Μηχανή του Χρόνου: Η μυστηριώδης δολοφονία της Βρετανής δημοσιογράφου Αν Τσάπμαν στο Καβούρι στα χρόνια της χούντας
Η αγωνιώδης έρευνα του πατέρα της να αποδείξει ότι δολοφόνος δεν ήταν ο Νίκος Μουντής, αλλά η CIA και το Κυπριακό
- 29 Μαΐου 2015 08:26
Η δολοφονία της αγγλίδας δημοσιογράφου Αν Ντόροθι Τσάπμαν το 1971 στο Καβούρι, είναι μια από τις πιο σκοτεινές υποθέσεις που έχουν εκδικαστεί ποτέ στην Ελλάδα. Το έγκλημα, ενώ αρχικά αποδόθηκε στον Νίκο Μουντή, ο οποίος καταδικάστηκε, παραμένει μέχρι σήμερα ανεξιχνίαστο, καθώς αποδείχτηκε ότι αυτός δεν ήταν ο πραγματικός ένοχος. Η υπόθεση αποδείχτηκε περίπλοκη και η έρευνα δημοσιογράφων και της οικογενείας της έδειξε ότι εμπλέκονται ακόμα και μυστικές υπηρεσίες με φόντο το πολιτικό περιβάλλον της εποχής και τις δραματικές εξελίξεις στο Κυπριακό. Το έγκλημα έγινε τον Οκτώβριο του 1971 και συγκλόνισε την Ελλάδα. Η Βρετανή δημοσιογράφος Αν- Ντόροθι Τσάπμαν βρέθηκε στραγγαλισμένη στο Καβούρι. Η 24χρονη συνεργάτιδα του BBC βρισκόταν στην Ελλάδα για επαγγελματικούς λόγους. Το πτώμα της βρήκε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων σε μια απομονωμένη θαμνώδη περιοχή.
Το άψυχο σώμα της ήταν κακοποιημένο και μισόγυμνο. Οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν: «η ομάδα με την οποία ταξίδευε έμενε στο Πέιν Οτέλ, στο Καβούρι, μια παραλία κοντά στην Αθήνα. Το απόγευμα και το βράδυ της 15ης Οκτωβρίου δεν περιελάμβανε οργανωμένο πρόγραμμα, αλλά υπήρχε στο νυχτερινό πρόγραμμα μια ξενάγηση στο κέντρο της Αθήνας. Για λόγους που ακόμα δεν έχουν ξεκαθαριστεί, η Αν ήταν απασχολημένη κατά τη διάρκεια της ημέρας και έχασε την ξενάγηση στην Αθήνα. Είπε σε μια φίλη της, μέλος της ομάδας, ότι δεν είχε φάει από το πρωί και ότι θα έπαιρνε το επόμενο λεωφορείο. Περπάτησε από το ξενοδοχείο σε μια κοντινή στάση. Το πτώμα της βρέθηκε περίπου 50 γιάρδες από τη στάση. Ήταν στραγγαλισμένη, το σώμα της παρουσίαζε κακώσεις, τα πόδια της και τα χέρια της ήταν δεμένα με καλώδια».
Η σύλληψη και η καταδίκη του Νίκου Μουντή
Οι αρχές απέδωσαν το έγκλημα σε έναν ηδονοβλεψία που σύχναζε στην περιοχή και τον συνέλαβαν. Ήταν ο Νίκος Μουντής. Ο δράστης συνελήφθη από την ασφάλεια Πειραιά και «ομολόγησε» ότι βίασε και σκότωσε την Αν Τσάπμαν. Μάλιστα οδηγήθηκε στον τόπο του εγκλήματος για να γίνει αναπαράσταση και οι φωτογράφοι να μπορέσουν να απαθανατίσουν τον «φονιά».
Μετά από περίπου 10 ημέρες όμως, ο Μουντής πήρε πίσω την ομολογία του, υποστηρίζοντας πως ήταν προϊόν βασανισμού και εκβιασμού από τις αρχές. Συγκεκριμένα, είπε ότι οι αστυνομικοί τον εκβίασαν να τον πετάξουν από το παράθυρο, αν δεν ομολογούσε ότι ήταν ο δολοφόνος της κοπέλας. Το δικαστήριο δεν έδωσε καμία σημασία στην ανάκληση της ομολογίας και τον καταδίκασε σε ισόβια. Η υπόθεση όμως δεν είχε κλείσει. Από την πρώτη στιγμή, ο πατέρας της κοπέλας είχε παρατηρήσει κενά που τον έκαναν να αμφιβάλει.
Οι αμφιβολίες του πατέρα της Τσάπμαν
Ο Έντουαρντ Τσάπμαν διαπίστωσε ότι τόσο οι ελληνικές δικτατορικές αρχές όσο και οι βρετανικές, ήθελαν να μπει γρήγορα η υπόθεση στο αρχείο. Ο ίδιος δεν σταμάτησε να ψάχνει για στοιχεία που θα οδηγούσαν στον πραγματικό δολοφόνο της κόρης του, καθώς όπως υποστήριζε, ο Νίκος Μουντής ήταν αθώος. Το γεγονός ότι τα χέρια και τα πόδια του θύματος ήταν δεμένα με καλώδια, δείχνει ότι ο θάνατός της δεν ανήκει στην κατηγορία των εγκλημάτων ηθών, αλλά ήταν φόνος εκ προμελέτης, αναφέρει ρεπορτάζ εφημερίδας. Η αναπαράσταση που έγινε από τον Νίκο Μουντή στον τόπο του εγκλήματος ήταν, όπως αποδείχτηκε αργότερα, καθοδηγούμενη από τις αρχές και ο Τσάπμαν είχε εντοπίσει αντιφάσεις του δράστη.
Σύμφωνα με την κατάθεσή του, είχε δει την κοπέλα να περιμένει στη στάση του λεωφορείου αρκετές ώρες πριν τη σκοτώσει, ενώ η νεκροτομή ανέφερε πως η κοπέλα είχε φάει, μία ώρα πριν από τον θάνατό της. Ο Τσάπμαν έκανε συνεχώς ταξίδια στην Ελλάδα συλλέγοντας στοιχεία και προσπαθώντας να πείσει τις αρχές να επανεξετάσουν την υπόθεση. Στο πλευρό του είχε τους δικούς του ανθρώπους, αλλά και ειδικούς, οι οποίοι βοηθούσαν στην έρευνα. Σε δημοσίευμα ελληνικής εφημερίδας διαβάζουμε τη δήλωση του Ρόναλντ Γκρέι, ιδιωτικού ερευνητή από το Λονδίνο που υποστήριξε ότι το έγκλημα διέπραξε η αστυνομία της χούντας, που την υποψιαζόταν ως κατάσκοπο: «Συμφωνώ με τον κύριο Τσάπμαν ότι η Αν δεν σκοτώθηκε από τον Μουντή. Είναι πολύ πιθανόν ότι πέθανε κατά τη διάρκεια ανακρίσεως και ο θάνατός της εμφανίστηκε αργότερα σαν το έργο ενός σεξουαλικά ανώμαλου».
Ο αγώνας για αποφυλάκιση
Η δίκη του Μουντή δεν επαναλήφθηκε ποτέ ώστε να αποδείξει την αθωώτητά του. Παρά τις προσπάθειες του πατέρα Τσάπμαν δεν μπόρεσε να πετύχει αναψηλάφιση της υπόθεσης. Τελικά αποφυλακίστηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1983 μετά από αίτηση χάριτος, η οποία έγινε δεκτή, από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Πολλοί υποστήριξαν ότι η χάρη ενδεχομένως δόθηκε για να αποσιωπηθεί εντελώς η υπόθεση και να μην εκδικαστεί ξανά, φέρνοντας στο φως στοιχεία, που ποτέ δεν έπρεπε να δουν το φως.
Τα σενάρια σήμερα για την υπόθεση Τσάπμαν
Η περίεργη υπόθεση της δολοφονίας της Αν Τσάπμαν απασχολεί μέχρι σήμερα αρκετούς ερευνητές, οι οποίοι προσπαθούν να διαλευκάνουν τι πραγματικά συνέβη. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η Τσάπμαν θεωρείται ότι ήταν μέλος της μυστικής υπηρεσίας της Αγγλίας ΜΙ6 και την περίοδο της δολοφονίας της βρισκόταν σε εντεταλμένη υπηρεσία στην Ελλάδα. Ο τελευταίος που έχει ασχοληθεί με το έγκλημα είναι ο διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών, Χρήστος Ιακώβου, ο οποίος γράφει:
«Παρά τις διάφορες εκδοχές που εξεφράσθησαν για το φόνο της, τείνω να συμφωνήσω κατά το πλείστον, με την εκδοχή του βρετανού δημοσιογράφου και πρώην Ευρωβουλευτή Ρίτσαρντ Κοτρέλ, ο οποίος μελέτησε την υπόθεση όσο κανείς άλλος. Κατά τον Κοτρέλ, η Τσάπμαν εργαζόταν για τη βρετανική MI6 και πήγε στην Ελλάδα σε ένα ενημερωτικό ταξίδι για τουριστικούς πράκτορες, δήθεν για να προβάλει την ελληνική τουριστική βιομηχανία μέσω του Radio London, με το οποίο συνεργαζόταν. Η MI6 «αλίευσε» την Τσάπμαν από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ όταν ήταν φοιτήτρια. Από την αρχή, εκπαιδεύτηκε σε θέματα Ελλάδος και πραγματοποίησε την πρώτη αποστολή της παρακολουθώντας την ομάδα Καραμανλή στο Παρίσι, ενώ παρίστανε τη φιλόλογο στο σχολείο Berlitz. Ο Κοτρέλ υποστηρίζει ότι η αποστολή της Τσάπμαν στην Ελλάδα ήταν να ανακαλύψει έναν άνθρωπο των σοβιετικών, ο οποίος βρισκόταν είτε στις τάξεις της MI6 είτε σε άλλους συνεργάτες της MI6 στους ελληνικούς πυρήνες αντίστασης. Τόσο οι Βρετανοί όσο και οι Αμερικανοί ανησυχούσαν έντονα για τις σημαντικές πληροφορίες που λάμβανε η Μόσχα αναφορικά με τις ενδότατες υποθέσεις της Χούντας και των σχεδιασμών των ΗΠΑ για το μέλλον της Κύπρου. Η CIA είχε επίσης υποψίες για έναν σοβιετικό κατάσκοπο στην MI6 και ξεκίνησε να αποκόπτει τους Βρετανούς από το δίκτυο πληροφοριών.
Σήμερα, πολλοί εν Ελλάδι πιστεύουν ότι υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στην Τσάπμαν και στην τραγωδία που ακολούθησε στην Κύπρο. Η επίσκεψή της στην Ελλάδα συνέπεσε με αυτή του Αμερικανού αντιπροέδρου, με ελληνική καταγωγή, Σπύρου Άγκνιου, ο οποίος θα συζητούσε με τη χούντα, μεταξύ άλλων, και το κρίσιμο θέμα της Κύπρου. Η πρώτη εκδοχή υποστηρίζει ότι η αποστολή της Τσάπμαν ήταν να καταγράψει με ειδικό μηχάνημα τη συνομιλία στη συνάντηση μεταξύ του Γεώργιου Παπαδόπουλου και του Σπύρου Άγκνιου. Σκοπός ήταν να γνωρίζει η ΜΙ6 τι θα διαμειφθεί για το Κυπριακό. Η εκδοχή αυτή όμως στερείται ισχυρών αποδεικτικών στοιχείων. Η δεύτερη εκδοχή είναι αυτή του Κοτρέλ. Πιστεύει ότι ενοχοποιήθηκε διότι γνώριζε ένα μισοψημένο σχέδιο, από αντιφρονούντες της αεροπορίας, να ρίξουν το ελικόπτερο του Άγκνιου κατά τη διάρκεια προγραμματισμένου ταξιδιού αναψυχής στο Αιγαίο. Μέσω του καναλιού της ομάδας C, που δρούσε στο Λονδίνο, η MI6 υπέκλεψε αυτό το σχέδιο, το οποίο μαγείρεψαν στην ομάδα του Παπανδρέου στη Στοκχόλμη. Αλλά το πανίσχυρο κλιμάκιο της CIA στην Αθήνα, παραδόξως, δεν το υπέκλεψε. Ήταν εντελώς τυφλωμένοι από το σενάριο της μετατροπής της Κύπρου σε Κούβα της Μεσογείου.
Έτσι, προτού καν πατήσει το πόδι της στο αεροπλάνο για την Ελλάδα, η Τσάπμαν προδόθηκε από κύκλους στο Λονδίνο στην ελληνική υπηρεσία πληροφοριών (πλήρως ελεγχόμενη τότε από την CIA) ως πιθανή πράκτορας των Σοβιετικών. Το πιο πιθανόν είναι να πιάστηκε στη μέση μιας βεντέτας ανάμεσα στα μυστικά αφεντικά της στο Λονδίνο και την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών στην Αθήνα».