Ασφαλιστικό: Κατατέθηκε το νομοσχέδιο – Τι αλλάζει για συνταξιούχους και ασφαλισμένους
Τι προβλέπει το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο που έρχεται προς ψήφιση στη Βουλή. Τα ποσοστά αναπλήρωσης και οι νέες εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών.
- 17 Φεβρουαρίου 2020 17:40
Αλλαγές σε ποσοστά αναπλήρωσης εισφορές ελευθέρων επαγγελματιών μικτά εισοδήματα αναδρομικές αυξήσεις για κύριες και επικουρικές και μόνιμο μηχανισμό στήριξης φέρνει ο νόμος για το ασφαλιστικό. Ο νόμος εντάχθηκε τη Δευτέρα για συζήτηση στις επιτροπές και την Τετάρτη θα ξεκινήσει η συζήτηση του στην ολομέλεια.
Το νομοθέτημα εισάγεται στην Βουλή μαζί με την αναλογιστική μελέτη η οποία καταλήγει ότι με τις νέες παρεμβάσεις το ασφαλιστικό είναι βιώσιμο μέχρι και το 2070.
Το νομοσχέδιο
Το κομμάτι των ποσοστών αναπλήρωσης διαμορφώνεται ανάλογα με τα έτη ασφάλισης ως εξής:
15 έτη: ποσοστό αναπλήρωσης 0,77%.
15,01 έτη έως 18 έτη: ποσοστό αναπλήρωσης 0,84%.
18,01 έως και 21 έτη: ποσοστό αναπλήρωσης 0,90%.
21,01 έως και 24 έτη: ποσοστό αναπλήρωσης 0,96%
24,01 έως και 27 έτη: ποσοστό αναπλήρωσης 1,03%.
Από 27,01 έως και 30 έτη: ποσοστό αναπλήρωσης 1,03%
Από 30,01 έως και 33 έτη: ποσοστό αναπλήρωσης 1,21%.
Από 33,01 έως 36 έτη: ποσοστό αναπλήρωσης 2,50% (έναντι 1,59%)
Από 36,01 έως 40 έτη: ποσοστό αναπλήρωσης 2,55% (έναντι 1,80%).
Από 40,01 και πάνω έτη: προσαυξάνεται κατά 0,5% ανά έτος.
Αυτό σημαίνει ότι στα 30 έτη ασφάλισης το ποσοστό αναπλήρωσης παραμένει 26,37% όπως ισχύει και σήμερα. Το πρώτο σκαλοπάτι διαμορφώνεται στα 30 χρόνια και μία ημέρα καθώς ο συντελεστής από 1,42% διαμορφώνεται στο 1,98%. Το δεύτερο στα 33 έτη καθώς το ποσοστό αναπλήρωσης από 30,63% με το νόμο Κατρούγκαλου θα φτάσει τα 32,31%, ενώ στα 35 έτη θα διαμορφωθεί 37,31% από 33,81% σήμερα.
Στα 36 έτη ασφάλισης το ποσοστό αναπλήρωσης σήμερα είναι 35,40%, ενώ με το σχέδιο νόμου θα φτάσει 39,81% . Τέλος στα 40 έτη το ποσοστό αναπλήρωσης αγγίζει το 50,1% από 42.80% σήμερα. Οι πλέον κερδισμένοι του νέου συστήματος συγκριτικά με τον νόμο Κατρούγκαλου είναι όσοι αποχωρούν με 40ετία ασφάλισης και πληρωμένων εισφορών.Στα 40 χρόνια κορυφώνονται τα «κέρδη» συγκριτικά με τα τους σημερινούς συντελεστές. Μετά τα 40 έτη , το ποσοστό θα προσαυξάνεται κατά 0.5% κάθε έτος.
Κύριες συντάξεις
Από την 1.10.2019 οι συντάξεις που έχουν ήδη υπολογισθεί ή και καταβληθεί ή εκκρεμεί ο υπολογισμός τους αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης. Στις αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί μέχρι και την 30ή Σεπτεμβρίου του 2019 το ποσό της σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού της σύνταξης που θα απονεμόταν κατά το προϊσχύον καθεστώς. Η διαφορά καταβάλλεται στο δικαιούχο.
Οι επανυπολογισθείσες κύριες συντάξεις που εκδόθηκαν σύμφωνα με τον νόμο Κατρούγκαλου υπολογίζονται και πάλι από 1.10.2019 με βάση τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης. Σε περίπτωση που το καταβαλλόμενο ποσό είναι μεγαλύτερο από εκείνο του νέου υπολογισμού, ο δικαιούχος εξακολουθεί να λαμβάνει το επιπλέον ποσό. Αν είναι μικρότερο, τότε η σύνταξη αυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της πρόσθετης διαφοράς για την περίοδο από 1η Οκτωβρίου 2019 έως 31η Δεκεμβρίου 2020 και ισόποσα κατ’ έτος έως την 31η Δεκεμβρίου 2024.
Επικουρικές
Οι επικουρικές συντάξεις που αφορούν αιτήσεις που είχαν υποβληθεί έως 31 Δεκεμβρίου 2014, συνεχίζουν να καταβάλλονται από 1η Οκτωβρίου 2019 στο ύψος του ποσού που είχαν διαμορφωθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις στις 31-12-2014.
Μείωση στις εισφορές
Το ασφαλιστικό φέρνει αλλαγές στο καθεστώς εισφορών μισθωτών και περίπου 1,5 εκατομμύριο ελευθέρων επαγγελματιών, αυτοαπασχολούμενων και αγροτών. Αυτές θα ισχύσουν από το 2020.
Συγκεκριμένα από 1ης Ιουνίου 2020 στις περιπτώσεις πλήρους απασχόλησης οι ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών μειώνονται κατά 0,90 μονάδες ως ακολούθως:
Κατά 0,75 ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλίστρων υπέρ κλάδου ανεργίας. Η μείωση επιμερίζεται κατά 0,48 πμ στο ασφάλιστρο του εργοδότη και κατά 0,27 πμ στο ασφάλιστρο του εργαζομένου.
Το συνολικό ασφάλιστρο υπέρ ανεργίας διαμορφώνεται σε 4,25 ποσοστιαίες μονάδες και κατανέμεται 2,69 ποσοστιαίες μονάδες στον εργοδότη και 1,56 μονάδες στον εργαζόμενο.
Κατά 0,15 ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλίστρων υπέρ του Ενιαίου Λογαριασμού για την εφαρμογή Κοινωνικών Πολιτικών (ΕΛΕΚΠ).
Συμπληρωματική χρηματοδότηση ασφαλιστικού συστήματος
Ελεύθεροι επαγγελματίες
Οι εισφορές κύριας ασφάλισης των ελευθέρων επαγγελματιών, οι ασφαλιστικές κατηγορίες αναδιαμορφώνονται ως εξής:
1η κατηγορία: 155 ευρώ
2η κατηγορία: 186 ευρώ
3η κατηγορία: 236 ευρώ
4η κατηγορία: 297 ευρώ
5η κατηγορία: 369 ευρώ
6η κατηγορία: 500 ευρώ.
Οι εισφορές υγείας ανέρχονται στα 55 ευρώ για την 1η κατηγορία και στα 66 ευρώ για τη 2η έως 6η κατηγορία.
Εντός δυο μηνών από την ψήφιση του νόμου, δηλαδή περίπου μέχρι τα μέσα Απριλίου, πρέπει οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι – ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι και αγρότες – να επιλέξουν την ασφαλιστική κατηγορία στην οποία επιθυμούν να υπαχθούν για το 2020.
Όσοι δεν επιλέξουν με αίτησή τους την ένταξή τους σε κάποια κατηγορία θα ενταχθούν υποχρεωτικά στην πρώτη και κατώτατη. Από 1-1-2020 θεσπίζεται ειδική ασφαλιστική κατηγορία για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, της οποίας το ποσόν της μηνιαίας εισφοράς αντιστοιχεί σε 93 ευρώ. Στην ειδική κατηγορία κατατάσσονται οι νέοι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοτελώς απασχολούμενοι για 5 έτη από την έναρξη ασκήσεως του επαγγέλματος κατόπιν αιτήσεώς τους. Από 1-1-2023 τα προαναφερθέντα ποσά των ασφαλιστικών κατηγοριών προσαυξάνονται κατ’ έτος με διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, με βάση συντελεστή που προκύπτει από το άθροισμα του ετήσιου ποσοστού μεταβολής του ΑΕΠ συν το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου έτους διαιρούμενου δια του 2.
Μικτά εισοδήματα (μισθωτοί με μπλοκάκι)
Οι ασφαλισμένοι του ΕΦΚΑ οι οποίοι ασκούν παράλληλα δύο ή περισσότερες επαγγελματικές δραστηριότητες, μισθωτού ή αυτοτελώς απασχολούμενου ή ελεύθερου επαγγελματία επάγγελμα ή επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ καταβάλλουν για κάθε ασκούμενη επαγγελματική δραστηριότητα τις προβλεπόμενες νέες ασφαλιστικές εισφορές.
Στις περιπτώσεις που πραγματοποιούνται παράλληλα περισσότερες της μίας μισθωτές απασχολήσεις, καταβάλλονται για κάθε μισθωτή απασχόληση, οι εισφορές που προβλέπονται κατά περίπτωση και έως του ανωτάτου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών. Ως προς την εργοδοτική εισφορά το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών εφαρμόζεται χωριστά για κάθε εργοδότη.
Στις περιπτώσεις μισθωτής απασχόλησης ή απασχολούμενων με έμμισθη εντολή που παράλληλα αυτοαπασχολούνται ή ασκούν ελεύθερο επάγγελμα ή επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ καταβάλλεται υποχρεωτικά η νέα προβλεπόμενη ασφαλιστική εισφορά.
Η εν λόγω εισφορά δεν είναι δυνατόν να υπολείπεται του ποσού της εισφοράς της δεύτερης ασφαλιστικής κατηγορίας συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς για την ασφάλιση ασθενείας. Eάν υπολείπεται του ποσού της δεύτερης ασφαλιστικής κατηγορίας καταβάλλεται η διαφορά από τον ασφαλισμένο.
Ειδικά για τους νέους αυτοτελώς απασχολούμενους ή ελεύθερους επαγγελματίες η ανωτέρω εισφορά δεν δύναται να υπολείπεται της πρώτης ασφαλιστικής κατηγορίας, συμπεριλαμβανομένης της για την ασφάλιση ασθενείας, για 5 έτη από την έναρξη ασκήσεως του επαγγέλματος κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως.
Για όσους μισθωτούς και αυτοτελώς απασχολούμενους ή ελεύθερους επαγγελματίες ή απασχολούμενους σε επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ επιλέγουν προαιρετικά την καταβολή υψηλότερης εισφοράς της δεύτερης ασφαλιστικής κατηγορίας, αυτοτελώς απασχολούμενου ή ελεύθερου επαγγελματία ή απασχολούμενου σε επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ, ή της πρώτης ασφαλιστικής κατηγορίας για τους νέους επαγγελματίες, καταβάλλονται οι προβλεπόμενες εισφορές συμπεριλαμβανομένης και της εισφοράς για την ασφάλιση ασθενείας.
Μισθωτοί που παράλληλα αμείβονται με δελτία παροχής υπηρεσιών από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο παρέχουν μισθωτή εργασία ή σε συνδεδεμένα με αυτά πρόσωπα εφαρμόζονται αναλογικά ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς. Οι παραπάνω ασφαλισμένοι για υγειονομική περίθαλψη υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του φορέα, κλάδου ή τομέα που εντάχθηκαν στον ΕΦΚΑ με την ιδιότητα του μισθωτού.
Ασφαλισμένοι ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, για τους οποίους προέκυπτε βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως αυτές ίσχυαν έως την έναρξη του παρόντος για κάθε φορέα, τομέα, κλάδου ή λογαριασμό που εντάχθηκε στον Ε.Φ.Κ.Α., υποχρεωτική ασφάλιση σε δύο ή περισσότερους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς για την αυτή απασχόληση, καταβάλλουν τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές.
Οι παλαιοί ασφαλισμένοι κατά την έννοια των διατάξεων του ν.2084/1992, μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εξακολουθούν να έχουν προαιρετικά το δικαίωμα καταβολής δεύτερης εισφοράς στον Ε.Φ.Κ.Α., κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης. Στην περίπτωση αυτή καταβάλλουν το συνολικό ποσοστό εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται αντίστοιχα για την υγειονομική περίθαλψη, την επικουρική ασφάλιση και την εφάπαξ παροχή.
Στους ασφαλισμένους που αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε έως δύο φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εφαρμόζονται αναλογικά, ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς, οι διατάξεις που αφορούν τους μισθωτούς.
Μόνιμος μηχανισμός στήριξης
Τέλος, ο νέος ασφαλιστικός νόμος προβλέπει ένα μόνιμο μηχανισμό στήριξης των χαμηλοσυνταξιούχων Συγκεκριμένα στο νόμο αναφέρεται πως από 1/1/2020 στον ετήσιο κοινωνικό προϋπολογισμό εγγράφεται δαπάνη ύψους 0,5% του ΑΕΠ, από την οποία καλύπτεται κατά πρώτον η δαπάνη που δημιουργείται ετησίως σε εφαρμογή των με αριθ. 1890/2019 και 1891/2019 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και κατά δεύτερον η δαπάνη εφάπαξ παροχής, η οποία καταβάλλεται το Δεκέμβριο εκάστου έτους σε δικαιούχους σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου, σε δικαιούχους προσυνταξιοδοτικής παροχής, επιδομάτων σύνταξης με αιτία την αναπηρία και ανασφάλιστους υπερήλικες των άρθρων 1 έως 3 του ν. 1296/1982 (Α’ 128), της περίπτωσης 5 της υποπαραγράφου ΙΑ.6 της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α’ 222) και του άρθρου 93 του ν. 4387/2016 (Α’ 85). Η δαπάνη της εφάπαξ παροχής χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Για το έτος 2020 η δαπάνη της παραγράφου 1 καλύπτεται από τις ήδη εγγεγραμμένες πιστώσεις του κοινωνικού προϋπολογισμού. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Οικονομικών λαμβάνοντας υπόψη τις αναλογιστικές προβολές, τα στοιχεία εκτέλεσης του κοινωνικού προϋπολογισμού και τους ετήσιους δημοσιονομικούς στόχους, καθορίζεται ετησίως το ποσόν που διατίθεται για την εφάπαξ παροχή, προσδιορίζονται τα κριτήρια απονομής, ο φορέας και η διαδικασία καταβολής, το ύψος της εφάπαξ παροχής ανά κατηγορία δικαιούχων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.
Η εφάπαξ παροχή είναι ακατάσχετη στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης, δεν δεσμεύεται και δεν συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη προς τη φορολογική διοίκηση και το Δημόσιο εν γένει, τους Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού και τα νομικά πρόσωπα αυτών, τα ασφαλιστικά ταμεία και τα πιστωτικά ιδρύματα και υπόκειται στις κατά νόμο προβλεπόμενες κρατήσεις.
Το σχέδιο νόμου όπως κατατέθηκε: