Διαγραφή δανείου και δικαίωση εγγυήτριας λόγω απειρίας και ηλικίας
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο ακύρωσε δανειακή σύμβαση ως προς την εγγυήτρια, επικαλούμενο το νεαρό της ηλικίας της και την απειρία της σε τραπεζικές συναλλαγές. Η απόφαση καταδεικνύει τον τρόπο που «μοίραζαν» καταναλωτικά δάνεια χωρις εγγυήσεις.
- 30 Ιανουαρίου 2019 07:17
Μία σημαντική απόφαση με την οποία δικαιώνεται εγγυήτρια δανείου, λόγω απειρίας στις τραπεζικές συναλλαγές συνδυαστικά με το νεαρό της ηλικίας της, εξέδωσε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθήνας. Η κοπέλα, ηλικίας 23 ετών, ακολουθώντας και τις παραινέσεις της υπαλλήλου που εξέδωσε το καταναλωτικό δάνειο, ύψους 14.000 ευρώ, είχε δεχθεί να βοηθήσει τον τότε σύντροφό της «μπαίνοντας» ως εγγυήτρια, ωστόσο εκείνος ποτέ δεν το αποπλήρωσε. Τελικά, δέκα χρόνια μετά βρέθηκε να χρωστάει 35.000 ευρώ, τα οποία «ακύρωσε» η ελληνική Δικαιοσύνη, αποδεχόμενη πως η εγγυήτρια ήταν «ανυπεράσπιστη» και «εξωθήθηκε στην υπογραφή».
Με την υπ’ αριθμ. 184/2019 απόφαση, το δικαστήριο ακύρωσε το καταναλωτικό δάνειο ως προς την εγγυήτρια, χαρακτηρίζοντάς το αισχροκερδές και καταπλεονεκτικό. Όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της, η εγγυήτρια «δεν μπορεί να αφεθεί ανυπεράσπιστη ως το πλέον αδύναμο μέρος της σύμβασης πίστωσης, στο έλεος των συμφερόντων και των αποφάσεων των άλλων συμβαλλομένων», αφού «εξωθήθηκε στην υπογραφή χωρίς αντίστοιχη παροχή – ωφέλεια για την ίδια, με εκμετάλλευση της κουφότητας και της απειρίας της από την τράπεζα αλλά και τον πρωτοφειλέτη, οι οποίοι πέτυχαν τη λήψη ωφελημάτων για λογαριασμό τους και μόνο από την εκταμίευση και χρήση του δανείου». Επίσης, «αποδείχθηκε ότι οι οικονομικές δυνάμεις της ενάγουσας δεν δικαιολογούσαν την ανάληψη τέτοιας υποχρέωσης με ελεύθερη βούληση και συνείδηση των πράξεων της».
Το Πολυμελές Πρωτοδικείου έκανε δεκτή την αγωγή της ενάγουσας εγγυήτριας κατά της τράπεζας, υπάλληλος της οποίας -σύμφωνα με την απόφαση- εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι ήταν 23 ετών, δίχως εμπειρία στον τραπεζικό δανεισμό, αποσπώντας της την υπογραφή της. Η ενάγουσα, όπως αναφέρεται, ωθήθηκε στην υπογραφή της σύμβασης παρασυρόμενη από τις διαβεβαιώσεις της υπαλλήλου ότι πρόκειται για μια απλή και τυπική υπογραφή, «χωρίς να αντιλαμβάνεται τη σημασία και το μέγεθος της ευθύνης που συνεπάγεται η πράξη της». Κι αυτό γιατί η εγγυήτρια ήταν, εκτός από 23 ετών, «παντελώς άπειρη με τις τραπεζικές συναλλαγές, αφού δεν είχε ποτέ δανειοδοτηθεί έως τότε από κάποιο πιστωτικό ίδρυμα ούτε είχε κάποιαοφειλή προς οιονδήποτε πιστωτικό ή άλλο φορέα, γεγονός για το οποίο ενημέρωσε την υπάλληλο και χωρίς να διαθέτει ιδιαίτερη πανεπιστημιακή μόρφωση, αφού ήταν απόφοιτος λυκείου και εργαζόταν ως γραμματέας σε εταιρία, συμβλήθηκε ως εγγυήτρια στη δανειακή σύμβαση που καταρτίστηκε δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε στο σύντροφό της καταναλωτικό δάνειο ύψους 14.000 ευρώ».
«Μοίραζαν» δάνεια, χωρίς εγγυήσεις
Τη σημασία της επίμαχης δικαστικής κρίσης υπογραμμίζει στο news247 ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εγγυήτριας, Γιώργος Πουλής, ο οποίος δηλώνει σχετικά: «Η απόφαση αυτή όχι μόνο δικαιώνει μια νέα και άπειρη κοπέλα, μόλις 23 ετών κατά τη σύναψη του δανείου, την οποία παρέσυρε δανειολήπτης και πρώην σύντροφός της ώστε να υπογράψει ως εγγυήτρια την ίδια στιγμή που η τράπεζα δεν της παρείχε την απαραίτητη καθοδήγηση και προστασία, αλλά κυρίως καταδεικνύει τον τρόπο που «μοίραζαν» δάνεια οι τράπεζες και οι θυγατρικές τους εταιρίες, παραποιώντας στοιχεία και παρουσιάζοντας σε ανυποψίαστους και άπειρους συναλλασόμενους το ζήτημα της ευθύνης του εγγυητή ως κάτι δήθεν «τυπικό». Το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας ανοίγει το δρόμο για χιλιάδες αντίστοιχες περιπτώσεις εγγυητών ή ακόμα και δανειοληπτών που έπεσαν θύματα της τραπεζικής εκμετάλλευσης να διεκδικήσουν την δικαστική ακύρωση των δανειακών τους συμβάσεων».
Κομβικό για την κρίση του δικαστηρίου ήταν ο τρόπος με τον οποίο η συγκεκριμένη υπάλληλος και φίλη, όπως προέκυψε, του δανειολήπτη εν έτει 2008 χειρίστηκε το επίμαχο δάνειο. Σύμφωνα με την απόφαση, η ίδια τον ενημέρωσε ότι το δάνειο θα εγκρινόταν αμέσως αν κάποιο τρίτο πρόσωπο συμβαλλόταν ως εγγυητής στην κατάρτιση του και πρότεινε στην ενάγουσα να υπογράψει ως εγγυήτρια στο δάνειο του συντρόφου της, επισημαίνοντας ότι «πρόκειται για μια εντελώς τυπική διαδικασία που θα διευκόλυνε την έγκρισή του από τα κεντρικά», ενώ παράλληλα τη διαβεβαίωσε ότι δεν έχει να φοβάται τίποτα, εφόσον ο δανειολήπτης θα πλήρωνε το δάνειο, εξανεμίζοντας τις όποιες επιφυλάξεις είχε η τελευταία για την ανάμιξή της στη δανειακή σύμβαση του τότε συντρόφου της. Τέλος, κατά το δικαστήριο, η υπάλληλος «έθεσε θετική απάντηση στις ερωτήσεις αν η εγγυήτρια διαθέτει οικόπεδα, κτίρια, αυτοκίνητο και άλλα, ενώ η τελευταία δεν διέθετε τίποτα από αυτά» και συγχρόνως «καταχώρισε αρνητική απάντηση στις ερωτήσεις αν ο δανειολήπτης είχε οφειλές από άλλο δάνειο, ενώ σκοπός του ληφθέντος δανείου ήταν η αποπληρωμή άλλων οφειλών σε τραπεζικά ιδρύματα».
Λίγους μήνες μετά τη σύναψης του καταναλωτικού δανείου, το ζευγάρι χώρισε και η κοπέλα δεν είχε καμία ενημέρωση για το δάνειο ούτε από την τράπεζα ούτε από τον πρώην σύντροφό της. Οκτώ χρόνια αργότερα, όπως επισημαίνεται, εταιρία ενημέρωσης οφειλετών την όχλησε τηλεφωνικώς εμημερώνοντας την ότι υπάρχει σε βάρος της απαίτηση περίπου 35.000 ευρώ από το δάνειο, στο οποίο ήταν εγγυήτρια και το οποίο σταμάτησε να εξυπηρετείται -όπως η τραπεζα είπε- σχεδόν αμέσως μετά την εκταμίευση του ποσού από τον πρώην σύντροφό της.