά η γιαγιά ηρέμησε. Φυσικά κάποια κουτσομπολιά πίσω από την πλάτης της, ήταν αδύνατον να τα αποφύγει. Αναμενόμενο άλλωστε, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Γι αυτό και θυμάται ένα μοντέλο που μέχρι να συνταξιοδοτηθεί, δεν είχε πει στην οικογένειά της τι έκανε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Η Μαίρη πάντως δεν έδωσε σημασία στα κουτσομπολιά και δεν έκρυψε ποτέ το επάγγελμά της. Ούτε καν απ’ την πεθερά της, που είχε έρθει απ’ τη Σαμοθράκη για να τη δει στην Αθήνα. Ήταν απλή, αγράμματη γυναίκα, αλλά ενθουσιάστηκε όταν έμαθε ότι η νύφη της πόζαρε για να την κάνουν αγάλματα και περηφανευόταν στους συγγενείς της.
Το κρύο, η ορθοστασία και τα μυρμήγκια
Μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών μπορεί να γίνει ο καθένας. Η τέχνη δεν απαιτεί τέλειες αναλογίες και όμορφα χαρακτηριστικά. Κοντοί, χοντροί, νέοι, γέροι, παραμορφωμένοι και απόλυτα φυσιολογικοί. Η μόνη απαίτηση για ένα μοντέλο είναι να μείνει ακίνητο για ώρα. «Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν η ορθοστασία», παραδέχεται η Μαίρη Σαμαρά. Ειδικά όταν πόζαρε για γλύπτες. Τη μετρούσαν το πρωί για να πάρουν ακριβή στοιχεία για το έργο και όταν τη ξαναμετρούσαν το βράδυ, είχε «μαζέψει» απ’ την κούραση. Τα μοντέλα πάντα ποζάρουν για 45 λεπτά και μετά κάνουν ένα 15λεπτο διάλειμμα. Ακόμα κι έτσι το σώμα μουδιάζει, κουράζεται.
Όταν ξεκίνησε η Μαίρη, είχε να αντιμετωπίσει και το τσουχτερό κρύο της αίθουσας, που ζεσταινόταν με σόμπες. Κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα, πάγωνε. Οι φοιτητές μπορεί να φορούσαν ακόμα και παλτά για να ζωγραφίσουν, αλλά εκείνη ήταν γυμνή. Το 1995 συνεργάστηκε με τον καλλιτέχνη Γιάννη Μαρκόπουλο σε ένα «ζωντανό» έργο τέχνης. Ήταν ξαπλωμένη και δεμένη πάνω σε σάπιες σανίδες που είχαν βγάλει από ένα ιστιοπλοϊκό. Τα ξύλα είχαν ζεσταθεί απ’ τα φώτα και άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια μυρμήγκια που είχαν φωλιάσει στις σανίδες. Η Μαίρη έπρεπε να μείνει εκεί, ακίνητη, με τα έντομα να κόβουν βόλτες πάνω στο σώμα της.
Ένα επεισόδιο που θυμάται και γελάει, είχε λάβει χώρα στο στούντιο ενός Αυστραλού ζωγράφου στη Σταδίου. Για να μην κρυώνει, ο ζωγράφος είχε φέρει τη σόμπα τόσο κοντά στο σώμα της, που την έκαιγε. Η Μαίρη του έλεγε: «Με καίει! Με καίει!» και εκείνος κουνούσε συγκαταβατικά το κεφάλι του, χαμογελώντας. Νόμιζε ότι του έλεγε «Οκέι! Οκέι!».
Η απασχόληση ήταν σοβαρή, επαγγελματική και καθοριστική για τη σωστή λειτουργία της σχολής. Ωστόσο, τα μοντέλα της Σχολής Καλών Τεχνών δεν δικαιούνταν ένσημα. Στα χαρτιά, τα μοντέλα αντιμετωπίζονταν όχι ως εργαζόμενοι, αλλά ως υλικά των ζωγράφων, όπως οι μπογιές και τα καβαλέτα. Άρχισαν να παίρνουν ένσημα την περίοδο της χούντας, μετά από πιέσεις και αγώνες των ίδιων των μοντέλων. Η Μαίρη, με πέντε δεκαετίες στο επάγγελμα, μόλις που κατάφερε να συμπληρώσει τον απαραίτητο αριθμό, για να πάρει 277 ευρώ σύνταξη.
Σήμερα, τα γυμνά μοντέλα στην Καλών Τεχνών πληρώνονται σχετικά καλά και οι θέσεις είναι περιζήτητες, ιδιαίτερα για φοιτητές, που ψάχνουν για εργασία μερικής απασχόλησης.
Το παλαιότερο μοντέλο της Καλών Τεχνών
Η Μαίρη Σαμαρά είναι ένα ιστορικό πρόσωπο για τη σχολή. Δεν ήταν ποτέ ένα απλό μοντέλο, που πόζαρε και έφευγε, όταν τελείωνε η βάρδιά της. Βρισκόταν στο πλευρό των καλλιτεχνών από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της στο κτίριο. «Ήμουνα μαζί τους. Ήμουνα κοντά τους. Να πάμε στο θέατρο; Πηγαίναμε όλοι μαζί. Στις ταβέρνες. Πηγαίναν στα νοσοκομεία, πήγαινα εγώ. Παντρευόντουσαν, μάζευα λεφτά, να πάρουμε ένα δωράκι στο γαμπρό ή τη νύφη να μας θυμάται. Βάφτιζαν τα παιδιά τους, εγώ αντιπροσώπευα τη σχολή. Πώς το λένε; Πέθαιναν! Άιντε, καθηγητές, το ένα τ’ άλλο… Κι εγώ κοντά. Παντού και πάντα»….
Δούλεψε με θρύλους της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Για χρόνια, συνεργαζόταν με τον Παναγιώτη Τέτση, τον Γιάννη Μόραλη, τον Μιχάλη Τόμπρο, που τη φώναζε «καναρινάκι», επειδή ήταν πολύ μικροκαμωμένη. Πόζαρε για τον γλύπτη Γιάννη Παππά, που ήθελε να δώσει εξετάσεις για να γίνει καθηγητής στην Καλών Τεχνών, αλλά είχε να δείξει μόνο αιγυπτιακά γλυπτά. Με τη Μαίρη δημιούργησε έργα πιο ελεύθερα, που του χάρισαν την θέση του στη σχολή. Βοήθησε και τον Γιώργο Μαυροΐδη, που ήταν υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών, αλλά αποφάσισε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη ζωγραφική.
Η αφοσίωση και η αγάπη της ανταμείφθηκαν. Το 1998 διοργανώθηκε έκθεση προς τιμήν της. Είχε συμπληρώσει 50 χρόνια ως μοντέλο της σχολής. Συνολικά 70 καλλιτέχνες πρόσφεραν έργα τους, κάτι πρωτοφανές στην ιστορία της τέχνης, να τιμήσουν έτσι ένα μοντέλο. Η Μαίρη Σαμαρά εργάστηκε στη σχολή μέχρι και 70 χρονών. Την τελευταία φορά που πόζαρε ως μοντέλο ήταν το 2004. Είχε βρέξει και η αίθουσα πλημμύρισε. Η Μαίρη πειθαρχημένη και συνεπής έμεινε να κάνει τη δουλειά της. Είχε γίνει μούσκεμα κι είχε βάλει τα ρούχα της πάνω στα καλοριφέρ για να στεγνώσουν. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει, τα παπούτσια της ήταν ακόμα βρεγμένα κι έτσι έφυγε με τις σαγιονάρες που φορούσε στο μάθημα. Μπήκε στο μετρό με χειμωνιάτικο παλτό και γυμνά πόδια και όπως λέει χιουμοριστικά, άρχισε να εξηγεί στους επιβάτες ότι δεν ήταν απ’ το ψυχιατρείο. Το ίδιο βράδυ τηλεφώνησε στη σχολή και τους είπε ότι ήταν η τελευταία φορά που πόζαρε. «Καλά, εντάξει», της απάντησαν, «Σε μια βδομάδα, θα ‘σαι πίσω». Πέρασαν ήδη δέκα χρόνια και δεν επέστρεψε… ακόμη.
Της Αθηνάς Τζίμα
Διαβάστε ακόμη στη Μηχανή του Χρόνου:
Γιατί η Shell διαφήμιζε την Ελλάδα ως κορυφαίο ταξιδιωτικό προορισμό τη δεκαετία του ’30
Bud Spencer. Ο ηθοποιός που συμμετείχε σε δύο Ολυμπιακούς Αγώνες