Μηχανή του Χρόνου: Ταϊλανδοί εγκληματίες αγωνίζονται στις φυλακές με έπαθλο την ελευθερία
Μια αληθινή ιστορία από την Ταϊλάνδη που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι σενάριο ταινίας
- 22 Οκτωβρίου 2014 17:58
Οκτώβριος 2013. Ο 30χρονος Ταϊλανδός Θαμπ Χονγκ-Μο εισέρχεται στο ρινγκ. Απέναντι του στέκεται ο 32χρονος Αμερικάνος, Μαρκ Σέιερ. Ο αγώνας αρχίζει και στον πρώτο γύρο ο Ταϊλανδός υπερέχει.
Οι επιθέσεις του είναι τόσο γρήγορες, που ο Αμερικάνος δεν προλαβαίνει να πάρει ανάσα. Ο δεύτερος γύρος βρίσκει τον Αμερικάνο σε καλύτερη φόρμα και αρχίζει να κερδίζει έδαφος. Στον τρίτο γύρο, ο Ταϊλανδός είναι πια κουρασμένος και τραυματισμένος, αλλά δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια. Μάχεται μέχρι την τελευταία στιγμή που τους χωρίζει ο διαιτητής και σφυρίζει τη λήξη του αγώνα. Οι κριτές παίρνουν ομόφωνα την απόφαση ότι ο Θαμπ Χονγκ-Μο είναι ο νικητής.
Το πρόσωπο του Χονγκ-Μο είναι γεμάτο αίματα, αλλά το χαμόγελό του είναι πέρα για πέρα αληθινό. Δεν απολαμβάνει μόνο τον θρίαμβο του νικητή, αλλά ονειρεύεται την ελευθερία του, γιατί ο αγώνας που συμμετείχε ήταν διαφορετικός από τους συνηθισμένους. Έγινε στη φυλακή Κλονγκ Πρεμ της Ταϊλάνδης που φιλοξενεί τους πιο στυγερούς εγκληματίες της χώρας. Ο Χονγκ-Μο δεν είναι επαγγελματίας μαχητής, αλλά καταδικασμένος δολοφόνος και νικώντας στον αγώνα, κέρδισε την ελευθερία του.
«Μάχη για την Ελευθερία»
«Μπορείς να έχεις ένα δολοφόνο απ’ τη μία πλευρά και έναν επαγγελματία μαχητή απ’ την άλλη. Αν ένας άντρας είναι δολοφόνος εκτός του ρινγκ, αν έχει μάθει να σκοτώνει, σκεφτείτε τι θα μπορούσε να συμβεί μέσα στο ρινγκ!»
Η παραπάνω δήλωση ανήκει στον 35χρονο Εσθονό, Κιρίλ Σοκούρ, τον εμπνευστή της «Μάχης για την Ελευθερία». Ο Σοκούρ ήταν μόνιμος κάτοικος της Ταϊλάνδης και διοργανωτής αγώνων, όταν φαντάστηκε ένα διαφορετικό είδος αγώνα που θα συγκλόνιζε τα πλήθη. Ένας καταδικασμένος εγκληματίας πολεμά έναν Αμερικάνο μαχητή και αν ο αγώνας λήξει υπέρ του, αποφυλακίζεται.
Η πρόταση του Σοκούρ στους υπεύθυνους της φυλακής ήταν η εξής: ο Σοκούρ θα έβρισκε το χώρο, τους Αμερικάνους μαχητές και θα αναλάμβανε τη διαφήμιση. Οι αγώνες θα χαρακτηρίζονταν φιλανθρωπικοί, αφού θα έδιναν την ευκαιρία στους κρατούμενους να μειώσουν την ποινή τους και θα ωφελούσαν πολύ τη δημόσια εικόνα της φυλακής. Για αντάλλαγμα, ο Σοκούρ θα είχε το δικαίωμα να κινηματογραφήσει τους αγώνες και να τους πουλήσει σε DVD. Η ιδέα ενθουσίασε τους υπεύθυνους της φυλακής και η συμφωνία έκλεισε.
Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που το σωφρονιστικό σύστημα της Ταϊλάνδης επιβράβευε με την ελευθερία τους, κρατούμενους που διέπρεψαν στον αθλητισμό. Τη δεκαετία του 1980 εφαρμόστηκε το πρόγραμμα «Αθλητισμός πίσω από τα κάγκελα», το οποίο παρείχε αθλητική εκπαίδευση τους κρατούμενους. Το δημοφιλέστερο άθλημα του προγράμματος ήταν η πολεμική τέχνη Μάι Τάι, η οποία προέρχεται από την Ταϊλάνδη. Το 2007, η έμπορος ναρκωτικός Σιριπόρν Ταγουισούκ νίκησε μία Γιαπωνέζα μποξέρ σε αγώνα στην φυλακή Κλονγκ Πρεμ και κέρδισε την ελευθερία της. Τον ίδιο χρόνο, ο ληστής Αμνάτ Ρουενροένγκ αποφυλακίστηκε μετά τη νίκη του σε αγώνα μποξ και το 2008, εκπροσώπησε τη χώρα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου.
«Ο αγώνας θα αποδείξει ότι είμαι ακόμα άνθρωπος»
Ο Θαμπ Χονγκ-Μο μεγάλωσε στις φτωχογειτονιές της Μπανγκόγκ και από μικρός ασχολήθηκε με το Μάι Τάι. Ήταν πολύ δυνατός μαχητής και σε ηλικία 18 ετών του πρότειναν να γίνει επαγγελματίας. Όμως, επέλεξε να συλλέγει χρέη διά της βίας για λογαριασμό συμμορίας που δρούσε στην Μπανγκόγκ. Το 2009 μπλέχτηκε σε καβγά και μαχαίρωσε τον αντίπαλό του. «Ήταν αυτοάμυνα», υποστήριξε στο δικαστήριο. «Αν δεν το έκανα εγώ, θα το έκανε ο άλλος σε μένα». Ο δικαστής δεν πείστηκε για την αθωότητά του και τον καταδίκασε σε 35 χρόνια φυλάκισης.
Ο Χονγκ-Μο πέρασε τα επόμενα πέντε χρόνια σε ένα κελί διαστάσεων 2×4, μαζί με τέσσερις κρατούμενους. Δεν έχουν κρεβάτια και κοιμούνται στο πάτωμα, πάνω σε λεπτά στρώματα. «Ο χώρος είναι τόσο στενός που νιώθεις την ανάσα τους στο σβέρκο σου όλη τη νύχτα, όσο ακούς τις κατσαρίδες να κινούνται στους τοίχους».
Η χαρά του ήταν απερίγραπτη όταν του ανακοίνωσαν ότι θα συμμετέχει στον αγώνα. Προπονήθηκε για δύο μήνες, έξι ώρες τη μέρα, εφτά μέρες την εβδομάδα. Δεν παραπονέθηκε για την κούραση, γιατί ο αγώνας ήταν εξαιρετικά σημαντικός: «Στη φυλακή χάνεις κομμάτια του εαυτού σου αν δεν προσέχεις. Για εμένα, ο αγώνας θα αποδείξει ότι είμαι ακόμα άνθρωπος, ότι έχω ακόμα περηφάνια».
Μετά τον αγώνα, δήλωσε: «Ήταν μεγάλη πρόκληση, αλλά πολέμησα σκληρά». Οι φύλακες τον συνόδευσαν μέχρι το ιατρείο και όπου περνούσε οι κρατούμενοι του έδιναν συγχαρητήρια. Το βράδυ όμως επέστρεψε στο κελί με τους τέσσερις κρατούμενους. Ο επόμενος αγώνας ήταν με την γραφειοκρατία της χώρας.
Διαβάστε ακόμη στη mixanitouxronou.gr