Μηχανή του Χρόνου: Πώς ο Γιώργος Σεφέρης κέρδισε το Νόμπελ κόντρα στον Πάμπλο Νερούδα και τον Σάμιουελ Μπέκετ
Τι αποκαλύπτουν τα αρχεία της Επιτροπής που άνοιξαν μετά από πολλά χρόνια. Η διπλωματική καριέρα, η στάση του κατά τη διάρκεια της Χούντας και ο θάνατος του Έλληνα ποιητή (Pics+Vid)
- 25 Οκτωβρίου 2015 08:23
«Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα πρώτα από τον εαυτό μου»
Έτσι ξεκινά ο ευχαριστήριος λόγος του ποιητή Γιώργου Σεφέρη στις 10 Δεκεμβρίου του 1963 όταν παρέλαβε στη Στοκχόλμη το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο λόγος που εκφώνησε ήταν γραμμένος στα Γαλλικά. Ο Γιώργος Σεφέρης κέρδισε την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση σε μια περίοδο κρίσιμη για τον ελληνισμό και την ελληνική γλώσσα. Η Σουηδική Ακαδημία βραβεύοντας τον κορυφαίο Έλληνα λόγιο απέδιδε ένα φόρο τιμής στη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά και στο ιδανικό του κλασικισμού.
Ομόφωνη απόφαση
Η επικείμενη βράβευση του ποιητή έγινε γνωστή στον ίδιο στις 24 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Ο Σεφέρης ήταν ανάμεσα σε 80 υποψήφιους συγγραφείς για Νόμπελ. Οι έξι τελικές επιλογές της Επιτροπής ήταν πέρα από τον Σεφέρη, ο Γ.Χ. Ώντεν, ο Πάμπλο Νερούδα, ο Σάμιουελ Μπέκετ, ο Γιούκο Νισίμα και ο Άξελ Σάντιμοζ. Πριν από την τελική απόφαση οι φιναλίστ περιορίστηκαν στους τρεις, στον Σεφέρη, τον Ώντεν και τον Νερούδα. Η απόφαση ήταν ομόφωνη.
Νερούδα και Μπέκετ έχασαν το Νόμπελ από τον Σεφέρη
Δυστυχώς, υπάρχει και μια αρνητική άποψη για τη βράβευση του Σεφέρη. Αν και κανείς δεν αμφιβάλλει για την συμβολή και την επιρροή που είχε το έργο του ποιητή διεθνώς, πολλοί θεώρησαν ότι η λογοτεχνική αξία του Μπέκετ και του Νερούδα ήταν σαφώς ανώτερες από εκείνη του Γιώργου Σεφέρη. Το 2013 δόθηκαν στη δημοσιότητα τα πρακτικά της επιτροπής σχετικά με την απονομή Νόμπελ 1963. Ο Σεφέρης είχε προταθεί άλλες δύο φορές, το 1955 και το 1961 και τις δύο φορές από τον Τόμας Έλιοτ. Ο γραμματέας της σουηδικής επιτροπής, Άντερς Όστερλουντ, φαίνεται να προτίμησε τον Σεφέρη έναντι των Μπέκετ και Νερούδα, λόγω των απόψεων του ή μάλλον λόγω της απουσίας προκλητικών απόψεων. Σύμφωνα, πάντα με τα πρακτικά της Ακαδημίας, ο Νερούδα ήταν κομουνιστής και ο Μπέκετ ήταν ανήθικος και μηδενιστής. Έτσι, ο Όστερλουντ φέρεται να προτίμησε να βραβεύσει τον Γιώργο Σεφέρη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Τελικά, ο Νερούδα βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1971 και ο Μπέκετ το 1969.
Διπλωμάτης, πρόξενος και πρέσβης της Ελλάδας
Ο Γιώργος Σεφεριάδης γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1900 στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Ήταν ο πρωτότοκος γιος της Δέσπως και του Στυλιανού που ήταν συγγραφέας, ακαδημαϊκός και καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο Σεφέρης ξεκίνησε σαν μαθητής στο Λύκειο Χ. Αρώνη, αλλά ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ανάγκασε την εξαμελή οικογένεια να μετακομίσει μόνιμα στην Αθήνα. Στα 14 του ήταν μαθητής στο Πρότυπο Κλασικό Γυμνάσιο Αθηνών και με την αποφοίτησή του το 1917, αποφάσισε να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του. Ένα χρόνο φοίτησε στη Νομική Σχολή Αθηνών και το 1918 η Δέσπω με τα τέσσερα παιδιά της μετανάστευσε στην Γαλλία για να είναι μαζί με τον σύζυγό της, που είχε προηγουμένως εγκατασταθεί στο Παρίσι. Ο Σεφέρης γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Παρισιού και αποφοίτησε το 1921. Εκείνη την περίοδο ήρθε σε επαφή με την ποίηση και τα νέα λογοτεχνικά ρεύματα που επηρέασαν τη συγγραφική του πορεία.
Η διπλωματική καριέρα
Το 1924 ο Σεφέρης ταξίδεψε στο Λονδίνο και τρία χρόνια αργότερα εργάστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών ως ακόλουθος πρεσβείας. Το 1931 διορίστηκε υποπρόξενος του Ελληνικού Γενικού Προξενείου και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα κατάφερε να ανέβει στη θέση του διευθυντή. Το 1937, ένα χρόνο μετά τη μεταξική δικτατορία, ο Σεφέρης μεταφέρθηκε στην Αθήνα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Πληροφοριών. Ήταν μια θέση που δεν ευχαρίστησε τον Σεφέρη, καθώς δεν ήθελε να αναμιχθεί άμεσα με θέματα που αφορούσαν την πολιτική και κοινωνική ζωή της Ελλάδα εκείνη την εποχή.
Στον πόλεμο ακολουθεί την ελληνική κυβέρνηση στην Αίγυπτο
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και με την Ελλάδα υπό τριπλή κατοχή, ο Σεφέρης μαζί με τη γυναίκα του, Μαρία Ζάννου, πήγαν στην Κρήτη μαζί με την Κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού. Ο Σεφέρης εκτελούσε χρέη γραμματέα του Θ. Νικολούδη, υπουργού Εθνικής Πρόνοιας και υφυπουργού Τύπου και Τουρισμού. Με την κατάληψη και της Κρήτης τον Μάιο του 1941 ο ποιητής ακολούθησε την κυβέρνηση στην Αίγυπτο. Το 1942 διορίστηκε Γενικός Διευθυντής Τύπου Μέσης Ανατολής. Η δεκαετία του 1950 βρήκε τον Σεφέρη στο Λονδίνο για άλλη μια φορά Σύμβουλο στην Πρεσβεία της Βρετανικής πρωτεύουσας και έπειτα Πληρεξούσιος Υπουργός Β’. Από το 1956 ο Σεφέρης ασχολήθηκε με το θέμα της Κύπρου και την αυτοδιάθεσή της. Το 1964 και έπειτα από ένα μικρό χρονικό διάστημα που εργάστηκε ως πρέσβης της Ελλάδας, ο Σεφέρης επέστρεψε στην Αθήνα και εργάστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών. Παράλληλα με την καριέρα του ως διπλωμάτης, ο Σεφέρης αναγορεύτηκε για το συγγραφικό του έργο επίτιμος διδάκτορας σε αρκετά πανεπιστήμια, μεταξύ των οποίων το Αριστοτέλειο και τα Πανεπιστήμια του Κέμπριτζ και της Οξφόρδης.
Η στάση του Σεφέρη κατά τη διάρκεια της Χούντας
Ο Σεφέρης με την ιδιότητα του ποιητή και διανοούμενου αποφάσισε να μην πάρει ενεργό μέρος κατά την διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου. Αντί αυτού και ως ένδειξη διαμαρτυρίας, επέλεξε να σιωπήσει, να απέχει από τις προσπάθειες αντίστασης και να μη δημοσιεύσει στην Ελλάδα τίποτα από το συγγραφικό του έργο από 1967 κι έπειτα. Μάταια τον πλησίασε ο Μίκης Θεοδωράκης και άλλοι αριστεροί άνθρωποι των γραμμάτων και του πνεύματος. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν αρκετά και αιωρήθηκε στην ατμόσφαιρα ότι ο Σεφέρης, λόγω του αστικού κοινωνικού υπόβαθρου δεν ενοχλήθηκε ιδιαίτερα με τη δικτατορία των Συνταγματαρχών, ο ποιητής έλυσε τη σιωπή του και προχώρησε σε δημόσια δήλωση κατά του δικτατορικού καθεστώτος.
Στις 28 Μαρτίου του 1969 μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού του BBC δήλωσε ότι «Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό» (ηχητικό ντοκουμέντο)
«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω. Αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας […]Κλείνουν δύο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.[…] Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει ἡ ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.[…] Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω»
Η δήλωση αυτή προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του δικτατορικού καθεστώτος με αποτέλεσμα ο Σεφέρης να χάσει τον τίτλο του πρέσβη, αλλά και το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το διαβατήριό του.
Ο θάνατος του Έλληνα ποιητή
Από τα μέσα του 1950 ο Σεφέρης είχε έλκος και υπέφερε από κοιλιακούς πόνους. Το 1971 εισήχθη στο Ευαγγελισμό για να εγχειρηθεί στο λεπτό έντερο, στον δωδεκαδάκτυλο. Η εγχείρηση δεν είχε επιτυχία. Ο Σεφέρης, έπειτα από επιπλοκές πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου του ίδιο έτους. Η κηδεία του έγινε δύο μέρες αργότερα στο Α’ Νεκροταφείο . Χιλιάδες κόσμου τον ακολούθησε στην τελευταία του κατοικία, τραγουδώντας την Άρνηση, ένα από τα απαγορευμένα τραγούδια σε μουσική του Θεοδωράκη και στίχους του Σεφέρη. Ο Γιάννης Ρίτσος ανέφερε μετά τον θάνατο του ποιητή: «Αυτή την ώρα, τα λόγια μου φαίνονται μικρά για το ανάστημα του ποιητή, μικρά για τη λύπη και την περηφάνια που μας γεμίζει το έργο του και το ήθος του. […]Ακόμα μια φορά «σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα».
«Ψιθύρισα η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί…» Ο ποιητής εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα με το ψευδώνυμο Γιώργος Σεφέρης τον Μάιο του 1931 με το έργο «Στροφή». Το συγγραφικό έργο του Σεφέρη από πολλούς θεωρήθηκε σκοτεινό. Ο Σεφέρης γραμματολογικά ανήκε στην γενιά του ’30. Μια γενιά αρκετά απαισιόδοξη. Πώς λοιπόν να μην είναι και ο ίδιος ο ποιητής απαισιόδοξος; Στα 71 χρόνια της ζωής του, ο ποιητής γνώρισε τις συνέπειες του Μεγάλου Πολέμου, είδε την πατρίδα να εξαφανίζεται κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή, γνώρισε την δικτατορία του Ι. Μεταξά και τις φρικαλεότητες του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου και η ελευθερία του φυλακίστηκε κατά τη Δικτατορία του 1967.
Ο ίδιος ταλανίστηκε και διχάστηκε πολλές φορές για το ποια είναι τελικά η επιρροή της μοίρας στην ανθρώπινη ψυχή. Στη συλλογή Μυθιστόρημα σαν άλλος Ορέστης, αποδέχεται το αμετάκλητο και τετελεσμένο παιχνίδι της μοίρας. Ο άνθρωπος ότι και να κάνει δεν μπορεί να ξεφύγει από το μέλλον του που είναι προκαθορισμένο και τις περισσότερες φορές σκοτεινό.
Από την άλλη, στο Θερινό Ηλιοστάσιο, ο Σεφέρης επιμένει ότι υπάρχει ελπίδα και αυτή καθρεπτίζεται στο πρόσωπο των παιδιών. Οι ενήλικες είναι ήδη καταδικασμένοι, αλλά τα παιδιά αθώα και ανήξερα από το κακό και την αδικία, μπορούν να κάνουν την διαφορά και να ξεφύγουν από το δυσοίωνο μέλλον των πατέρων τους. Όλο του έργο είναι γεμάτο με λέξεις που συμβολίζουν κάτι διαφορετικό- γι’ αυτό και είναι περίπλοκος και δύσκολος στην ανάγνωση. Παρέμεινε ωστόσο πάντα λυρικός και στοχαστικός, ενώ με επιτυχία κατάφερε να μπλέξει την ελληνική αρχαιότητα και μυθολογία με τις κοινωνικές πραγματικότητες της Σύγχρονης Ελλάδας.
Ο ποιητής επηρεάστηκε από το πεσιμιστικό έργο του Έλιοτ και τη συγγραφική μανιέρα πολλών υπερρεαλιστών ποιητών. Με την ποίηση του κατάφερε να περάσει τα σύνορα της Ελλάδας και να γίνει γνωστή σε κάθε γωνιά του κόσμου. Ο Σεφέρης επιπλέόν έγραψε αρκετά δοκίμια και μετέφρασε στα ελληνικά έργα σπουδαίων ξένων συγγραφέων. Το έργο του Έλιοτ, Wasteland- ‘Έρημη Πόλη, είναι σε μετάφραση του Σεφέρη. Ασχολήθηκε με το αμφιλεγόμενο έργο του Γιάννη Μακρυγιάννη και του ζωγράφου Θεόφιλου. Το 1946 έγινε μέλος του διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου και της Εθνικής Ραδιοφωνίας. Το 1947 τιμήθηκε με το βραβείο Παλαμά για την ποίησή του, ενώ το 1960, έπειτα από πολλές προσπάθειες, επανέφερε στην Ελλάδα τα λείψανα του ποιητή Ανδρέα Κάλβου.