Άσπα Κουλύρα

ΜΙΛΤΟΣ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ: ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΘΑ ΕΒΓΑΙΝΕ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ΠΩΣ ΘΑ ΖΟΥΣΑ ΑΝ ΔΕΝ ΗΤΑΝ Ο ΘΑΝΟΣ

Όρεξη να ‘χεις να ακούς ιστορίες. Και ο Μίλτος Πασχαλίδης έχει ένα σωρό απ’ αυτές, με άλλες φορές να τις κάνει τραγούδια και άλλες βιβλία. Και καμιά φορά, να τις χαρίζει και σε έναν δημοσιογράφο που έχει κάτσει απέναντί του σε μια συνέντευξη-ποταμό όπως αυτή.

Κάπνιζε πολύ όσο μιλούσαμε και ως πρώην καπνιστής, αυτά τα πράγματα τα προσέχεις -άλλοι θα ‘λεγαν πως τα ζηλεύεις κιόλας. Όταν του είπα “να σου κάνω μία παρατήρηση;” (ναι, επί λέξη “παρατήρηση”, δεν ξέρω τι ακριβώς σκεφτόμουν), ακολούθησε το συγκαταβατικό του νεύμα “προχώρα”, και αμέσως μετά ακολούθησε το αναπόφευκτα αφελές “καπνίζεις πολύ, ε;”.

Σαν κάποιος που έχει μάθει να απαντάει συχνά σε αυτήν την ερώτηση, το “όχι” του ήταν αυτόματο. Στο σπίτι του δεν καπνίζει, όταν πηγαίνει τις κόρες του στο σχολείο ούτε, μόνο τώρα, όχι για χάρη της συνέντευξης, αλλά γιατί βρισκόταν στη δημιουργική του βάση: στο στούντιο του. “Μόνο εδώ κάνω”.

Θα μου πει κάποιος “μιλάς με τον άνθρωπο που έχει γράψει τις ‘Κακές Συνήθειες’, τι περίμενες δηλαδή”, και αν απαντήσω σε αυτόν τον κάποιο “ναι, αλλά τα χρόνια περνάνε, οι άνθρωποι αλλάζουν όπως και οι συνήθειές τους”, πάλι αυτός ο κάποιος, ή ένας άλλος κάποιος που θα τον σπρώξει και θα περάσει μπροστά του, θα μου πει “ούτε το ‘Αγύριστο Κεφάλι’ έχεις ακούσει, έτσι; Μήπως να την κάνουμε εμείς τη συνέντευξη;”.

Με λίγα λόγια, σε αυτήν τη συζήτηση για το τσιγάρο έχω χάσει πριν καν γεννηθεί και πεθάνει εκεί που υπήρχε εξ αρχής: στο μυαλό μου.

Αλλά όπως και να ‘χει, να ‘μαι, λοιπόν, μπροστά σε έναν από τους κορυφαίους τραγουδοποιούς της γενιάς του, τον Μίλτο Πασχαλίδη, και το κάπνισμα είναι το πιο αδιάφορο πράγμα στο οποίο μπορείς να σταθείς. Υπάρχει μια καριέρα πίσω του πάνω από 30 χρόνια, υπάρχουν δίσκοι και τραγούδια ορόσημα, υπάρχουν συνεργασίες με μύθους (ζωντανούς και νεκρούς), υπάρχει ένα έργο που κάθε φορά σε καλεί να το σκαλίσεις για να δεις τι άλλο μπορεί να βγει στην επιφάνεια.

Και υπάρχει και η μεγάλη του συναυλία στο Θέατρο Βράχων την Πέμπτη 6 Ιουνίου, η αφορμή για αυτήν την πρωινή μας συνάντηση.

Άσπα Κουλύρα

Ετοιμάζεσαι να βγεις πάλι στο δρόμο. Πόσα χρόνια γίνεται αυτό;
Του χρόνου κλείνω 30 από την επίσημη δισκογραφία μου αλλά αν μετρήσω από τους Χαΐνηδες είναι 34 χρόνια.

Ειλικρινά: δεν σε έχει κουράσει αυτό; Ή το ευχαριστιέσαι κάθε φορά το ίδιο;
Και περισσότερο μπορώ να σου πω.

Παρότι οι αντοχές φαντάζομαι ότι δεν είναι οι ίδιες που ήταν 20 χρονών.
Όχι ρε συ αλλά τώρα είναι λυμένα μερικά πράγματα που στα 25 μου δεν ήταν. Δηλαδή τώρα δεν ανησυχώ αν θα έχει κόσμο ενώ τότε που συστηνόμουν σε ένα κοινό, πάντα καρδιοχτυπούσα. “Θα ‘ρθούνε τόσοι ώστε να είναι βιώσιμο αυτό που κάνω;”. Γιατί δεν ήθελα να είναι χόμπι μου η μουσική. Ήθελα να ζω από αυτό.

Οπότε τώρα, με τα χρόνια, είναι μερικά πράγματα κατακτημένα και λυμένα. Δόξα τω Θεώ, την τελευταία δεκαετία δεν έχω νιώσει ποτέ ότι παίξαμε σε λίγο κόσμο. Και να σου πω κιόλας ότι έχω καλομάθει σ’ αυτό.

Γι’ αυτό τώρα το κάνω με μεγαλύτερο κέφι.

Αν έλεγες ότι όλα αυτά τα χρόνια ο δρόμος σου έχει μάθει κάτι, τι θα ήταν αυτό; Τι σε έχει διδάξει;
Δεν μου έμαθε τίποτα που να μην έχω γράψει από το ‘98 στην “Πηνελόπη”. Μερικά τραγούδια μας, να ξέρεις, τα γράφουμε ερήμην μας και μετά έρχεται ο χρόνος και τα επιβεβαιώνει και σου κλείνουν το μάτι πολύ πονηρά. Και καμιά φορά και με χαιρεκακία, όπως οι ”Πεθαμένες Καλησπέρες”. Το ένα σε χαιρετάει και το άλλο σου κάνει το μεσαίο δάχτυλο (γελάμε).

Στην “Πηνελόπη”, λοιπόν, σχεδόν πιτσιρικάς, είχα γράψει ότι “όλους τους ξέμπαρκους τους τρώει το σαράκι και όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη”. Ο δρόμος αυτό σε μαθαίνει: ότι όταν είσαι στον δρόμο πάντα θες να γυρίσεις σπίτι και όταν είσαι σπίτι, σε τρώνε οι φτέρνες σου να φύγεις.

Άσπα Κουλύρα

Τώρα όμως δεν μπορώ να αφήσω την πάσα για τις “Πεθαμένες Καλησπέρες”. Γιατί σου κλείνει χαιρέκακα το μάτι;
Είναι πολύ σκληρό τραγούδι και όταν το έγραφα -ήμουν 25 χρονών- είχα συνείδηση μιας σκληρότητας μετεφηβικής. Μου φαίνεται τόσο άγριο τραγούδι τώρα που λέω καλύτερα να μην το είχα γράψει.

Μου φαίνεται άγριο να σε ξεχνάνε οι φίλοι ή να ξεχνάς φίλους ή να βρίσκεσαι στον δρόμο και να λες…

…Να στρίψω από δω να τον αποφύγω.
“Τι έχω να πω τώρα εγώ με αυτόν;”. Αυτό είναι πολύ άγριο.

Νόμιζα ότι αυτό το τραγούδι μιλάει για μια σχέση που έχει τελειώσει γιατί κάτι λέει για “χάδια” στην αρχή και “μη βρω κανέναν φίλο μου που θα με ρωτήσει τι γίνεται με αυτή τη σχέση”…
Όχι, είναι για μια παρέα που βρίσκεται με κιθάρες, τραγουδάει, και νιώθουν όλοι ότι είναι αδέρφια (“Με τραγούδια λυπημένα, ανταμώναμε τις νύχτες”) και ξαφνικά σκορπίζεται αυτό γιατί αλλάζει η συνθήκη. Μπορεί να είναι η συνθήκη του Λυκείου ή η συνθήκη του Πανεπιστημίου.

Για παράδειγμα στο Μαθηματικό ήμασταν μια παρέα συμφοιτητών δέκα ατόμων και όλοι μεταξύ μας έχουμε χαθεί. Και τότε που χαθήκαμε, που ήμουν 25-26 χρονών, μου φάνηκε πολύ σκληρό.

Αλλά ήταν σκληρό σε ένα στενό κύκλο. Τώρα μου φαίνεται πιο οικουμενικό το τραγούδι και με ζορίζει ακόμα περισσότερο.

Θες να μου το εξηγήσεις παραπάνω; Γιατί να σε ζορίζει τώρα περισσότερο; Ποιους φίλους δεν θα ήθελες να δεις (και να τους θυμηθείς);
Δεν είναι ότι δεν θέλω να δω κάποιον. Είναι το συναίσθημα. Καμιά φορά, για παράδειγμα, που μπορεί να έρθει κάποιος παλιός συμμαθητής σε μια συναυλία, είναι πάρα πολύ ευχάριστο στιγμιαία. Μετά σκέφτεσαι “γιατί χαθήκαμε ρε παιδί μου;”. Γιατί σε πάει η ζωή κάπως, χωρίς να φταίει κανείς.

Πάλι για τις ”Πεθαμένες καλησπέρες”. Ξέρεις τι μου είχε κάνει εντύπωση; Ότι ήσουν πολύ μικρός τότε όταν το έγραψες, και δεν το είπες εσύ, το έδωσες αλλού.
Όχι, το είπα εγώ πρώτος. Αλλά δεν το άκουσε κανένας.

Γι’ αυτό μετά το έδωσες στον Μητροπάνο;
Όχι, δεν το έδωσα εγώ στον Μητροπάνο (σ.σ. δεν έχω πετύχει τίποτα, μπράβο μου). Αυτό το τραγούδι το είχα γράψει για να το πει ο Μητροπάνος, αλλά δεν τον ήξερα και όταν ήμουν μικρός είχα μεγάλη δυστοκία να απευθυνθώ, ακόμα και σε μουσικούς που δεν τους ήξερα προσωπικά. Ντρεπόμουν. Για να καταλάβεις στον πρώτο μου δίσκο, οι μουσικοί που παίζουν είναι φίλοι μου, ενώ θα μπορούσα να έχω επιλέξει τεχνικά καλύτερους να παίξουν.

Το τραγούδι αυτό πρότεινε ο παραγωγός μου τότε, ο Ηλίας Μπενέτος, να το δώσουμε στον Μητροπάνο και απλώς άρχισε να τρέμει το φυλλοκάρδι μου από χαρά.

Γιατί η ερώτησή μου ποια θα ήταν κανονικά; Θα έπαιρνα και την ”Απουσία”, θα έπαιρνα και άλλα κομμάτια που είχες δώσει σε άλλους και ήθελα να σου πω πόση αυτοπεποίθηση είχες, στα όρια και του εγωισμού δηλαδή, να πεις ότι “ένα τόσο μεγάλο τραγούδι θα το δώσω να το πει ένας άλλος, γιατί σιγά, θα γράψω κι άλλα τόσο καλά, δεν με νοιάζει”.
Α, αυτή την είχα πάντα. Το ότι θα γράψω και άλλα τραγούδια ήμουν σίγουρος. Το ότι θα γράψω όμως και άλλα “τέτοια”, όχι, δεν το ξέρει κανείς.

Αλλά δεν μου άρεσε ποτέ να κρέμομαι από ένα τραγούδι και να λέω “ω, αυτό είναι το φυλαχτό μου, ας το κρατήσω για μένα”. Έλεγα ότι “αυτό είναι κάτι το οποίο με εκφράζει τώρα και ποιος ξέρει αν σε δεκαπέντε χρόνια θα μ’ αρέσει ακόμα ή αν θα αφορά ακόμα κανέναν”.

Κατάλαβα, δεν έλεγες πώς θα το “αξιοποιήσω”, πώς θα κερδίσω από αυτό.
Όχι. Και γενικά πάντα αισθανόμουν δημιουργός. Δεν αισθανόμουν ποτέ τραγουδιστής. Τραγουδιστή με έκαναν οι μεγάλοι συνθέτες: ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Λεοντής, ο Μίκης που άρχισαν να μου ζητάνε να τραγουδήσω τραγούδια τους.

Τότε κατάλαβα ότι μπορεί να γίνω και τραγουδιστής αλλά δεν το είχα στο μυαλό μου. Στο μυαλό μου είχα να γράφω.

Όταν άρχισαν να ανεβαίνουν οι απαιτήσεις, δηλαδή στο να τραγουδάς, τι έκανες; Έκανες κάποια μαθήματα πχ;
Όχι.

Είπες “παιδιά, εγώ αυτός είμαι” και σε θέλανε όπως είσαι;
Όχι, κοίταξε. Το “αυτός είμαι και αν σας αρέσει”, μου φαίνεται κοντόφθαλμο έως και μικρονοϊκό. Απλώς εμένα η βασική μου σπουδή στο τραγούδι ήταν ότι έχω φάει εκατοντάδες χιλιάδες εργατοώρες ακούγοντας φωνές που αγαπώ. Και τις άκουγα “επαγγελματικά”, δηλαδή δεν τις άκουγα μόνο για την ευχαρίστηση. Άκουγα πώς λένε τα φωνήεντα, πώς λένε τα σύμφωνα, πού παίρνουν αναπνοές.

Υπό αυτή την έννοια μεγάλοι μου δάσκαλοι είναι ο Ξυλούρης, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Μπιθικώτσης…
Ακόμα και ο Καζαντζίδης, παρόλο που το ρεπερτόριό του δεν είναι κοντά μου, αλλά αυτό το άλφα που λέει… Όταν λέει άλφα ο Καζαντζίδης πρέπει να σωπαίνουν τα πουλιά, αυτό το άλφα δεν μπορεί να το ξαναπεί κανένας. Κατάλαβες;

Και, βέβαια, έχω σπουδάσει και τον Μητροπάνο. Μεγαλώνοντας πια ο Δημήτρης, όχι στους δίσκους του αλλά στις ζωντανές εμφανίσεις, είχε έναν εντελώς δικό του τρόπο να τραγουδάει, σαν να διαστέλλει τον χρόνο του τραγουδιού. Ήταν μοναδικό. Δεν μπορεί να το κάνει κανένας άλλος.

Άσπα Κουλύρα

Μου είπε μια φίλη να σε ρωτήσω γιατί όταν τραγουδάς Μητροπάνο κοιτάς πάνω ψηλά.
Γιατί είναι ο Μητροπάνος εκεί.

Σαν να του απευθύνεσαι, σαν κάτι μεταφυσικό;
Ή σαν να του απευθύνομαι ή σαν να του λέω “έλα να το πούμε παρέα”. Συνήθως το δεύτερο γίνεται. Ή “έλα και βοήθα”.

ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ

Έχεις μιλήσει ανοιχτά για την κατάθλιψη που είχες περάσει το ‘16.
Ναι, η κατάθλιψη μου ήταν συναισθηματοικογενής δηλαδή υπήρχε ένα σοβαρό αδιέξοδο με την τότε σύντροφό μου και νυν σύζυγό μου -άρα, αφού είναι νυν σύζυγός μου, μάλλον τα πράγματα πήγαν καλά.

Και ήμουν πολύ βουλιαγμένος -είχα ανηδονία, είχα χάσει κιλά, δεν είχα όρεξη για τίποτα και το ότι έκανα συναυλίες με τον Μικρούτσικο με βοήθησε πολύ.

Δεν ξέρω πως θα έβγαινε εκείνο το καλοκαίρι, δεν ξέρω αν θα ζούσα, αν δεν ήταν ο Θάνος. Ήταν ένας από τους φίλους που βοήθησε.

Σκέψου ότι ο Μικρούτσικος ήταν σαρκοφάγο, δηλαδή έτρωγε στα αλήθεια κρέας και μόνο, όχι σαν τους υπόλοιπους που σε μια ταβέρνα θα φάνε και σαλάτα, και πατάτες και ορεκτικά κλπ. Αυτός μόνο κρέας. Κι εκείνο το καλοκαίρι μας πήγαινε πάντα σε ψαροταβέρνες, γιατί εγώ δεν έτρωγα κρέας τότε, μπας και φάω μια μπουκιά ψάρι και έλεγε (σ.σ. μιμείται τη φωνή του) “θα πεθάνει ο παπάρας, πάμε να φάει καμιά γαρίδα”.

Είχες γράψει κι ένα από τα πολύ γνωστά σου τραγούδια όντας σε ένα αυτοκίνητο τότε μαζί με τον Μικρούτσικο.
Ε, λοιπόν, σε εκείνο το ταξίδι παίζαμε στον Γοργόμυλο Άρτας. Αυτό είναι ένα μέρος υπέροχο, αλλά πολύ μακριά απ’ την Αθήνα.
Στο αυτοκίνητο ο Θάνος ήταν συνοδηγός -δεν οδηγούσε γενικά- κι εγώ καθόμουν πίσω κι έγραφα έναν στίχο σε ένα κίτρινο τετράδιο. Και προσπαθούσε συνέχεια να με κάνει να μη σκέφτομαι, να μην είμαι στενοχωρημένος, και έλεγε διάφορα για να γελάμε.

Και κάποια στιγμή μου λέει “άσε τώρα τι κάνεις, θα βάλω να ακούσουμε κάτι. Έχει γράψει ένα αριστούργημα ο κοντός”. Ο “κοντός” είναι ο Θηβαίος, ο οποίος τότε είχε γράψει το “Σιδερένιο νησί” που είναι αφιερωμένο στην πρώτη απεργία των μεταλλωρύχων στη Σέριφο, η οποία πνίγηκε στο αίμα από τους αστυνομικούς.

Εντάξει, στη γέφυρα του Ρίου ήθελα να βουτήξω (γελάει).

Εξαιτίας του τραγουδιού;
Ε, βέβαια, γιατί εγώ ήμουν χάλια και αυτοί οι άνθρωποι πέθαιναν. Και του λέω “βάλε μου και κανά ρέκβιεμ τότε, κάτι να αισθανθώ καλύτερα”.

Όταν φτάσαμε, λοιπόν, στον Γοργόμυλο μου λέει “φέρε να δω τι έχεις γράψει” και είχα γράψει τις “Περσείδες”, ολόκληρο το τραγούδι. Και μου λέει “αυτό αξίζει να το κάνεις συμφωνικό”.

Απλά ξέρεις, σκέφτομαι τώρα ότι εντάξει, υπάρχουν κάποια κοινά σημεία αλλά ο κάθε άνθρωπος περνάει διαφορετικά την κατάθλιψη. Εσύ όμως μπορούσες και έγραφες; Μου κάνει εντύπωση αυτό.
Εγώ την πέρασα με δύο περίεργους τρόπους. Ο ένας είναι ότι σχεδόν έστειλα δελτίο τύπου ότι έχω κατάθλιψη -δηλαδή το έλεγα μέχρι και στον περιπτερά, που λέει ο λόγος. Το έλεγα σε όλους ότι δεν είμαι καλά.

Θυμάμαι κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και μου λέει “ρε είσαι καλά;”. Λέω “καλά, αφεντικό, γιατί, πώς σου ήρθε;”. Μου λέει “γιατί έμαθα ότι έχεις κατάθλιψη”.

Του λέω, “όντως έχω”. Μου λέει “ξέρεις γιατί;”. “Ξέρω”, του λέω. “Θα περάσει μου λέει, σώπα, μη σε νοιάζει τίποτα”.

Ο ένας τρόπος ήταν αυτός. Ο άλλος;
Και ο άλλος είναι ότι προσπάθησα και κατάφερα να γράψω 11 τραγούδια για την απώλεια και τα έκανα ένα άλμπουμ που λέγεται “Περσείδες”. Μέσα στην τρέλα μου και στη στεναχώρια μου, βρήκα έναν τρόπο να κινητοποιηθώ.

Επίσης πάντοτε σε εκείνη την περίοδο σκεφτόμουν ότι έχω ένα παιδί -τώρα έχω δύο. Και με κράτησε και αυτό. Σκεφτόμουν ότι δεν έχεις το δικαίωμα να πάθεις κάτι μη αναστρέψιμο γιατί έχεις ένα παιδί -τότε ήταν εφτά χρονών η Ευγενία.

Απλά αναρωτιόμουν δηλαδή, είχες όρεξη να κάνεις ταξίδι, να πεις θα πάω να τραγουδήσω;
Όχι ρε, δεν είχα όρεξη να κάνω τίποτα, αστειεύεσαι; Απλώς με πίεσα και με πίεσαν και οι φίλοι μου. Δηλαδή σου λέω ο Μικρούτσικος που έτυχε τότε να είμαστε μαζί στην περιοδεία, με στήριξε αδιανόητα. Με πίεζε να φάω, με πίεζε να κοιμηθώ…

Εντάξει, το μόνο που δεν έκανα βαρυγκομώντας ήταν να τραγουδάω.

Αυτό το ευχαριστιόσουν;
Ναι, γιατί ήταν και λυτρωτικό κάπως.

Δεν είναι πολύ απελευθερωτικό που μπορούμε σήμερα να μιλήσουμε ελεύθερα γι’ αυτό; Δηλαδή πιστεύεις ότι το 1985 θα μπορούσες να το πεις ελεύθερα ότι “παιδιά, έχω κατάθλιψη”;
Ή ότι πάω σε ψυχίατρο ή ότι παίρνω φαρμακευτική αγωγή; Νομίζω πολύ πιο δύσκολα.

Εμένα, βέβαια, μου φαινόταν απλό και από πιο πριν και άρχισα να μιλάω ανοιχτά για αυτό γιατί είδα κόσμο κουμπωμένο.

Ρε παιδί μου σπας το πόδι σου, πας στον ορθοπεδικό, δεν πας; Ε, σπας την ψυχή σου, πας στον ειδικό να σε βοηθήσει να την κολλήσεις.

Εμένα μου φαίνεται κι ένα πολύ ωραίο χτύπημα προς τη ματσίλα, αυτό, κατάλαβες;
Ναι, ότι οι άντρες δεν κλαίνε.

Άσπα Κουλύρα

Άλλα τραγούδια που έχεις γράψει στον δρόμο;
Πολλά. Το “Κάποτε”, το δεύτερο τραγούδι που έδωσα στον Μητροπάνο, το έχω γράψει σε ένα ξενοδοχείο στη Θεσσαλονίκη. Αλλά, ξέρεις τι; Τα τελευταία χρόνια δεν πολυγράφω στον δρόμο. Χρειάζομαι λίγη ασφάλεια.

Εδώ μέσα δηλαδή γίνονται όλα. Αυτός ο χώρος είναι η βάση.
Ναι. Χρειάζομαι λίγη ασφάλεια, λίγη ησυχία.

Επίσης εγώ δεν πιστεύω ότι υπάρχει έμπνευση. Πάντα το πίστευα, αλλά τώρα είμαι και βέβαιος.

Πιστεύεις ότι υπάρχει δουλειά, επιμονή…
Ναι. Δηλαδή αν έμπνευση θεωρούμε μια ιδέα, εγώ ιδέες έχω καμιά δεκαπενταριά τη μέρα, δεν έχω όμως τα κότσια να κάτσω να τις καταγράψω.

Επίσης, περνώντας τα χρόνια δεν καταδέχομαι καθόλου να κλέβω τον εαυτό μου. Δεν μπορώ να ξαναπώ κάτι που το έχω κάνει τραγούδι και έχει εκδοθεί, και ας μην το έχει ακούσει κανένας.

Αυτός είναι ο μόνος ελιτισμός που έχω μέσα μου. Δεν έχω άλλο.

Δεν θες να κάνεις κάτι παρόμοιο εννοείς, να το παραλλάξεις.
Ναι, τον εαυτό μου δεν μπορώ να τον κλέβω, τους άλλους μπορώ θαυμάσια.

Οπότε το να γράψω μέσα σε ένα ξενοδοχείο τι σημαίνει; Σημαίνει ότι έχω μια πάρα πολύ άγρια έμπνευση, η οποία για να με αφήσει ήσυχο πρέπει να κάτσω κάτω, να τη γράψω για να ησυχάσει ψυχή μου.

Αυτό μπορεί να συμβεί, αλλά είναι εξαίρεση. Δεν είναι ο κανόνας.

Πάντως είπες πριν ότι μπορείς τους άλλους να τους κλέψεις. Κατάλαβα προφανώς ότι κάνεις πλάκα.
Δεν κάνω καθόλου πλάκα.

ΟΚ, αλλά γι αυτό θέλω να σου πω ότι έχω δει πάλι για τις “Κακές συνήθειες” όπου όλοι σου λένε…
…Ότι μοιάζει με το “Φιλαράκι”.

Ναι, αλλά εσύ κάπου είπες ότι δεν μοιάζει με το “Φιλαράκι”, μοιάζει με το “Wonderful tonight” του Έρικ Κλάπτον.
Σωστό. Και πρόσεξε τώρα τι θα σου πω και δεν με ενδιαφέρει αν θα με πιστέψει κανένας. Όταν γράφω ένα τραγούδι δεν έχω ιδέα (σ.σ. το τονίζει) από πού προέρχεται αυτό που γράφω μουσικά. Αυτό μου προκύπτει μετά. Όταν τελειώσει, ε δεν είμαι χαζός, μπορώ να καταλάβω αν αυτό έχει γεννηθεί από κάτι το οποίο είναι σχετικά πρωτογενές μέσα μου ή αν έχει ευθεία απεύθυνση κάπου.

Τώρα αν έχω γράψει κάτι το οποίο είναι τελείως καταφανές ότι προέρχεται από αλλού, ε δεν το κρατάω. Το πετάω.

Ούτε είσαι από αυτούς δηλαδή που γράφεις κάτι και το δίνεις σε φίλους σου και λες “ρε παιδιά, μήπως σας θυμίζει κάτι;”;
Όχι, ξέρω εγώ καλύτερα τι μου θυμίζει. Όταν τελείωσα τις “Κακές συνήθειες”, λοιπόν, το άκουσα το ρεφρέν ότι μου μοιάζει με το “Φιλαράκι”, αλλά ήξερα ότι προέρχεται από το “Wonderful Tonight” γιατί εκείνο τον καιρό άκουγα πάρα πολύ Έρικ Κλάπτον.

Άσπα Κουλύρα

Θες να προδώσεις λίγο τον εαυτό σου και να μας πεις τραγούδια σου που εμείς δεν το έχουμε καταλάβει, αλλά θυμίζουν κάτι; Έστω ένα;
Κοίταξε, μελωδικά, δεν νομίζω ότι υπάρχουν πάρα πολλές αναφορές εκτός από αυτό. Ενορχηστρωτικά όμως, όταν μου αρέσει κάτι, συχνά το δανείζομαι.

Παράδειγμα το φλάουτο στην “Αφήγηση” του Σεφέρη που έχω μελοποιήσει είναι ευθεία αναφορά στους Jethro Tull.
Επίσης, η “Τράπουλα”, ένα ζεϊμπέκικο που μου το ζητάνε πάρα πολύ συχνά, αν και δεν είναι από τα πιο δημοφιλή μου.

Σε σταματάω τώρα για να σου πω ότι εγώ ζήτησα στο Twitter να μου στείλουν ερωτήσεις για να σου κάνω και μια κοπέλα μου είπε “ρώτησέ τον γιατί δεν παίζει συχνά την ‘Τράπουλα’”.
Ωραία, θα στο πω κι αυτό μετά. Η “Τράπουλα”, λοιπόν, είναι κατασκευασμένη ενορχηστρωτικά κάπως σαν τη “Ρόζα” και για να το τρολάρω αυτό, έβαλα τον Μικρούτσικο να παίζει ο ίδιος πιάνο στη ηχογράφηση.

Και γιατί δεν το παίζεις συχνά; Και για τον “Κλόουν” με ρώτησαν το ίδιο.
Τον ‘Κλόουν” θα τον βάλω φέτος στο καλοκαιρινό πρόγραμμα.

Την “Τράπουλα” δεν την παίζω γιατί εκεί προς το δεύτερο μέρος, που βάζω τα ζεϊμπέκικα μαζεύονται πολλά, δηλαδή το “Κιφ”, ο “Έρωτας Αρχάγγελος, το “Στα είπα όλα”. Μαζεύονται πέντε έξι τέτοια τραγούδια και κάπως μου φαίνεται σαν να κάνουμε αφιέρωμα στο ζεϊμπέκικο.

Δεν θα μπορούσες όμως να βγάλεις κάποιο απ’ αυτά που δεν είναι δικό σου και να βάλεις αυτό που έχεις γράψει εσύ; (καλά, πετάγομαι εγώ τώρα, και σου λέω τι να κάνεις).
Δεν γίνεται να βγάλω τον “Έρωτα Αρχάγγελο”. Ποτέ.

Τον ήθελες πολύ αυτόν τον δίσκο με τον Λεοντή, έτσι;
Ναι, αυτό μου προέκυψε βασικά επειδή συνεργαζόμαστε 17-18 χρόνια, και κάποια στιγμή του είπα κάτι τρυφερά μακάβριο.

Του είπα πως όταν έκανα το “Εμπάργκο” με τον Θηβαίο, δυο χρόνια μετά που έφυγε ο Μικρούτσικος, δεν πέρασα καθόλου καλά στο στούντιο γιατί μου έλειπε ο Θάνος συνέχεια.

Και του είπα του Λεοντή ότι “δεν είμαστε αθάνατοι και μακάρι να φτάσω κι εγώ κι εσύ τα 200 χρόνια, αλλά δεν θέλω με τίποτα να κάνω ένα δίσκο όταν θα έχεις πια φύγει. Τώρα είσαι εδώ, είσαι μια χαρά, διευθύνεις… Θες να κάνουμε ένα δίσκο τώρα που μπορούμε να είμαστε μαζί στο στούντιο;”; Και μου είπε, γελώντας, “με πολλή χαρά”.

ΜΗΤΡΟΠΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΦΥΓΕΙ

Πάντως γενικά στα λάιβ σου όλοι αυτοί οι φίλοι σου που έχουν φύγει από τη ζωή κάνουν διάφορα περάσματα.
Έχουν πολύ κεντρική θέση.

Και καμιά φορά “εμφανίζονται” και χωρίς καν να το προσπαθήσεις εσύ, το κάνει ο κόσμος. Για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστικό όταν παίζεις πχ τον “Τυμβωρύχο” που ακούγεται από κάτω…
“ΩΡΑΙΟ”!

Ναι, είναι φοβερό να ακούγεται από κάτω το “ωραίο” που σου φώναξε ο Μικρούτσικος σε εκείνη τη ζωντανή ηχογράφηση.
Αυτό είναι τρελό. Και πρόλαβε και να το ζήσει και ο Μικρούτσικος αυτό κάνα δυο φορές.

Και πριν που μου είπες για τον Μητροπάνο ότι κοιτάς ψηλά… Γενικά τους τιμάς τους φίλους σου.
Δεν μπορώ μωρέ αλλιώς. Με έχουμε καθορίσει αυτοί οι τύποι, όπως με έχει καθορίσει ο Άλκης Αλκαίου και ο Μάνος Ελευθερίου.

Εγώ στη σκηνή δεν αισθάνομαι ότι φύτρωσα. Κάπως αυτό το πράγμα που βγαίνει εκεί επάνω θέλω να είναι γενναιόδωρο και ανοιχτόκαρδο, αλλά έχει και καταγωγή από κάπου και αυτό το κάπου θέλω να φαίνεται.

Εντάξει, εγώ σε θυμάμαι και στο αποχαιρετιστήριο λάιβ του Μικρούτσικου στο Βύρωνα. Θέλω να μου πεις για τότε.
Εγώ δεν θέλω να σου πω (σ.σ. χαμογελάει κάπως πικρά).

Εντάξει, καταλαβαίνω. Δεν θέλω να πηγαίνω τώρα συνέχεια σε φίλους που έχεις χάσει. Το τελευταίο που θα σου πω είναι για τον Μητροπάνο, γιατί έμαθα μια ιστορία συγκινητική, αυτή που λέει ότι ήρθε να τραγουδήσει σε συναυλία σου χωρίς να γνωρίζεις ότι κάτω από τα ρούχα του είχε τα σωληνάκια από το νοσοκομείο.
Ναι, αυτό που λέμε τώρα είναι την 1η Σεπτεμβρίου 2005. Είναι η πρώτη μου μεγάλη συναυλία στον Βύρωνα για τα δέκα χρόνια μου και έχω καλέσει δέκα φίλους και συνεργάτες, όπως την Μαργαρίτα Ζορμπαλά, τον Βαγγέλη Γερμανό κλπ…

Και είχα καλέσει και τον Μητροπάνο, όπου μαζί με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου ήταν τα πολύ μεγάλα ονόματα, που προσδοκούσα ότι θα βοηθούσαν κάπως για να έρθει λίγος κόσμος παραπάνω.

Την προηγούμενη ημέρα ο Δημήτρης είχε συναυλία στο Βύρωνα με τη Μελίνα Κανά, την οποία όμως την ακύρωσε για λόγους υγείας από ό, τι έμαθα μετά.

Πήρα τη γυναίκα του τηλέφωνο από έγνοια, δεν πήρα για τη συναυλία, πήρα να δω τι γίνεται. Και μου λέει “είμαστε στο νοσοκομείο” κτλ. Και λέω “άντε περαστικά” και θεωρούσα ότι δεν θα ’ρθει. Και τελικά έρχεται.

Το μόνο παράδοξο ήταν ότι, αν και ο Δημήτρης πάντα στις συναυλίες πήγαινε με κοστούμι, σε μένα δεν το έλυσε ποτέ, δεν άνοιξε ποτέ το κουμπί. Και τότε μάλιστα είχαμε κάνει πρόβα να πει και το “Στα είπα όλα” αλλά μου λέει “θα πω μόνο τις ‘Πεθαμένες καλησπέρες’ και θα φύγω”.

Τραγούδησε, έφυγε και δύο μέρες μετά μου είπε μια κοινή μας φίλη που ήταν πολύ κοντά στην οικογένεια, ότι είχε έρθει με τα σωληνάκια κάτω απ’ το κοστούμι γι’ αυτό δεν το άνοιξε.

Παίρνεις μαθήματα από αυτά, ε;
Ε, πώς δεν παίρνεις; Και του είπε τότε η Βένια, η σύζυγός του, ότι “κάτσε ρε παιδάκι μου, εντάξει, έχει άλλους εννέα γκεστ. Δεν είναι ότι του χαλάς και τη συναυλία” και της είπε “όχι, εγώ στο μικρό θα πάω”. Και ήρθε.

Άσπα Κουλύρα

ΑΛΚΗΣ ΑΛΚΑΙΟΣ

Και μου είπαν πάλι απ’ το Twitter να σου ζητήσω την ιστορία “με το τρακάρισμα και το Μάιο του 98”.
Α, την έχω γράψει στο βιβλίο μου, το “Αγύριστο κεφάλι” αυτή.

Εγώ τότε είχα ένα πολύ σοβαρό τρακάρισμα στην εθνική οδό, από το οποίο ζήσαμε από τύχη. Κοιμήθηκα στο τιμόνι μετά από περιοδεία και τράκαρα στην μπάρα, κάπου στο ύψος του Ακραιφνίου, 110 χιλιόμετρα από την Αθήνα. Και ήμασταν τέσσερις μέσα. Τέλος πάντων, να μη στα πολυλογώ, γλυτώσαμε. Το αμάξι παλιοσίδερα.

Γύρισα στην Αθήνα και ο πρώτος που με πήρε τηλέφωνο ήταν ο Θηβαίος. Και αμέσως μετά με πήρε ο Άλκης Αλκαίος, και μου λέει “μανάρι, ζεις;”. Του λέω “ζω” και του εξήγησα πως έγινε το τρακάρισμα.

Και ένα μήνα μετά πήγα και πήρα το “Αγύριστο κεφάλι”, το οποίο ουσιαστικά είναι ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα που έχω μελοποιήσει, το οποίο έχει μέσα και την τρομερή φράση “δεν είναι εδώ Βαλκάνια, σου το ‘πα, εδώ είναι παίξε, γέλασε και σώπα”, που είναι μια προσωπική του απάντηση στο στίχο από τον δίσκο του Σαββόπουλου.

Και αυτός το είχε πάρει όμως από αλλού…
Ναι, δεν είναι δικός του.

Νομίζω είναι του Εγγονόπουλου, αλλά είναι καταχωρημένος στη συνείδηση…
…ως σαββοπουλικός, ναι. Στο τέλος λοιπόν λέει μια φράση που ήταν κλείσιμο του ματιού σε μένα, το οποίο δεν το καταλάβαινε κανένας άλλος. Λέει “στα χέρια σου αφήνω το τιμόνι, η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει”. Μου κάνει πλάκα δηλαδή μέσα σε ένα τραγούδι που μιλάει για τη διάλυση του κόσμου όπως τον ξέραμε μέχρι τότε με αφορμή τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και ότι πως έχουμε γίνει έτσι στα Βαλκάνια που πια δεν αντιστέκεται κανείς σε τίποτα κλπ.

Και προς το τέλος λέει μια φράση που για όλο τον υπόλοιπο κόσμο είναι σαν να ανατέλλει η ελπίδα (“φυσάει ένας αέρας που σαρώνει (…) αγύριστο κεφάλι θα γυρνώ”), δηλαδή πάντοτε επαναστάτης, δεν θα λυγίσω από όλο αυτό που συμβαίνει.

Και μετά έχει αυτόν τον τελευταίο στίχο που ήταν ένα inside joke του στυλ “όταν ξημερώνει, μην πολυπαίρνεις το τιμόνι”.

Άσπα Κουλύρα

Μου είπαν “Και πώς του ήρθε να βάλει σε στίχο το ξυράφι του Όκαμ;”. Σκέφτηκα ότι επειδή έχεις σπουδάσει μαθηματικά και έχεις μεταπτυχιακό στη φιλοσοφία, κάπως τα συνδύασες και σου βγήκε αυτό.
Αυτό είχε εντυπωσιάσει και τον Μικρούτσικο που ήταν μαθηματικός.

Κοίτα, και αυτό το τραγούδι έχει μια άμεση σχέση με αυτό το προσωπικό, βαρύ, σοβαρό αδιέξοδο που περνούσα τότε.

Το Ξυράφι του Όκαμ είναι ένα θεώρημα το οποίο λέει ότι όταν εξαντλήσεις όλες τις πιθανές λύσεις για μια εξίσωση και δεν βρεις αποτέλεσμα, τότε συνήθως η σωστή είναι η απλούστερη, όσο και αν σου φαίνεται παράδοξη.

Γι’ αυτό το έβαλα, γιατί σε εκείνη τη φάση έψαχνα μια λύση κι εγώ και η γυναίκα μου και ουσιαστικά της είπα ότι η απλούστερη λύση είναι η σωστή.

Και όντως ήταν η απλούστερη λύση τελικά;
Η απλούστερη λύση ήταν να είμαστε μαζί. Όλο το άλλο, το να μην είμαστε μαζί, ήταν εξαιρετικά πολύπλοκο.

ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ ΜΕ ΚΑΠΝΟΓΟΝΑ

Περίμενες ποτέ ότι αυτά τα τραγούδια τα δημοτικοφανή, σαν τα δικά σου, του Μάλαμα, θα γέμιζαν χώρους με εικοσάρηδες που θα ένιωθαν σαν να είναι σε ροκ συναυλία; Γιατί αυτό δεν συνέβαινε το ‘90, ούτε αρχές 2000 πχ…
Αυτό συμβαίνει από το 2010-2012 περίπου και μετά.

Άρα εσύ που έχεις ζήσει όλη την πορεία. Το περίμενες ποτέ;
Γενικά δεν περιμένω κάτι, δηλαδή δεν μπαίνω στη λογική του να προβλέπω τι πρόκειται να γίνει στο μέλλον -εκτός αν είναι κάτι πολύ προφανές.

Πάντως, όχι, δεν περίμενα ότι κάποια στιγμή οι συναυλίες μας θα γίνονταν γηπεδικές.

Και γιατί να συνέβη όμως; Στο μυαλό σου πώς το έχεις εξηγήσει;
Δεν το εξηγώ. Ξέρεις, τι; Τις νίκες δεν θέλω να τις εξηγώ. Τις ήττες θέλω να εξηγώ, δηλαδή όταν κάτι πάει πολύ στραβά, θέλω να το αναλύσω για να δω πως δεν θα ξαναπάει έτσι.

Εμένα μου κάνει τρομερή εντύπωση και το θεωρώ και ως ένα παράσημο, που στις συναυλίες μου έρχονται 18άρηδες και λίγο πιο πίσω κάθονται οι γονείς τους. Το απολαμβάνω. Τώρα γιατί συμβαίνει αυτό δεν ξέρω, τι να σου πω.

Μάλλον έχει να κάνει και με τα τραγούδια. Νομίζω ότι η στάση ζωής που καταδεικνύουν αυτά τα τραγούδια κάπου τους ακουμπάει τους πιτσιρικάδες.

Ίσως φταίει που έχει και μια πορεία αυτή η μουσική, μια συνέχεια δηλαδή, δεν είναι κάτι που γεννήθηκε σήμερα. Θέλω να πω ότι έρχεται απ’ το βάθος του χρόνου αυτός ο ήχος.
Σαφώς -και ο στίχος και ο ήχος. Όταν κάναμε πχ με τους Χαΐνηδες το “Τση γιαγιάς το παραμύθι” το 1991, άκουγα αυτό το τραγούδι που είχε γράψει ο Αποστολάκης, οποίος ήταν 23 χρονών, κι εγώ που το τραγουδούσα ήμουν 21, και θυμάμαι ότι ξυπνούσε μέσα μου μια ανάμνηση που δεν ήξερα ότι την έχω.

Μερικά τραγούδια σου θυμίζουν κάτι από έναν παλιό εαυτό που καμιά φορά, δεν ξέρεις κι ότι τον έχεις κιόλας.

Μήπως τον ψάχνεις και σε κασέτες που άκουγαν οι γονείς σου, όταν ήσουν 5 χρονών;
Δεν ξέρω… Όχι, νομίζω ότι αυτό που λέω είναι κάτι πιο μεταφυσικό.

Δεν πάμε στις εμπειρίες δηλαδή.
Ναι, δεν λέω για τις εμπειρίες. Λέω για το κομμάτι ενός εσωτερικού εαυτού που εκείνη την ώρα ξυπνάει και βλέπει τον κόσμο σαν μωρό.

Γενικά είμαι ενάντια στις ερμηνείες. Νομίζω ότι ο λόγος για τον οποίο γράφω τραγούδια είναι γιατί δεν θέλω να εξηγώ.

Αλλά γιατί η ΑΕΚ έχασε το πρωτάθλημα, θέλουμε να το εξηγήσουμε, έτσι;
Αυτό, ναι. Το έκανε δώρο, έχασε απίθανους βαθμούς με απίθανες ομάδες.

Και με ανατροπές.
Και όταν συνέβαινε αυτό φαινόταν ή σκεφτόταν ότι δεν θα της κόστιζε πολύ γιατί θα έβρισκε τρόπο να το αναπληρώσει. Τελικά, μία από αυτές τις ισοπαλίες (με την Κηφισιά πχ εκτός έδρας ή με τον Παναιτωλικό) της στοίχισε.

Γιατί μπορεί να φάνηκε ότι το πρωτάθλημα χάθηκε με εκείνη την ανατροπή στην Τούμπα, αλλά αν το ψάξεις σε όλη τη σεζόν έχουμε κάνει δέκα τέτοιες αυτοκτονίες.

Άσπα Κουλύρα

Άσχετο αλλά φαντάζομαι έχεις ακούσει αυτή την “κριτική” ότι αυτά τα τραγούδια τα έντεχνα είναι νταουνιάρικα, είναι καταθλιπτικά. Ποια είναι η απάντηση σου σε αυτό πάνω κάτω;
Η απάντηση μου είναι η εξής: τα άλλα τραγούδια που, σε αντιδιαστολή με αυτά που είναι καταθλιπτικά, τι το ανεβαστικό έχουν δηλαδή; Καταρχάς αυτά τα άλλα τραγούδια, τα οποία υπαινίσσονται ότι είναι ανεβαστικά, συνήθως είναι σεξιστικά, συνήθως μιλάνε για τρομακτικούς χωρισμούς… Και οι άνθρωποι που το βιώνουν αυτό τραγουδώντας, χαμογελάνε και ανεβαίνουν στα τραπέζια και διασκεδάζουν.

Εγώ δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορείς να λες “θα πάρω ένα μαχαίρι, θα κόψω τις φλέβες μου γιατί με παράτησες και πεθαίνω τώρα” και να ‘σαι πάνω στο τραπέζι τύφλα στο μεθύσι και να χαίρεσαι. Αυτή η χαρά μου είναι τελείως ακατανόητη.

Εγώ ξέρω το εξής: τα τραγούδια που γράφουμε εμείς και υποστηρίζουμε έχουν δύο χαρακτηριστικά. Το ένα είναι ότι εδράζονται στη μνήμη, δηλαδή είναι ένα τραγούδι που θέλει να σε κάνει να θυμηθείς, όχι να ξεχαστείς, ούτε να ξεχάσεις. Αυτή είναι μια βασική διαφορά από τα άλλα τραγούδια. Δηλαδή αυτό το “πάμε να ξεχαστούμε” δεν υπάρχει στο τραγούδι μας.

Εντάξει, όμως καλό είναι και να θέλεις να ξεχαστείς.
Μια χαρά είναι, δεν είναι κακό. Εγώ απλά είπα ποιο είναι το χαρακτηριστικό.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι το εξής και θα το πω επίσης πολύ απλά. Όταν είναι ντάλα Αύγουστος κι έχει 45 βαθμούς και διψάς κι έχεις μπροστά σου ένα ποτήρι νερό, τι θα κάνεις; Θα του γράψεις τραγούδι ή θα το πιεις; Θα το πιεις. Αν δεν το έχεις τότε θα πεις “διψάσαμε το μεσημέρι μα το νερό γλυφό”. Γράφεις γι αυτό που σου λείπει, ρε φίλε. Αυτό που έχεις εκεί, δεν έχεις λόγο να το περιγράψεις.

Εγώ ας πούμε, θέλω να είμαι πάρα πολύ ειλικρινής. Την τελευταία πενταετία οκταετία δεν μπορώ να γράψω ερωτικά τραγούδια γιατί είμαι πολύ καλά με την σύντροφό μου.

Μπορώ φυσικά να βάλω μουσική σε στίχους που είναι ερωτικής φύσεως γιατί μπορεί να μου εμπνεύσουν κάτι από το παρελθόν, κάτι μέσα μου που υπάρχει αλλά όταν είμαι καλά δεν μπορώ να προσποιηθώ και να γράψω τεχνηέντως.

Οι υπόλοιποι που επίσης είναι καλά, που είναι χρόνια παντρεμένοι κλπ, πώς το κάνουν και γράφουν πχ ένα τραγούδι για κάποια που θέλουν ή που χώρισαν κλπ;

Μπορεί να υπάρχει μια τεχνική, ίσως να μπορούν να αποστασιοποιηθούν από αυτό και να το δουν απ έξω. Δεν ξέρω.

Αλλά το ότι προσπάθησες να τραγουδήσεις Φουρέιρα, άλλο αυτό.
Ε, με έβαλε ο Βλάχος. Δεν το ήξερα καν το τραγούδι, αλλά μετά που τη γνώρισα την κοπέλα είναι ευγενέστατη, είναι ένας πολύ γλυκός άνθρωπος.

Το είχε δει το βίντεο;
Ναι, το είχε δει. Χαμογέλασε κι αυτή. Εντάξει, μια χαρά.

Άσχετο, αλλά το γεγονός ότι πολιτικά είσαι τόσο ξεκάθαρα τοποθετημένος, σου έχει κλείσει ποτέ πόρτες; Σου έχει δημιουργήσει πρόβλημα;
Όχι, μωρέ, ούτε έχει κλείσει ούτε έχει ανοίξει πόρτες.

Κοίταξε, εγώ είμαι ξεκάθαρα πολιτικά τοποθετημένος αλλά δεν είμαι εμμονικός, ούτε κάνω προγραφές ή αποκλεισμούς. Τα τραγούδια μου απευθύνονται σε όλο τον κόσμο, δεν απευθύνονται μόνο στους αριστερούς. Κι επίσης προφανώς δεν έρχονται μόνο αριστεροί στις συναυλίες μου. Αν ήταν έτσι θα ήμασταν αυτοδύναμοι (γελάμε).

Επίσης ούτε τις έχω κάνει παντιέρα. Όταν με ρωτάνε, απαντάω. Δηλαδή δεν πρόκειται να με δεις ποτέ να βγω να κάνω ένα statement για κάποιο πράγμα. Αν, ερωτηθώ, θα πω τη γνώμη μου ευθαρσώς, γιατί θεωρώ δεν έχει και νόημα να την κρύβω.
Άσε που και καλλιτεχνικά και πολιτικά το βρίσκω εξαιρετικά επικίνδυνο να αρέσουμε σε όλους. Όπως σε εμένα δεν αρέσουν όλοι, έτσι το βρίσκω πάρα πολύ φυσιολογικό να μην αρέσω κι εγώ σε όλους. Απλό δεν είναι;

Άσπα Κουλύρα

Η ΦΗΜΗ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ “ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ”

Τώρα που τελειώνουμε την κουβέντα ξέρεις τι μου έκανε εντύπωση; Είναι κάποιοι που σε έχουν για λίγο πιο στριφνό άνθρωπο, λίγο πιο δύσκολο, λένε ότι καμιά φορά είσαι αγενής. Εγώ βλέπω έναν κανονικό άνθρωπο, φιλικό. Τα ξέρεις τώρα αυτά που σου λέω έτσι; Δεν πέφτεις απ’ τα σύννεφα.
Όχι, τα έχω ακούσει.

Είχα πάθει το ίδιο και με τον Μπέζο όταν είχαμε κάνει συνέντευξη.
Ο Γιάννης είναι μια χαρά παιδί. Κοίταξε, εγώ μπορεί να γίνω αγενής αν προκληθώ. Οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τα όρια. Επειδή είσαι προσηνής, φιλικός και κοντά τους στη σκηνή, δεν σημαίνει ότι θα παίξουμε σφαλιάρες, όταν κατέβουμε κάτω από τη σκηνή.
Δηλαδή ήρθε ο άλλος ας πούμε μετά από ένα λάιβ, με έβλεπε κάθιδρο, μούσκεμα, καμιά φορά μπορεί να είμαι και βουρκωμένος και ήρθε και με σβέρκωνε και με τραβολογούσε από δω από κει να βγω φωτογραφία με τη γυναίκα του ή με τον ίδιο.

Εν τω μεταξύ, στην 25η φορά που κάποιος ήρθε στο καμαρίνι μου και μου είπε “γράφω στίχους”, τότε του απάντησα “κι εγώ”.
Και τυχαίνει και το άλλο με κάποιον που σου έχει φέρει στίχους. Του λες ευγενικά “ωραία. Σε παρακαλώ πάρα πολύ στείλε μου δύο στίχους στο…”. “ΟΧΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΔΟΥΜΕ ΤΩΡΑ”! Τι να δούμε τώρα ρε φίλε; Τι να δούμε τώρα που είμαι μούσκεμα;

Και αν μπορείς να παίξεις και δύο ακόρντα να το γράψουμε τώρα το τραγούδι εδώ.
Ναι. Ή λες σε κάποιον άλλον: χρυσέ μου άνθρωπε, σε παρακαλώ πολύ, επειδή τρομάζω με τον όγκο, μη μου στείλεις 30 στίχους γιατί δε θα τους δω. Στείλε μου τρεις που κρίνεις εσύ ότι είναι οι κορυφαίοι σου να τους κοιτάξω. Ε, και μου στέλνει 50. Εγώ είμαι αγενής τώρα ή αυτός;

Θέλω να πω, λοιπόν, ότι κάποια στιγμή σε φέρνουν σε κάποιο όριο και λες “άσε με βρε χριστιανέ μου τώρα”. Αυτό είναι. Κατά τα άλλα….

Α, το άλλο το καταπληκτικό που μου έχει τύχει είναι το εξής: Τελειώνει η συναυλία στον Βύρωνα, τα αυτιά μου βουίζουν και κάπως, αφού έχω χαιρετίσει και μιλήσει με καμιά πενηνταριά γνωστούς, φίλους, κόσμο, κλπ, κάνω να φύγω με σκυμμένο κεφάλι, έχω και τη γυναίκα μου αγκαλιά, και με πετυχαίνει ένας απ’ έξω και μου λέει “ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΕΙΣ! ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ ΑΝ ΔΕΝ ΒΓΟΥΜΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ”! Λες “εντάξει, έλα να βγούμε”. Βγάζει το κινητό, στήνεστε και λέει “και τώρα τι πατάω;” (σ.σ. δυνατά γέλια). “ΤΙ ΠΑΤΑΩ;;;” Μα τι πατάς, ξέρω γω; Δηλαδή πρέπει να ξέρω και τι κινητό έχεις να σου πω τι πατάς; Μάθε τι πατάς και μετά έλα. Δηλαδή, λυπηθείτε με.

Info:

ΘΕΑΤΡΟ ΒΡΑΧΩΝ, Πέμπτη 6 Ιουνίου, Ηλεκτρονική Αγορά Εισιτηρίων ΕΔΩ

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα