Μηχανή του Χρόνου: Η Μακεδονία του Αμαζονίου
Το χωριό με το ελληνικό όνομα στα βάθη της ζούγκλας. Πώς το έβγαλαν οι Ιθαγενείς και γιατί θεωρούν τη "Μακεδονία" ιερή (Pics+Vid)
- 16 Μαρτίου 2016 09:29
Στα βάθη του Αμαζονίου ζούσε μια οικογένεια από τη φυλή Τιχούνα. Το επώνυμό της ήταν Macedo. Τους εκχριστιάνισαν ιεραπόστολοι, οι οποίοι δίδαξαν στους ιθαγενείς του Αμαζονίου ισπανικά και φυσικά τους έφεραν σε υποχρεωτική επαφή με τα χριστιανικά κείμενα.
Οι ιθαγενείς διάβασαν και τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου προς τους Θεσσαλονικείς και τους Φιλίππους. Εκεί βρήκαν για πρώτη φορά τη λέξη Macedonia.
Εντυπωσιάστηκαν που το όνομα της περιοχής έμοιαζε με το δικό τους. Δεν ήξεραν πού βρισκόταν αυτή η «Μακεδονία», ούτε καν αν υπήρχε πραγματικά. Για αυτούς, ήταν μία περιοχή, ίσως μυθική, που υπήρχε μόνο στα χριστιανικά βιβλία των ιεραποστόλων.
Αντιλαμβάνονταν όμως τη «Μακεδονία» ως ιερή γη και για αυτό ονόμασαν έτσι και το χωριό τους. Αυτό έγινε πολλούς αιώνες μετά το 1975. Έγιναν λοιπόν, οι Μακεδόνες του Αμαζονίου, χωρίς να γνωρίζουν ότι όντως υπάρχει στα αλήθεια αυτή η περιοχή στην άλλη άκρη του κόσμου.
Είναι μόνο μία από τις δεκάδες φυλές ιθαγενών του Αμαζονίου και φυσικά δεν γνωρίζουν την ιστορία της ελληνικής Μακεδονία και του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Οι «Μακεδόνες» δεν ξεπερνούν σε αριθμό τους 800 κατοίκους και οι περισσότεροι είναι παιδιά και έφηβοι. Ασχολούνται με το ψάρεμα, το κυνήγι και τη χειροτεχνία. Δεν υπάρχει βιομηχανική ανάπτυξη ούτε καν αυτοκινητόδρομοι. Όλες οι μετακινήσεις γίνονται μέσω του ποταμού και η μεγαλύτερη πηγή εσόδων είναι οι τουρίστες.
Οι κάτοικοι μένουν σε σπίτια από πασσάλους. Έτσι προστατεύονται από τον ποταμό και τα άγρια ζώα του Aμαζονίου. Στο κέντρο του οικισμού υπάρχει ένα σχολείο, μια εκκλησία και τα δημόσια κτίρια του χωριού, όπου συνήθως μαζεύονται οι κάτοικοι.
Στο σχολείο, εκτός από ισπανικά, μαθαίνουν και τη γλώσσα των Τικούνα, η οποία μέχρι πρόσφατα ήταν μόνο προφορική. Οι ανθρωπολόγοι τη μελέτησαν και την έκαναν και γραπτή και έτσι ο γηγενής πληθυσμός μπορεί να γνωρίσει καλύτερα την παράδοσή του, κομμάτι της οποίας σταδιακά εξαφανιζόταν.
Με την ίδια αρμονία συνυπάρχουν οι χριστιανικές συνήθειες, με τις τελετές και τους χορούς των ιθαγενών. Οι κάτοικοι σχεδιάζουν μόνοι τους τις ξύλινες μάσκες που φορούν σε τελετουργίες.
Στους τοπικούς χορούς, οι άνθρωποι δεν σηκώνουν τα πόδια τους από το χώμα, παίζουν μουσική μόνο με κρουστά όργανα και τραγουδούν με ψηλές νότες.
Θεωρούν το δέντρο «τοτούμα» ιερό, επειδή χρησιμοποιούν τον φλοιό του για να φτιάξουν θεραπευτικές αλοιφές. Από το δέντρο μπρέα κατασκευάζουν την μονωτική πίσσα που χρησιμοποιούν στις «μαλόκες», όπως αποκαλούν τις καλύβες τους.
Τα τελετουργικά τους κουστούμια είναι φτιαγμένα από ξύλο γιαντσάμα, το οποίο πριν το κόψουν, μελετούν τη θέση του ήλιου και του φεγγαριού. Πιστεύουν ότι αν το κόψουν όταν στον ουρανό βγαίνει το νέο φεγγάρι είναι κακός οιωνός και το ξύλο θα σπάσει. Στολίζουν τις στολές τους με πετρούλες και κουκούτσια και τις βάφουν με μπογιές που φτιάχνουν από τα φυτά.
Οι γυναίκες, που καλύπτουν το στήθος τους με στηθόδεσμους από φλοιό καρύδας, δεν αντιμετωπίζουν με ντροπή το γυμνό σώμα και προσέχουν ιδιαίτερα τα μακριά, μαύρα μαλλιά τους.
Στόχος τους είναι να ιδρύσουν ένα πανεπιστήμιο, το οποίο θα μελετά τις παραδόσεις των ιθαγενών, τα έθιμα, την ιστορία και τις γνώσεις τους. Δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο σε όλη τη Νότια Αμερική, αν και οι φυλές είναι πολλές και ο πολιτισμικός πλούτος τεράστιος.
Τα μοναδικά τους έσοδα προέρχονται από τον τουρισμό, καθώς πουλάνε χειροποίητα κοσμήματα που φτιάχνουν οι γυναίκες του χωριού. Δέχονται δωρεές από φιλανθρωπικά ιδρύματα και ΜΚΟ, αλλά τα χρήματα σπάνια φτάνουν σε αυτούς. Τα περισσότερα «χάνονται» στη διαδρομή από διεφθαρμένες κυβερνήσεις.
Οι νέοι της Μακεδονίας σπάνια έχουν τα χρήματα να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη Λετίσια, την πιο ανεπτυγμένη πόλη του Αμαζονίου, γι’ αυτό και συνήθως μένουν άνεργοι. Η απραγία πολλές φορές οδηγεί ορισμένους στα ναρκωτικά, τα οποία έχουν φτάσει και στις ζούγκλες του Αμαζονίου.
Τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζουν προβλήματα με τη μόλυνση του Αμαζονίου, καθώς τρέφονται κυρίως με ψάρια και καρπούς του δάσους. Ζουν από τη φύση και την αντιμετωπίζουν με σεβασμό και δέος. «Η γη έχει δοθεί σε όλους, δεν είναι μόνο για άσπρους ή Ινδιάνους, και όλοι πρέπει να την προσέχουμε», λέει η Rosaura Mirana, κάτοικος του χωριού.