Μηχανή του Χρόνου: Η στυγερή δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη στην Εκάλη
Βρέθηκαν νεκροί γονείς και δύο παιδιά. Το θρίλερ με τον έμπιστο Ταϊλανδό μπάτλερ, που εξαφανίσθηκε στην Μπανγκόκ
- 20 Φεβρουαρίου 2015 06:25
Το βράδυ της 17ης Ιουνίου 1991, η Αγγελική Παπαλεξανδράτου επισκέφτηκε τη φίλη της, Λιζ Χρυσαφίδη, στο σπίτι της στην Εκάλη. Εκεί ήταν όλη η οικογένεια, ο σύζυγος της, Μιχάλης Χρυσαφίδης και οι δύο γιοι τους, Γιώργος και Μιχάλης. Μίλησαν για το πάρτυ που οργάνωναν για την κόρη της Παπαλεξανδράτου και γύρω στα μεσάνυχτα, η Παπαλεξανδράτου τους καληνύχτησε και αποχώρησε.
Κανείς δεν τους ξαναείδε ζωντανούς. Το επόμενο πρωί, οι συνεργάτες του Χρυσαφίδη από το εργοστάσιο που διοικούσε, τηλεφώνησαν στο σπίτι. Το σήκωσε ο οικιακός τους βοηθός, ο 28χρονος Ταϊλανδός Πρασέρτ Σερτουασάνα, που τους ενημέρωσε ότι η οικογένεια είχε φύγει για διακοπές και θα επέστρεφε στις 28 του μηνός. Το ίδιο είπε και στον κηπουρό, Κυριάκο Κοίλιαρη, που ήρθε για να περιποιηθεί τον κήπο.
Η βίλα Χρυσαφίδη
Το πρωί της 19ης Ιουνίου, η σύζυγος του Ταϊλανδού, Ουαζίτα, πήγε στο σπίτι του Αιγύπτιου πρέσβη, όπου δούλευε η μητέρα του, Κάνυα. Ταραγμένη, η Ουαζίτα της είπε ότι ο πατέρας της ήταν σοβαρά άρρωστος και έπρεπε να ταξιδέψει άμεσα στην Μπανγκόκ για να τον δει. Έφυγαν μαζί και πήγαν να αγοράσουν αεροπορικά εισιτήρια για την Ταϊλάνδη. Έκλεισαν δύο, στο όνομα της Ουαζίτα και του συζύγου της.` Λίγο αργότερα, επισκέφτηκαν την αδελφή της Κάνυα, Μαλιράτ, για να της πουν ότι και ο δικός τους πατέρας ήταν άρρωστος και έπρεπε να φύγουν για την Ταϊλάνδη. Η Μαλιράτ τηλεφώνησε στους δικούς της και έμαθε ότι ο πατέρας της έχαιρε άκρας υγείας. Παρ’ όλα αυτά, την επόμενη η μέρα, η Κάνυα αγόρασε άλλα δύο εισιτήρια για Μπανγκόκ με 113 χιλιάδες δραχμές που δανείστηκε από τη δουλειά της.
Οι τέσσερίς τους έφυγαν για Ταϊλανδη την Παρασκευή, 21 Ιουνίου στις 5.40 το απόγευμα. Πλέον, όσοι επισκέφτηκαν τη βίλα της οικογένειας Χρυσαφίδη στην Εκάλη, έβλεπαν ένα χειρόγραφο σημείωμα που έλεγε ότι η οικογένεια έλειπε για διακοπές και θα επέστρεφε στις 26 Ιουνίου.
Η δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη σε βρετανικό έντυπο. Η Ελισάβετ Χρυσαφίδη ήταν Βρετανή και επρόκειτο να επιστρέψει στη χώρα για να επισκεφτεί τον άρρωστο πατέρα της, πριν δολοφονηθεί
Η φρικτή αποκάλυψη. Η οικογένεια Χρυσαφίδη είχε δολοφονηθεί
Το βράδυ της 24ης Ιουνίου, συναντήθηκαν έξω από το σπίτι ο ανιψιός του Χρυσαφίδη, Αλέξανδρος Μακρίδης, ο γείτονάς του, Βασίλης Σαλαπάτας και διευθυντής πωλήσεων του εργοστασίου, Αντώνης Γεωργιάδης. Ανήσυχοι μετά την ξαφνική και πολυήμερη απουσία του Χρυσαφίδη, αποφάσισαν να ερευνήσουν το σπίτι. Με τη βοήθεια ενός κλειδαρά, κατάφεραν να μπουν μέσα και αντίκρισαν ένα μακελειό.
Εντόπισαν τα πτώματα στο υπόγειο, σε τρία ξεχωριστά δωμάτια.
Μιχάλης Χρυσαφίδης
Πρώτα, βρήκαν τον 16χρονο Μιχάλη. Είχε φιμωθεί με ένα κουρελιασμένο πουκάμισο, τα χέρια και τα πόδια του ήταν δεμένα με νάιλον σχοινί, ενώ το πτώμα του είχε καλυφθεί με μία κουβέρτα. Τον είχαν ξυλοκοπήσει άγρια, το στέρνο του είχε σπάσει και τον είχαν αποτελειώσει με μια βαριοπούλα.
Στο διπλανό δωμάτιο, κείτονταν νεκροί ο μεγαλύτερος αδελφός του και ο πατέρας του. Τα χέρια και τα πόδια του μικρού ήταν δεμένα, αλλά όχι και του πατέρα του. Τα πτώματα ήταν και αυτά σκεπασμένα με κουβέρτες και πετσέτες.
Στο τρίτο δωμάτιο, βρισκόταν το πτώμα της μητέρας, Λιζ. Φορούσε ένα ακριβό φόρεμα, αλλά όχι εσώρουχο, στοιχείο που οδήγησε τις αρχές στο συμπέρασμα ότι είχε βιαστεί.
Από την ιατροδικαστική εξέταση, προέκυψε ότι οι δράστες είχαν σκοτώσει την οικογένεια σε “δόσεις”.
Πρώτα πέθαναν τα παιδιά στις 20 Ιουνίου, μετά ο πατέρας στις 21 και τελευταία η μητέρα, στις 23 Ιουνίου, αφού είχε φύγει από τη χώρα ο βασικός ύποπτος, ο Ταϊλανδός Πρασέρτ Σερτουασάνα. Ελισάβετ «Λιζ» Χρυσαφίδη Όλα τα μέλη της οικογένειας είχαν ξυλοκοπηθεί, πριν τα σκοτώσουν με τα φονικά όπλα που βρέθηκαν στο λεβητοστάσιο και κάτω από το νεροχύτη της κουζίνας, δηλαδή μια βαριοπούλα, έναν τσεκούρι και ένα σκερπάνι. Όλα ήταν λερωμένα με αίμα, όπως και ήταν και το πάτωμα του γκαράζ. Όταν οι αστυνομικοί άνοιξαν το χρηματοκιβώτιο, βρήκαν χρυσαφικά, ομόλογα και διάφορα έγγραφα, αλλά καθόλου χρήματα. Υποπτεύονταν ότι ο δράστης είχε πάρει τα χρήματα και ορισμένα απ’ τα κοσμήματα που φυλάσσονταν στο χρηματοκιβώτιο.
Ελισάβετ Χρυσαφίδη
Ο Ταϊλανδός μπάτλερ
Ο Πρασέρτ Σερτουσουάνα γεννήθηκε στην Μπανγκόκ το 1936 και ζούσε πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Δούλευε για την οικογένεια Χρυσαφίδη από το 1989, είχε δικό του δωμάτιο και πλέον θεωρούνταν μέλος της οικογένειας. Όσοι τον γνώριζαν, τον περιέγραφαν ως ένα ήρεμο, ευγενικό και χαμογελαστό νέο. Δύο μήνες πριν από τη δολοφονία, παντρεύτηκε την αγαπημένη του, Ουαζίτα, που εργαζόταν στη Βάρη, στο σπίτι της Μαρίας Πουλιάση. Σε συνέντευξή της στο “Έθνος” στον Πάνο Σόμπολο, δήλωσε ότι δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το ζευγάρι ήταν υπεύθυνο για τις δολοφονίες: “Αν έχουν σχέση με τις δολοφονίες, κάποιος τους έβαλε, κάποιος τους ανάγκασε να το κάνουν”.
Τα αναπάντητα ερωτήματα
Δυστυχώς, η υπόθεση έμεινε ανεξιχνίαστη. Οι ελληνικές αρχές ζήτησαν να συνεργαστούν με την Ταϊλάνδη για την ανάκριση του Σερτουσουάνα, αλλά δεν έλαβαν θετική απάντηση. Το 1993 και ξανά το 1995, έφτασαν στην Ελλάδα, Ταϊλανδοί αξιωματικοί, οι οποίοι συζήτησαν την υπόθεση με την ελληνική αστυνομία, αλλά δεν κατέληξαν πουθενά. Παρά την αγριότητα της δολοφονίας και το σοκ που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία, δεν συνελήφθη ποτέ κανείς ούτε δόθηκε ποτέ απάντηση στα ερωτήματα που βασάνιζαν φίλους και συγγενείς.
Βασικός ύποπτος ήταν ασφαλώς ο Σερτουσουάνα, αλλά οι αρχές υποπτεύονταν ότι είχε συνεργούς, καθώς η Λιζ Χρυσαφίδη πέθανε, αφού αυτός είχε φύγει για την Ταϊλάνδη. Ένα άλλο στοιχείο που προβλημάτισε την αστυνομία ήταν η διαθήκη του Χρυσαφίδη. Υπήρχε χειρόγραφο σημείωμα του ίδιου, που όριζε ότι αν πέθαιναν όλα τα μέλη της οικογένειάς του, η περιουσία του θα πήγαινε στον ανιψιό του. Η έρευνα της αστυνομίας δεν κατέληξε πουθενά ούτε θεωρήθηκε ποτέ ύποπτος ο συγγενής.
Την υπόθεση του “μυστηριώδη μπάτλερ” κάλυψε ο δημοσιογράφος Πάνος Σόμπολος και τη συμπεριέλαβε στο βιβλίο του, “Τα Εγκλήματα που Συγκλόνισαν την Ελλάδα”.
*Αντλήθηκαν πληροφορίες από: “Τα Εγκλήματα που Συγκλόνισαν την Ελλάδα”, Πάνος Σόμπολος. Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.