Δάφνη: Η απολογία του 40χρονου γυναικοκτόνου – “Την άκουσα να με απατάει”
“Δεν ήξερα τι έκανα, θόλωσα!” υποστήριξε στον ανακριτή ο 40χρονος καθ’ ομολογία δολοφόνος της 31χρονης συζύγου του μέσα στο διαμέρισμα τους στη Δάφνη. Αρνείται ότι είχε πρόθεση να τη σκοτώσει.
- 03 Αυγούστου 2021 18:53
Τη δικαιολογία ότι “θόλωσε” και δεν ήξερε τί έκανε προέταξε στον ανακριτή ο 40χρονος που σκότωσε τη σύζυγό του στο διαμέρισμα τους στη Δάφνη. Ο καθ’ ομολογία δολοφόνος, ο οποίος έχει κριθεί προσωρινά κρατούμενος, αποδέχθηκε μεν την πράξη του, ωστόσο επέρριψε ευθύνες στο 31χρονο θύμα, υποστηρίζοντας ότι τον απατούσε.
Στο απολογητικό του υπόμνημα, που αριθμεί 8 σελίδες, ο κατηγορούμενος επιβεβαίωσε όσα ανέφερε κατά την προανακριτική του απολογία χωρίς την παρουσία συνήγορου υπεράσπισης. Παράλληλα, αρνήθηκε ότι είναι ζηλόφθονος και ότι υπήρξε δράστης ενδοοικογενειακής βίας, ισχυριζόμενος πως οι καταθέσεις των γειτόνων του γύρω από το ζήτημα είναι αντιφατικές.
“Θέλω να τονίσω πως είμαι συντετριμένος, «διαλυμένος» ψυχικά και μετανιωμένος γι’ αυτό που έπραξα, από το επόμενο κιόλας δευτερόλεπτο, δι’ ον λόγο και εμφανίστηκα στο κατά τόπον αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα, όπου εξιστόρησα με κάθε λεπτομέρεια τι είχε συμβεί. Απολογούμαι όχι μόνο στην υμέτερη αρχή Σας, αλλά κυρίως στους γονείς της συζύγου μου και κυρίως το μοναχοπαίδι μας” επισημαίνεται στο υπόμνημα.
“Αισθανόμουν ζάλη”
Ο 40χρονος επιχειρώντας να καταδείξει ότι ενήργησε εν βρασμώ, τόνισε στον ανακριτή ότι δεν σκεφτόταν λογικά: “Δεν έπρεπε να ενεργήσω έτσι. Δεν ήξερα τι έκανα, θόλωσα! Άκουγα τις καταγραφές όπου αποτυπώνονται οι εξωσυζυγικές ερωτικές πράξεις της συζύγου μου, όχι απλώς στην κατοικία μας αλλά στο δωμάτιο του παιδιού μας και προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω, χωρίς να μπορώ, τι είχε συμβεί. Το άκουγα και αισθανόμουν μια ζάλη, ότι είχα αρχίσει να τρελαίνομαι, χωρίς να μπορώ να το περιγράψω ακριβώς με λόγια”.
Ουσιαστικά, στην απολογία του ο κατηγορούμενος υποστήριξε πως η σύζυγος του διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση, προσκομίζοντας στον ανακριτή ένα stick USB με συνομιλίες της συζύγου του με τρίτο πρόσωπο, στιος οποίες- σύμφωνα με τον ίδιο- αποδεικνύονται οι ισχυρισμοί του περί ερωτικών σχέσεων της γυναίκας του.
Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτά που άκουσε τον έφτασαν στο φόνο: “Ό,τι έκανα το έκανα γιατί γυρνούσα στο μυαλό μου αυτή η συνομιλία. Δεν μπορούσα να αντέξω τη γυναίκα που αγαπούσα έκανε αυτά που έκανε μέσα στο σπίτι μας. Μακάρι να γυρνούσα το χρόνο πίσω, να ξανά σκεφτώ αυτά τα 10 λεπτά”.
Αν και δεν ζητά να του οριστούν περιοριστικοί όροι, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι δεν επρόκειτο να μην προφυλακιστεί, ο κατηγορούμενος προτάσσει την υπερασπιστική γραμμή του μετανοημένου δράστη, ο οποίος -κατά το “δόγμα Μπαλάσκα”- έσπευσε να παραδοθεί.
“Όσο και αν είμαι μετανιωμένος, συντετριμένος, πρωτίστως για την σύζυγό μου, την οποία αγαπούσα το οποίο γνώριζαν όλοι και οι δύο οι γονείς της και για το παιδί μου, αλλά και την οικογένειά μου και την οικογένειά της, γνωρίζω ότι δεν υπάρχουν πολλές επιλογές και γι’ αυτό παρέλκει οποιαδήποτε αναφορά στις προϋποθέσεις επιβολής περιοριστικών όρων. Μετανιώνω όμως, και εμφανίστηκα στο οικείο αστυνομικό τμήμα αμέσως μετά την πράξη μου και χωρίς καν να διανοηθώ είτε να αποπροσανατολίσω τις αρχές είτε να ασκήσω τα δικονομικά μου δικαιώματα, κατέθεσα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν αλλάζω ούτε με το παρόν απολογητικό υπόμνημα” υποστηρίζει και προσθέτει ότι πριν το έγκλημα είχε προηγηθεί καβγάς μεταξύ του ζευγαριού.
Αναφέρει: “Με τη σύζυγό μου διαπληκτίστηκαμε πριν την σκοτώσω και δεν την αιφνίδια στον ύπνο. Αυτό προκύπτει τόσο από την ώρα που έλαβαν χώρα στο συμβάν όσο και από τα ρούχα που φορούσε αλλά και από το γεγονός ότι μου επιτέθηκε στην μύτη και στην αριστερή πλευρά του σώματος μου, όταν με χτύπησε και με γρατζούνισε. Τούτο προκύπτει τόσο από την εμφάνιση μου ενώπιον σας όσο και από σχετικές φωτογραφίες που προσκομίζω”.
Οι “συνεχείς καβγάδες”
Ήδη από την προανάκριση ο κατηγορούμενος είχε υποστηρίξει ότι πριν από ενάμιση περίπου μήνα η συμπεριφορά της συζύγου του άλλαξε και του είχε ζητήσει να χωρίσουν. Ο ίδιος σταδιακά κατάλαβε πως υπήρχε μία διαφορά στη συμπεριφορά της 31χρονης η οποία μιλούσε συνεχώς στο κινητό της και σε εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης, πράγμα για το οποίο τσακωνόντουσαν συνεχώς.
“Την 11η Ιουλίου 1000 2021 μαλώσαμε πολύ άσχημα. Εγώ μόλις είχα γυρίσει από το δουλειά με το παιδί και όταν μπήκα στο σπίτι εκείνη ήταν στο υπνοδωμάτιο του παιδιού με κλειδωμένη πόρτα. Τη ρώτησα για ποιο λόγο το κάνει αυτό και εκείνη μου αποκρίθηκε “ότι θέλω θα κάνω, δεν δίνω λογαριασμό σε κανέναν”. Κατά τον διαπληκτισμό της αυτή του φώναξε “είσαι άχρηστος, δεν είσαι άντρας, είσαι γυναικούλα, κρύβεσαι πίσω από τον μπαμπά και τη μαμά” ενώ κινήθηκε επιθετικά προς το μέρος μου. Εγώ την έσπρωξα προς του εσωτερικό του δωματίου και έπεσε στο πάτωμα. Εκνευρίστηκε, σηκώθηκε και στο διάδρομο με χτύπησε στο πρόσωπο, το οποίο στη συνέχεια έπραξα και εγώ”.
Χρειάστηκε να παρέμβει ο γιος τους, όπως λέει, προκειμένου να ηρεμήσουν τα πνεύματα, ωστόσο κατά τον κατηγορούμενο, μετά από πέντε μέρες εκείνη του επιτέθηκε ξανά. Στη συνέχεια, ο ίδιος με συμβουλή ιδιωτικού ντετέκτιβ τοποθέτησε μηχάνημα καταγραφής φωνή στο δωμάτιο του παιδιού του, ώστε να παρακολουθεί τις συζητήσεις που έκανε η γυναίκα του όταν εκείνος έλειπε. Από τις συνομιλίες, σύμφωνα με το υπόμνημα, κατάλαβε ότι η γυναίκα του διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση, καθώς και ότι εκείνη δαπανούσε χρήματα για να αγοράζει δώρα για τον φίλο της.
Το φονικό
Την ημέρα της δολοφονίας εκείνος ξύπνησε πιο νωρίς αλλά συνέχισε να σκέφτεται την πρώτη συνομιλία που είχε ακούσει.
Θα πει: “Γύρισε το μυαλό με αυτά που είχα ακούσει. Πήγα στην κουζίνα, πήρα ένα μαχαίρι από το συρτάρι μεγάλο καφέ και πήγα προς το δωμάτιο του γιου μας. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη καθώς άκουσα τη συμβουλή του πεθερού μου και 15 μέρες πριν είχα αφαιρέσει τα κλειδιά από την πόρτα της για να μην κλειδώνεται μέσα. Όταν πήρα το μαχαίρι με το δεξί χέρι μπήκα στο δωμάτιο της, εκείνη κοιμόταν ανάσκελα και απευθείας όρμηξα πάνω της, ξάπλωσα πάνω της και την κάρφωσα με τη μύτη του μαχαιριού μία φορά στο λαιμό. Εκείνη τότε ξύπνησε άρχισε να φωνάζει “πεθαίνω”, με το αριστερό χέρι της έκλεισα το στόμα. Έτσι όπως είχα το χέρι μου στο στόμα, ο αριστερός μου αντίχειρας μπήκε στο σώμα της και εκείνη με δάγκωσε. Τότε τράβηξα προς τα έξω το μαχαίρι και την κάποιος άλλη μία φορά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ξανά έβγαλα το μαχαίρι, το άφησα αριστερά από το κεφάλι της και με τα δύο μου χέρια της έκλεισα το στόμα γιατί φώναζε. Μετά από περίπου 1 λεπτό εκείνη σταμάτησε να αντιστέκεται και να φωνάζει. Σηκώθηκα, πήγα στο μπάνιο γιατί ήμουν γεμάτος αίματα. Φορούσε μια κοντομάνικη μπλούζα με ρίγες, την έβγαλα και την πέταξα στο καλάθι με τα άπλυτα. Ξέπλυνα στο νιπτήρα τα χέρια μου και το πρόσωπο, φόρεσα τα ρούχα που φοράω τώρα και έκλεισα την πόρτα του δωματίου”.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις