Μηχανή του Χρόνου: Μιμίκος και Μαίρη. Ο θρυλικός έρωτας των δύο νέων. Αυτοκτόνησαν, επειδή δεν μπορούσαν να είναι μαζί

Μηχανή του Χρόνου: Μιμίκος και Μαίρη. Ο θρυλικός έρωτας των δύο νέων. Αυτοκτόνησαν, επειδή δεν μπορούσαν να είναι μαζί

Πολλοί έμαθαν για το ειδύλλιο των νεαρών, τον δυνατό έρωτα και το τραγικό τέλος τους από λαϊκά άσματα και διηγήσεις

1893. Βασιλιάς είναι ο Γεώργιος και ο διάδοχος Κωνσταντίνος του έχει χαρίσει ήδη ένα εγγόνι που πήρε το όνομα του. Ήταν καθημερινή δραστηριότητα του μικρού, που ήταν δεύτερος στη διαδοχή, να απασχολείται τις πρωινές ώρες στον Εθνικό Κήπο με τις δύο παιδαγωγούς του, μια αγγλίδα και την 22χρονη Μαίρη Βέμπερ, η οποία καταγόταν από τη Γερμανία. Στο σημείο αυτό έγινε και η συνάντηση της Μαίρης με τον δόκιμο στρατιωτικό γιατρό Μιχαήλ Μιμίκο. Εκεί γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν. Κατά την επτάμηνη σχέση τους, απόμερες συνοικίες της Αθήνας και η ρομαντική Ακρόπολη ήταν τα στέκια τους.

Ένα πρωινό, η Μαίρη ανηφόρισε στην Ακρόπολη και όπως είπε στη συνάδελφο της, θα επέστρεφε για το μεσημεριανό γεύμα.

Στην Ακρόπολη υπήρχαν μόνο τρεις Γερμανοί τουρίστες και ένας φύλακας που γνώριζε τη Μαίρη, καθώς την έβλεπε συχνά. Από αυτόν έμαθε και η χωροφυλακή τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν. Ο φύλακας διηγήθηκε ότι η νεαρή κουβερνάντα περιηγήθηκε στα μνημεία κόβοντας λουλούδια. Μετά μπήκε στο Παρθενώνα και κάθισε στο υψηλότερο σημείο του νότιου αετώματος. Σηκώθηκε όρθια και καθώς τα ρούχα της ανέμιζαν και αποκαλύπτονταν οι αστράγαλοί της, από ντροπή, ζήτησε από τους Γερμανούς που πλησίαζαν να απομακρυνθούν. Ο φύλακας περιέγραψε: «Όπως ήτο ντυμένη στα λευκά, νέα, δροσερά, εφαίνετο ως ζωντανόν, ωραίον άγαλμα. Δεν εσήκωσα ούτε μια στιγμή τα μάτια μου, από πάνω της, χωρίς να ξέρω γιατί.» Αγνάντευε είκοσι λεπτά και ξαφνικά η Μαίρη βρέθηκε αιμόφυρτη στη βάση του ναού.

Είχε πέσει από το αέτωμα, ύψους δεκατριών μέτρων. Όλοι έτρεξαν να τη βοηθήσουν. Της έβρεξαν το πρόσωπο και της έδωσαν να πιειι νερό, όμως ήταν εμφανές ότι η νεαρή αργοπέθαινε. Έσπευσαν να τη μεταφέρουν στο κοντινότερο νοσοκομείο, το στρατιωτικό. Η διάγνωση ήταν απελπιστική. Είχε κατάγματα στο αριστερό χέρι, εσωτερική αιμορραγία από τη συντριβή του ιερού οστού, κάταγμα στο στέρνο και τραύματα στη κάτω γνάθο. Εντός δύο ωρών, η Μαίρη ήταν νεκρή. Ο Μιμίκος έφτασε στο νοσοκομείο όπου εργαζόταν, μία ώρα μετά το θάνατο της αγαπημένης του. Φυσικά είχε πλήρη άγνοια για το τραγικό συμβάν. Προτού μάθει τι έγινε, παρέλαβε τα γράμματα της αγαπημένης του, τα οποία έστελνε στο νοσοκομείο. Ο Μίμικος δεν τα είχε λάβει επί οχτώ συνεχόμενες ημέρες, αφού απουσίαζε λόγω ασθένειας.

 

Παρ’ όλα αυτά καθυστέρησε να τα ανοίξει, επειδή παρατήρησε ασυνήθιστη κίνηση στο κτήριο. Έτσι πληροφορήθηκε για το θάνατο μίας νεαρής κοπέλας. Όταν αντίκρισε τη νεκρή και διαπίστωσε ότι ήταν η αγαπημένη του Μαίρη, λύγισε. Άρχισε να κλαίει και να υπόσχεται ότι θα τη συναντήσει. Αργά το απόγευμα ο αδελφός του κατάφερε να τον απομακρύνει από δίπλα της και τον πρόσεχε όλη την νύχτα, καθώς φοβόταν μην αυτοκτονήσει. Όταν άνοιξε τα γράμματα της, ο Μιμίκος έμαθε ότι η Μαίρη είχε ζητήσει την άδεια του πατέρα της να παντρευτούν, αλλά της το αρνήθηκε. Η απογοητευμένη κοπέλα έγραφε στον καλό της, ότι επειδή είχε εκτεθεί, έπρεπε να λήξει η υπόθεση με γάμο.

Έστειλε τρεις επιστολές στον Μιμίκο, αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. Η τέταρτη επιστολή έμοιαζε με τελεσίγραφο: «Ελθέ σήμερον την πρωίαν εις τας ένδεκα εις την Ακρόπολιν. Είμαι πλέον απελπισμένη. Αν δεν έλθης αυτοκτονώ». Ο νεαρός γιατρός δεν είχε διαβάσει έγκαιρα καμιά επιτολή, καθώς ήταν άρρωστος στο σπίτι και δεν πήγε στο νοσοκομείο. Η Μαίρη παρεξήγησε τα γεγονότα και έλαβε το λάθος μήνυμα. Όλο το βράδυ, ο Μιμίκος ήταν υπό την επίβλεψη του αδελφού του. Τις πρώτες πρωινές ώρες προσποιήθηκε ότι είχε ρίγη και ζήτησε επιπλέον σκέπασμα. Τα λίγα λεπτά που έμεινε μόνος έβγαλε το πιστόλι που έκρυβε κάτω από το στρώμα. Αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά και πέθανε ακαριαία. Ο αδελφός του, που τον προστάτευε, έγινε άλλος ένας τραγικός μάρτυρας, όπως ο φύλακας της Ακρόπολης.

Το επόμενο πρωινό, τελέσθηκε η κηδεία της προτεστάντισσας Μαίρης, ενώ παράλληλα προετοιμαζόταν και η ταφή του Μιμίκου. Η εκκλησία δε δεχόταν να τον κηδέψει, καθώς η αυτοχειρία θεωρείται αμάρτημα στον ορθόδοξο χριστιανισμό. Ο έρωτάς τους ήταν γνωστός στα ανάκτορα, έτσι η πριγκίπισσα Σοφία που αγαπούσε τη Μαίρη, πρότεινε να ταφούν μαζί. Ωστόσο, η οικογένεια του Μιμίκου προτίμησε τον οικογενειακό τους τάφο.

 

Οι φίλοι τους, που τους αγαπούσαν και γνώριζαν τον έρωτα τους, δεν άντεχαν να τους «βλέπουν» χώρια. Άλλωστε για αυτό δεν αυτοκτόνησε ο Μιμίκος; Για να είναι κοντά στην αγαπημένη του; Δύο μέρες μετά πήραν την απόφαση τους. Ξέθαψαν το Μιμίκο και τον μετέφεραν δίπλα στη Μαίρη. Πάνω στο σωρό από τα λουλούδια που τώρα κάλυπτε και τα δύο μνήματα απόθεσαν το εξής σημείωμα: «Ωρκίσθημεν να σας ενώσωμεν οι φίλοι σου και ιδού». Ακολούθησε κύμα αντιρρήσεων και κατηγορίες για τυμβωρυχία. Το θέμα έληξε χωρίς συνέπειες με την παρέμβαση της πριγκίπισσας Σοφίας, που είχε την ίδια άποψη με τους φίλους των δύο νέων. Εκείνη την εποχή η Αθήνα συγκλονίστηκε και οι αυτοκτονίες έγιναν σχεδόν μόδα. Τις επόμενες δεκαετίες πολλοί έμαθαν για το ειδύλλιο των νεαρών, τον δυνατό έρωτα και το τραγικό τέλος τους από λαϊκά άσματα και διηγήσεις. Κυρίως έμαθαν την ιστορία το 1958 μέσα από τη ταινία της εταιρίας Ρωμύλος Φιλμ με σεναριογράφο τον Γ. Δαλιανίδη και σκηνοθέτη τον Γρ. Γρηγορίου. Έτσι, ο τάφος τους ήταν πάντα στολισμένος με λουλούδια από πολίτες που δεν γνώρισαν ποτέ το ζευγάρι, αλλά συγκινήθηκαν από τον ανεκπλήρωτο έρωτα τους.

Διαβάστε ακόμη στη Μηχανή του Χρόνου:

-Η Μέριλιν Μονρό θα παντρευόταν τον Πρίγκιπα Ρενιέ του Μονακό, σύμφωνα με το σχέδιο του Αριστοτέλη Ωνάση, που απέτυχε

– Αυτές είναι οι πρώτες selfie φωτογραφίες. Η πρώτη τραβήχτηκε το 1839!

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα