Μηχανή του Χρόνου: Οι καταστροφικοί σεισμοί του 1953 στην Κεφαλονιά με τα μάτια ενός αγοριού
"Το φως του ήλιου έχει θολώσει ίσως από τις σκόνες, η θάλασσα στέκει ακίνητη. Σε λίγο ο πατέρας θα πει: αυτό ήταν, δεν έμεινε τίποτα, γίναμε νοικοκυραίοι" (Vid)
- 12 Αυγούστου 2016 11:11
Το άρθρο υπογράφει ο Μπάμπης Γαλανός και δημοσιεύτηκε στο inkefalonia.gr
Αύγουστος. Ο μήνας των διακοπών και της ξεκούρασης,των πανηγυριών και της διασκέδασης. Η φύση γιορτάζει και μαζί της οι άνθρωποι. Ο Αύγουστος όμως του 1953 ήρθε φορτωμένος με πόνο, αγωνία, καταστροφές και ερείπια. Με πόνο η μνήμη ξαναγυρίζει πίσω σε εκείνο το σημαδιακό μήνα. Μέσα σε λίγες μέρες σε λίγες στιγμές τα χωριά μας και οι πόλεις εκεί που έσφυζε η ζωή, έγιναν συντρίμμια και χαλάσματα και σβήστηκαν από το χάρτη. Το χαμόγελο έγινε κλάμα, οι φωνές έγιναν θρήνος και δάκρυα. Το παιγνίδι κόπηκε στη μέση. Η χαρά έφυγε από τη ζωή μας ήρθε ο φόβος και η απόγνωση. Τώρα είμαστε σεισμόπληκτοι,άστεγοι,πεινασμένοι, απελπισμένοι.
Φωτο: Το Αργοστόλι κατεστραμμένο φλέγεται. Ο συνολικός αριθμός των νεκρών από τους σεισμούς ανήλθε σε 455, των αγνοουμένων σε 21 και των τραυματιών σε 2.412. Οι σεισμοί ισοπέδωσαν σχεδόν ολοκληρωτικά και τα τρία νησιά. Από τα 33.300 σπίτια σε Ζάκυνθο, Ιθάκη και Κεφαλονιά καταστράφηκαν εντελώς τα 27.659, ενώ μόνο 467 σώθηκαν κυρίως στο βόρειο άκρο της Κεφαλλονιάς.
Η οικογένεια μου το καλοκαίρι μετακόμιζε στον κάμπο, δηλαδή στα χωράφια στην περιοχή Μερσιά. Εκεί καλλιεργούσαμε συνήθως ντομάτες , πατάτες, φασόλια, καρπούζια και άλλα οπωρικά της εποχής. Εκεί καλλιεργούσαμε και σταφίδα μαύρη που ήταν τότε βασικό προϊόν της περιοχής σε κτήμα μισιακό του Κοσμετάτου. Από τα χαράματα, όλη η οικογένεια στο πόδι, σκληρή δουλειά για τον επιούσιο, φτώχεια και στερήσεις. Εκεί είχαμε και ένα μικρό σπιτάκι του ενός δωματίου χτισμένο με πέτρες και πηλό με καλαμένια σκεπή και χοντρά κεραμίδια. Στην περιοχή αυτή μας βρήκε η καταστροφή.
Ο πρώτος μεγάλος σεισμός έγινε την Κυριακή 9 Αυγούστου
Ήταν μετά τις 9 το πρωϊ. Μία ανατριχιαστική βοή έρχεται από τα έγκατα της γης. Σου παγώνει το αίμα, σε παραλύει. Μετά κολλητά μια ισχυρή δόνηση ταράζει τα πάντα. Σεισμός. Δεν είχα ακούσει άλλη φορά τη λέξη δεν ήξερα ότι η γη συγκλονίζεται.
Ο πατέρας πετιέται μερικά μέτρα έξω από το σπίτι, γυρίζει προς την ανατολή, κάνει έντονα το σημείο του σταυρού και αναφωνεί: Παναγιά,βοήθεια, Παναγιά βοήθεια
Ήδη η δόνηση έχει σταματήσει. Μακριά ακούγονται φωνές ανθρώπων τρομαγμένες. Η μάνα μου είναι τρομαγμένη αλλά συνεχίζει το μαγείρεμα με ξύλα σε μια γωνιά του σπιτιού. Περιμένουμε και την επίσκεψη κάποιου φίλου. Θα ρθει άραγε ή φοβήθηκε από το σεισμό; Το κακό έχει περάσει.,το σπιτάκι άντεξε, κάποια σημάδια στους τοίχους. Μακριά ακούγονται καμπάνες να χτυπούν. Η εκκλησία του Κεχριώνα απόλυσε. Ησυχία παντού και ζέστη.
Ο επισκέπτης μας ήρθε. Δεν θυμάμαι ποιος ήταν. Θέμα συζήτησης ο σεισμός. Παρακολουθώ με προσοχή και φόβο. Οι γονείς μου και ο επισκέπτης μας θυμούνται παλιότερους σεισμούς και λένε ιστορίες. Δεν χάνω λέξη. Καθίσαμε να φάμε ,έξω από το σπιτάκι σε μια σκιά. Ο ξένος μας βρήκε μέσα στη σούπα του ένα κομματάκι σοβά. Η μάνα μου στενοχωρήθηκε γι’ αυτό και έλεγε το περιστατικό χρόνια μετά.
Οι επόμενες 45 ώρες κύλησαν ήρεμα. Αρκετοί πίστεψαν ότι αυτό ήταν και τελείωσε. Μεταξύ αυτών που υποτίμησαν τον κίνδυνο, ήταν και οι γονείς μου, αφού έβαζαν το μικρό μου αδελφό το Διονύση, βρέφος 16 μηνών, να κοιμάται μέσα στο πέτρινο σπιτάκι. Ίσως φοβόντουσαν τη νυχτερινή δροσιά αλλά ο κίνδυνος εκεί ήταν πολύ μεγαλύτερος. Εγώ, οι γονείς μου, ο αδελφός ο Μεμάς και οι δυο μου αδελφές, κοιμόμασταν στο αλώνι με τα άχερα. Τα φρέσκα άχερα μοσχοβολούσαν και η πρωινή δροσιά μας έκανε να σκεπάζουμε το κεφάλι μέσα στο πανί.
Ο δεύτερος μεγάλος σεισμός έγινε την Τρίτη 11 Αυγούστου τα χαράματα. Εκείνη την ώρα κοιμόμουν στρωματσάδα στο αλώνι και η δόνηση δεν έχει καταγραφεί στη μνήμη μου. Όταν ξύπνησα κάπως ακούω τους γονείς μου να συζητούν. Η φωνή τους φτάνει ταραγμένη. Σε λίγο σηκώνομαι όρθιος. Το βλέμμα μου πέφτει αμέσως στο μικρό μας σπίτι. Βλέπω ένα σωρό πέτρες και πάνω στο σωρό καθιστή η καλαμένια σκεπή με τα κεραμίδια σκορπισμένα.
Τα χάνω και βγάζω φωνή σπαραγμού: “Ω,το σπιτάκι μας γκρεμίστηκε” και με παίρνουν τα κλάματα. Έτρεξα στους γονείς μου. Τότε έμαθα και άλλα φοβερά
Όταν ακούστηκε η βοή που προηγείται της δόνησης, η μάνα μου όρμησε μέσα στο σπιτάκι και πήρε από το κρεβάτι και άρπαξε το Διονύση. Μόλις έβγαινε, ένα κεραμίδι έπεσε στην πλάτη της και αμέσως το σπιτάκι σωριάστηκε. Το κρεβάτι που κοιμόταν ο Διονύσης καταπλακώθηκε από πέτρες και παραμορφώθηκε οικτρά. Ο Διονύσης γλύτωσε από 1 δευτερόλεπτο.
-Μεμά, είπε ο πατέρας να πας στο Ληξούρι να δεις τι έγινε το σπίτι. Πρόσεξε όμως,να πηγαίνεις μακριά από τα σπίτια γιατί μπορεί να γίνει νέος σεισμός. Όταν έπειτα από ώρα γύρισε ο Μεμάς μας είπε ότι το σπίτι άντεξε, κάποια κεραμίδια έπεσαν και μερικές ρωγμές στους τοίχους. Το σπίτι αυτό ήταν παλιό και μεγάλο και ο πατέρας φοβόταν πολύ.
Την Τρίτη 11 Αυγούστου, μπορεί να μην έγιναν μεγάλες ζημιές, αλλά ο φόβος είχε φωλιάσει στις καρδιές όλων. Όλοι φοβόντουσαν τα χειρότερα. Ξημερώνει η 12η Αυγούστου 1953, μέρα μεγάλου πόνου και ολέθρου. Από το πρωϊ ξεκινήσαμε όλοι για τη δουλειά. Πηγαίνουμε στου Κοσμετάτου για να τρυγήσουμε τη σταφίδα. Εγώ έχω ένα σίκλο,τον γεμίζω σταφίδες τον φορτώνω στην πλάτη και έρχομαι μετά στο αλώνι και τις απλώνω για να λιαστούν.
H μέρα είναι συγκλονιστική. Κάθε 5 λεπτά κάνει σεισμό. Η μάνα μου που είχε εξαιρετική ευαισθησία καταλάβαινε τη βοή πρώτη και φώναζε με τρόμο «σεισμός». Είχες την αίσθηση πως κάθεσαι πάνω σε καζάνι που βράζει,έτοιμο να εκραγεί. Μα και να ήθελες να μείνεις μέσα σε σπίτι,ήταν αδύνατο μέσα στο συνεχές βουητό και ταρακούνημα. Ο κόσμος όλος σχεδόν είχε ξεχυθεί στα χωράφια. Γύρω στις 10 το πρωϊ, ενώ ο εφιάλτης συνεχίζεται, ο πατέρας λέει: Πάμε να φύγουμε,σήμερα θα γίνει κακό, πάμε πάνω στου Φώτη. Ο θείος μου ο Φώτης έμεινε λίγο πιο πέρα στην αρχή του λόφου.
Ο πατέρας μου,προφανώς φοβόταν κάποιο τσουνάμι και γι’ αυτό μιλούσε για μετακίνηση πιο ψηλά. Η θάλασσα είναι ακίνητη και ο ήλιος καίει. Ο πατέρας είπε στη μάνα να φτιάξει μια σαλάτα για να μην είμαστε νηστικοί και μετά ξεκινάμε για του Φώτη. Η μάνα έφτιαξε μια σαλάτα ντομάτες και την έβαλε πάνω στα χόρτα, χάμω. Κυκλικά κάθισε όλη η οικογένεια για να κολατσίσει. Εγώ, μικροσκοπικός καθώς ήμουν κάθισα πάνω σε μια πέτρα.
Είχαμε πάρει τις πρώτες μπουκιές όταν αρχίζει η συντέλεια. Νιώθω τον εαυτό μου να κυλάει στο χώμα σαν βαρελάκι. Στιγμιαία,φοβάμαι μην χτυπήσω στην πέτρα και φέρνω τα χέρια στο κεφάλι. Περιμένω να σταματήσει το κακό αλλά συνεχίζεται, τα δευτερόλεπτα μοιάζουν χρόνια
Όταν συνέρχομαι βλέπω το πιάτο με τη σαλάτα αναποδογυρισμένο και το λάδι χυμένο στο χώμα. Βλέπω βράχια να πέφτουν από το βουνό κοντά στο Σωτήρα στη θάλασσα. Βλέπω τη θάλασσα να αφρίζει στην περιοχή από την πτώση των βράχων και να τινάζεται στα μισουράνια. Βλέπω ένα άσπρο σύννεφο σκόνης να έχει καλύψει τα χωριά της Θηνιάς κατά μήκος.
Το μουλάρι που ήταν λίγο πιο πέρα έχει αφηνιάσει και σηκώνεται στα πίσω πόδια και βγάζει κραυγές τρόμου. Πιο πέρα τα σκυλιά αλυχτούν. Ακούγονται λόγια ανθρώπων ακατάληπτα. Το φως του ήλιου έχει θολώσει ίσως από τις σκόνες, η θάλασσα στέκει ακίνητη. Σε λίγο ο πατέρας θα πει: αυτό ήταν, δεν έμεινε τίποτα, γίναμε νοικοκυραίοι…
Με λίγο ψωμί στο σακούλι πήραμε το δρόμο για του θείου Φώτη. Η γη έκανε ρωγμές αρκετών εκατοστών επιμήκεις και όπως περπατάμε ξυπόλυτοι κινδυνεύουμε να τραυματιστούμε. Μια μεγάλη ελιά που υπάρχει στο δρόμο με δύο κλάδους έχει σκιστεί στη μέση. Βράχια έχουν πέσει, οι λιθιές έχουν διαλυθεί. Μερικοί γείτονες έχουν συγκεντρωθεί εκεί. Τα παιδιά τρομαγμένα κλαψουρίζουν, οι μεγάλοι είναι σκεφτικοί και δίνει κουράγιο ο ένας στον άλλο.
Ο Μεμάς πήγε στο Ληξούρι για να κάνει αυτοψία. Όταν επέστρεψε είχε μορφή ανθρώπου που γύρισε από την κόλαση. ”Δεν έμεινε τίποτε πατέρα,το σπίτι διαλύθηκε, μόνο το κομό φαίνεται να γλύτωσε σε μια γωνία,όλα τα σπίτια έπεσαν, η Παναγία έπεσε…,είπε.
Είπε όμως και άλλα πιο τραγικά: Είδα το γείτονα το Θάνο να κουβαλάει το νεκρό παιδί του τον Μπάμπη στην πλάτη και να πηγαίνει να το θάψει. Ο συγγενής μας ο Νιόνιος ο φούρναρης πλακώθηκε και άφησε την τελευταία πνοή μέσα στο φούρνο. η Χρυσάνθη …έκλαψα πολύ γιατί τους γνώριζα όλους… ιδίως ο Μπάμπης ήταν φίλος μου και έμενε στο διπλανό σπίτι. Το βράδυ κοιμηθήκαμε τυλιγμένοι σε ένα πανί που είχαμε για τις ελιές.
Την άλλη μέρα ήρθαν από τη θάλασσα ναύτες και αξιωματικοί Άγγλοι. Μας έδωσαν κονσέρβες κρέατος και καλαμποκιού και γάλατα εβαπορέ. Εξηγούν στις γυναίκες με νοήματα πως να φτιάξουν το γάλα. Ήρθαν και άλλοι και βοήθησαν ξένοι και Έλληνες. τις επόμενες μέρες. Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους μας συμπαραστάθηκαν.
Ο πατέρας μου είχε μεγάλη αγωνία. Το σπίτι στο Ληξούρι που είχε αγοράσει με πολλά βάσανα και το σπιτάκι στον κάμπο έγιναν σωροί από πέτρες και κεραμίδια. Τα χωράφια γεμάτα πράμα, όπως λέγαμε τότε τα προϊόντα, ο κόπος μιας χρονιάς απούλητος. Στη Ντούρη, βράχια που κύλισαν διέλυσαν κάποιες ελιές που είχαμε και κάναμε λίγο λάδι. Η οικογένεια αδύναμη και αυτός αρκετά μεγάλος. Απόγνωση…
Μετά από λίγες μέρες πηγαίνω με τον πατέρα στο Ληξούρι. Νεκροταφείο σπιτιών και ανθρώπων. Σωροί από πέτρες παντού, τοίχοι να κρέμονται απειλητικά,έπιπλα σπασμένα σε δημόσια θέα,πόρτες και παράθυρα να χάσκουν,δρόμοι γεμάτοι μπάζα και συντρίμια, κάποιοι άνθρωποι χαμένοι ψάχνουν,εικόνες από την κόλαση. Ακούγονται μπουλντόζες να προσπαθούν να ανοίξουν δρόμο και να ρίξουν τα επικίνδυνα τοιχία.
Θαυμάζω τα μεγάλα μηχανήματα και τη δύναμη τους. Βλέπω εργάτες να βάζουν κατακόρυφα μεγάλα τράβα στους ετοιμόρροπους τοίχους,ώστε με την ώθηση της μπουλντόζας να πέσουν στην κατεύθυνση που επιθυμούσαν.
Ο πατέρας μου κανόνιζε με τους ιδιοκτήτες των γκρεμισμένων σπιτιών να αναλαμβάνει την περισυλλογή ότι χρήσιμου είχε απομείνει στα χαλάσματα: πόρτες,παράθυρα,ξυλεία,μαγειρικά σκεύη, έπιπλα… Η αμοιβή του ήταν σε είδος. Του έδιναν ένα μέρος των διασωθέντων υλικών,κυρίως ξυλεία,πορτοπαράθυρα που τα χρειαζόταν για κατασκευή μπαρακών. Μπαράκες,παντού άρχισαν να φτιάχνουν μπαράκες. Μπαράκες για κατοικίες, μπαράκες για στάβλους και αποθήκες. Τα σκεπάρνια παίρνουν φωτιά,τα πριόνια ανάβουν.
Περνάς στο δρόμο και βλέπεις παντού μπαράκες. Από τις χαραμάδες που αφήνουν οι σανίδες βλέπεις τους ανθρώπους μέσα καθαρά και ακούς και την αναπνοή τους ακόμη. Ολόκληρες οικογένειες μένουν στις μπαράκες, ο χειμώνας πλησιάζει. Εμείς φτιάξαμε τρεις μπαράκες, ολόκληρο συγκρότημα,κατοικία ,στάβλοι,αποθήκη χόρτου,μαγερειό. Ο Μεμάς είχε γίνει άσσος στη κατασκευή μπαρακών με στυλ.
Υπάρχουν και αρκετές σκηνές που έδωσε ο στρατός και αργότερα τις πήραν πίσω. Η προσφορά των Ελλήνων στρατιωτών στην ανοικοδόμηση είναι συγκινητική. Αρχίζει η ανοικοδόμηση. Η ζωή συνεχίζεται. Οι γονείς μας ,όλοι οι γονείς ,ταλαιπωρημένοι από πολέμους, πείνα, κατοχή, φτώχεια, αρρώστεια ρίχνονται στη μάχη. Πρέπει να ζήσουμε και να νικήσουμε τις δυσκολίες. Νέες λέξεις μπαίνουν στην ημερήσια διάταξη: αρωγή, λυόμενα, παραπήγματα,κομπρεσέρ, σενάζια, πισόχαρτα, τσίγκοι, τολ, νομομηχανικοί,…
Αρωγή ήταν η οικονομική ενίσχυση του κράτους στους σεισμοπλήκτους για να κατασκευάσουν τα σπίτια τους. Χρήματα του ελληνικού λαού και βοήθεια Ελλήνων του εξωτερικού και βοήθεια φιλικών χωρών ήταν οι αρωγές.
Αυτές τις αρωγές αργότερα το ελληνικό κράτος ζητούσε πίσω χωρίς ντροπή αλλά με πολλούς αγώνες των σεισμοπλήκτων στο τέλος ανακάλεσε… Το Ληξούρι, ως οικοδομήσιμος χώρος μετατρέπεται σε απέραντο εργοτάξιο. Δυστυχώς,η ευκαιρία να φτιαχτεί μια πόλη άνετη με δρόμους πλατιούς με πλατείες,με άνετες και γερές κατοικίες,με σχολεία και άλλα κτίρια ,χάθηκε. Επικράτησαν τα μικρά ατομικά συμφέροντα,η σκοπιμότητες, η προχειρότητα, η στενότητα στα μυαλά και στο χώρο.
Ήταν τέλος Οκτώβρη 1953 που μαζεύαμε ελιές με τον πατέρα μου στον Άγιο Δημήτρη. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου λέει:” Μπάμπη σε λίγες μέρες θα πας σχολείο. Το σχολείο είναι σχεδόν έτοιμο”. Αυτό ήταν κάτι που το περίμενα αλλά δεν χάρηκα που το άκουσα. Περισσότερο με στενοχωρούσε η διαδρομή γιατί κάθε μέρα θα έπρεπε να κάνω 10 χιλιόμετρα πεζοπορία αφού η μπαράκα μου απέχει 5 χλμ από το Ληξούρι. Στην πράξη τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα. Το σχολείο ήταν ένα λυόμενο με 3 αίθουσες διδασκαλίας και βρισκόταν κοντά στη Βαλλιάνειο Σχολή. Έτσι οι 3 μικρές τάξεις λειτουργούσαν μόνο απόγευμα και το μάθημα τελείωνε όταν ο ήλιος ετοιμαζόταν να δύσει. Σε λίγο νύχτωνε ιδίως το χειμώνα. Έτσι βάδιζα στο απόλυτο σκοτάδι και φοβόμουνα πολύ,φως πουθενά. Άλλες φορές έβρεχε καταρρακτωδώς ή πάγωνα από το κρύο. Στην ίδια κατάσταση φυσικά βρίσκονταν και δεκάδες άλλα παιδιά που έμεναν στους κάμπους.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Οι περισσότεροι αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων έχουν φύγει. Πολλά έχουν ξεχαστεί. Οι άνθρωποι συνήθως απωθούν αυτά που τους στενοχωρούν. Όμως η μνήμη χρειάζεται και περισσότερο χρειάζεται να βγαίνουν συμπεράσματα από τα σημαντικά γεγονότα. Αλλιώς η ιστορία επαναλαμβάνεται. Το όμορφο νησί μας αιώνες συζεί με τον Εγκέλαδο και θα συζεί για πολλούς ακόμη. Αυτό είναι σίγουρο. Ένας σοφός έχει πει ότι η φύση σου φέρεται με ευγένεια εαν γνωρίζεις τους νόμους της και τους σέβεσαι. Αυτό ισχύει και με τους σεισμούς. Χρειάζεται γνώση και πιστή εφαρμογή. Η άγνοια και η ολιγωρία πληρώνονται.
Μπάμπης Γαλανός, Αύγουστος 1916. 1953 λέξεις
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ ΣΤΗ ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ