Μηχανή του Χρόνου: Ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης χτυπά για πρώτη φορά. Ο ασύλληπτος κατά συρροή δολοφόνος που κατακρεουργούσε πόρνες
Η ιστορία του Τζακ Αντεροβγάλτη, του κατά συρροή δολοφόνου που κατακρεουργούσε φτωχές πόρνες στο Λονδίνο
- 03 Απριλίου 2014 08:35
Ξημερώματα 3ης Απριλίου του 1888. Στην κακόφημη συνοικία του Whitechapel στο Ανατολικό Λονδίνο, μια γυναίκα αιμόφυρτη, προσπαθεί τρικλίζοντας να επιστρέψει σπίτι της. Της έχουν κόψει το αυτί και τα πόδια της είναι γεμάτα αίματα, καθώς μέσα στον κόλπο της έχει τοποθετηθεί ένα μαχαίρι που την έχει τραυματίσει θανάσιμα. Είναι η πόρνη Emma Smith, που τρεις μέρες αργότερα πεθαίνει από ακατάσχετη αιμορραγία. Η δολοφονία της αποτελεί την 1η ανεξιχνίαστη υπόθεση, από μια σειρά δολοφονιών που συνέβησαν το διάστημα 1888 – 1889 στο Whitechapel του Λονδίνου. Αρκετές από αυτές αποδίδονται στον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, το πιο γνωστό κατά συρροή δολοφόνο. Όλοι αυτοί οι φόνοι είχαν ένα κοινό σημείο: Τα θύματα ήταν φτωχές πόρνες που είχαν στραγγαλιστεί, τους είχε κοπεί ο λαιμός, και τους είχαν αφαιρεθεί ζωτικά όργανα.
Οι φόνοι και η μεθοδολογία του Αντεροβγάλτη
Δεν είναι ξεκάθαρο πόσες ακριβώς γυναίκες σκότωσε ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης. Στο πέρασμα του χρόνου οι περισσότεροι ερευνητές, σύμφωνα με τη Μηχανή του Χρόνου, υποστηρίζουν ότι πέντε φόνοι φέρουν την υπογραφή του. Άλλοι πάλι μιλούν για τέσσερις και κάποιοι άλλοι για επτά ή περισσότερους.
Οι πόρνες, δολοφονήθηκαν μεταξύ Αυγούστου και αρχών Νοεμβρίου του 1888, δεν είχαν βιαστεί και πιθανότατα δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Όλες, εκτός από το τελευταίο θύμα του, ήταν πάνω από 40 χρονών και δεν είχαν ομοιότητες στο παρουσιαστικό τους. Οι περισσότερες ήταν μεθυσμένες, ή έτσι τουλάχιστον εικάζεται, την ώρα που πέθαναν. Ο γιατρός που εξέτασε το πτώμα της Μαίρη Ανν Νίκολς, που ήταν και το πρώτο «επίσημο» θύμα του, έμεινε άναυδος από την αγριότητα του μακελάρη.
Ο λαιμός της ήταν κομμένος και η κοιλιά της ήταν ανοιγμένη , με τα εντόσθια της να χύνονται απέξω. Τα γεννητικά της όργανα είχαν κατακρεουργθεί από κοφτερή λεπίδα, ενώ είχε δεχτεί μαχαιριές και σε άλλα σημεία του σώματος της. Ωστόσο τα χτυπήματα είχαν γίνει με χειρουργική ακρίβεια και όχι τυχαία και άγαρμπα από κάποιον εγκληματία που διακατέχονταν από μίσος, άγχος και νεύρα. Η φούστα της ήταν σηκωμένη μέχρι τα πόδια, γεγονός που αποδείκνυε ότι ο Τζακ, χρησιμοποιούσε ως πρόσχημα για να της απομονώσει τον αγοραίο έρωτα που πρόσφεραν. Μόλις αυτές σήκωναν τη φούστα τους, της έσφιγγε από το λαιμό, μέχρι να χάσουν τις αισθήσεις τους ή να πεθάνουν. Στη συνέχεια τις ξάπλωνε στο έδαφος, έχοντας το κεφάλι τους στα αριστερά του και τους έκοβε το λαιμό.
‘Υστερα, έπαιρνε τρόπαιο από τα θύματα του, ακρωτηριάζοντας τα πτώματα τους. Με τον ίδιο μεθοδευμένο τρόπο, αφαίρεσε τη ζωή και των πέντε άτυχων γυναικών.
Το προφίλ του Τζακ του Αντεροβγάλτη και οι ύποπτοι
Η αστυνομία του Λονδίνου εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη του φονιά. Πολύ γρήγορα μπήκε στο παιχνίδι και η Σκότλαντ Γιαρντ, καθώς οι κάτοικοι του Λονδίνου, ζητούσαν επιτακτικά την εξιχνίαση των φόνων. Είναι η περίοδος που οι εφημερίδες γνώριζαν μεγάλη άνθηση, καθώς ο περισσότερος κόσμος άρχιζε να μαθαίνει γραφή και ανάγνωση.
Οι δημοσιογράφοι εντυπωσιάζονται από την στυγερότητα των δολοφονιών και τροφοδοτούν καθημερινά την κοινή γνώμη με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Παρόλη την αγωνία και τον πανικό που είχαν επικρατήσει στην βρετανική πρωτεύουσα, οι αστυνομικές έρευνες έμεναν άκαρπες. Είχαν βέβαια καταφέρει να φτιάξουν ένα στοιχειώδες προφίλ του αιμοσταγή εγκληματία.
Σύμφωνα με την αστυνομία, ο Τζακ ήταν ηλικίας μεταξύ είκοσι και σαράντα, λευκός, αναστήματος μετρίου, δεξιόχειρας, με ιατρικές γνώσεις και ίσως με προβλήματα στύσης, καθώς δεν ερχόταν σε σεξουαλική επαφή με τα θύματα του. Εκτιμούσαν ακόμα οι αρχές ότι ήταν άτομο πλήρους απασχόλησης, αφού μόνο τα Σαββατοκύριακα ανέπτυσσε την αιμοσταγή δράση του, ενώ δεν θα έπρεπε να ήταν παντρεμένος, αφού είχε την δυνατότητα για πολλές ώρες να γυρίζει στους δρόμους, προκειμένου να εντοπίσει τα θύματά του.
Αντίστοιχα οι εφημερίδες της εποχής μιλούσαν για έναν κακοντυμένο, ξεπεσμένο άνδρα, με σκούρα ρούχα, πλατύγυρο καπέλο, που κουβαλούσε μια γυαλιστερή μαύρη τσάντα. Πολλοί ύποπτοι διάβηκαν το κατώφλι της Σκότλαντ Γιαρντ εκείνη την εποχή, όμως οι επιθεωρητές θεώρησαν πιο πιθανούς ενόχους τέσσερις από αυτούς. Έναν φτωχό Πολωνοεβραίο, έναν Αμερικανό κομπογιαννίτη γιατρό, έναν Ρώσο ψυχοπαθή κλέφτη και ένα Βρετανό δικηγόρο που αυτοκτόνησε τον Δεκέμβριο του 1888.
Τα έντυπα πάλι ξεκίνησαν από τότε να φτιάχνουν θεωρίες για την ταυτότητα του δολοφόνου, συμπεριλαμβάνοντας γιατρούς, χασάπηδες, ναυτικούς και παρανοϊκούς κάθε είδους. Μέχρι και ο εγγονός της βασίλισσας Βικτορίας, ο πρίγκιπας Άλμπερτ Βίκτορ κατηγορήθηκε γιατί του άρεσε να κάνει παρέα με ιερόδουλες. Μέχρι και σήμερα οι διάφοροι ερευνητές προσπαθούν να ανακαλύψουν το αληθινό πρόσωπο του Τζακ του Αντεροβγάλτη, που δεν συνελήφθη ποτέ. Οι θεωρίες που έχουν γραφτεί πολλές και από ότι φαίνεται 126 χρόνια μετά θα συνεχίσουν να γράφονται.
Πώς βγήκε το ψευδώνυμο Τζακ ο Αντεροβγάλτης
Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1888, φθάνει στα γραφεία του Κεντρικού Πρακτορείου Ειδήσεων του Λονδίνου, ένα γράμμα που ξεκινούσε με τα παρακάτω λόγια: « Αγαπημένο μου αφεντικό, έχω ξεκινήσει δουλειά με τις πόρνες και δε θα σταματήσω να τις ξεσκίζω».
Το γράμμα ανήγειλλε το φόνο μιας γυναίκας, αναφέροντας ότι «θα κουτσουρέψω το αυτί της κυρίας». Το υπέγραφε κάποιος με το ψευδώνυμο Τζακ ο Αντεροβγάλτης. Στην αρχή οι αστυνομικοί δεν έδωσαν σημασία καθώς χιλιάδες επιστολές έφθαναν καθημερινά τόσο στα γραφεία τους όσο και στις εφημερίδες, διεκδικώντας την ταυτότητα του μανιακού δολοφόνου του Λονδίνου. Όμως, όταν τρεις μέρες μετά, βρέθηκε μία ιερόδουλη νεκρή με το αυτί της κομμένο, αναθεώρησαν. Έδωσαν την επιστολή στη δημοσιότητα και έκτοτε ο φονιάς απέκτησε όνομα.
Το καρτ-ποστάλ με τίλο «Ο σκανδαλιάρης Τζακ» ταχυδρομήθηκε την πρώτη Οκτώβρη του 1888 και είχε γραφικό χαρακτήρα παρόμοιο με το προηγούμενο γράμμα. Ανέφερε λεπτομέρειες για τους φόνους δύο γυναικών που έγιναν την ίδια μέρα με διαφορά περίπου μίας ώρας. Ο Τζακ καυχιόταν: «διπλό το χτύπημα αυτή τη φορά «. Μία τρίτη επιστολή, ήρθε στις 16 Οκτωβρίου, μαζί με ένα μικρό κουτί. Μέσα είχε το νεφρό μιας από τα θύματα του. Στο κείμενο που το συνόδευε έγραφε πως είχε τηγανίσει και φάει το άλλο νεφρό. Αρκετές επιστολές είχαν λάβει όλη εκείνη την περίοδο τόσο ο τύπος όσο και οι αρχές, αλλά οι παραπάνω τρεις θεωρήθηκαν αυθεντικές. Αργότερα αμφισβητήθηκαν και αυτές και αποδώθηκαν σε έναν ντόπιο δημοσιογράφο. Τον Ιούνιο του 1889, θεωρήθηκε ότι «αποσύρθηκε» από την δολοφονική δράση του, καθώς σταμάτησαν οι φόνοι.