Vor V Zakone: Τις 100 έφτασαν οι κλοπές και ληστείες σε σπίτια
Σε συνέχεια των ερευνών, που αφορούν την εξάρθρωση εγκληματικού δικτύου της Γεωργιανής Μαφίας, τα μέλη του οποίας διέπρατταν κλοπές και ληστείες, σε σπίτια, προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι εμπλέκονται σε επιπλέον 29 περιπτώσεις διακεκριμένων περιπτώσεων κλοπών από οικίες και σε μία περίπτωση ληστείας, φτάνοντας έτσι τις 100 εξιχνιασμένες περιπτώσεις
- 22 Νοεμβρίου 2018 22:15
Ακόμα περιπτώσεις θυμάτων ταυτοποιούν οι άντρες της Ασφάλειας Βορειονατολικής Αττικής από την διαβόητη εγκληματική οργάνωση της Γεωργιανής Μαφίας «Vor V Zakone» που εξαρθρώθηκε τον περασμένο Μάιο.
Σε συνέχεια των ερευνών, που αφορούν την εξάρθρωση του εγκληματικού δικτύου, προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι εμπλέκονται σε επιπλέον 29 περιπτώσεις διακεκριμένων περιπτώσεων κλοπών από οικίες και σε μία περίπτωση ληστείας, φτάνοντας έτσι τις 100 εξιχνιασμένες περιπτώσεις σε διάφορες περιοχές της Αττικής και κυρίως της Βορειοανατολικής Αττικής.
Σημειώνεται ότι το κύκλωμα χρησιμοποιούσε ομοεθνείς τους αποκλειστικές νοσοκόμες και υπηρέτριες ως πληροφοριοδότες για τα σπίτια που στοχοποιούσαν, ενώ δρούσαν τουλάχιστον από το 2017.
Το κύριο χαρακτηριστικό του εγκληματικού αυτού δικτύου είναι ότι ήταν δομημένο και κατανεμημένο σε τέσσερις επιμέρους οργανώσεις, οι οποίες δρούσαν αυτοτελώς ή συνδυαστικά για την επίτευξη του σκοπού τους.
Ο απολογισμός της εκτεταμένης και οργανωμένης αστυνομικής επιχείρησης, που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο, σε πανελλαδικό επίπεδο, έφτασε τις 21 συλλήψεις μελών του κυκλώματος, εκ των οποίων 18 Γεωργιανοί, ένας Έλληνας, ένας Ιρακινός και ένας Βούλγαρος, ηλικιών από 24 έως 64 ετών.
Συγκατηγορούμενοι τους τυγχάνουν 22 ακόμα άτομα, 5 εκ των οποίων είναι έγκλειστα σε καταστήματα κράτησης της επικράτειας.
Κύρια χαρακτηριστικά των μελών ήταν η διατήρηση διαπροσωπικών σχέσεων και διασυνδέσεων μεταξύ των μελών καθώς και η διαρκή δράση και τήρηση δομής και ιεραρχίας, σύμφωνα με πρότυπα της γεωργιανής μαφίας (Vor V Zakone – Thief in law).
Το επιχειρησιακό σχέδιο που ακολουθούσαν τα μέλη της οργάνωσης
Κατά την παράνομη δράση τους τα μέλη των οργανώσεων σχημάτιζαν ομάδα 3-5 ατόμων, χρησιμοποιούσαν «επιχειρησιακά» οχήματα για να προσεγγίζουν τις οικίες, τις οποίες είχαν στοχοποιήσει και αφού ενεργούσαν διερευνητικές διαδρομές σε παρακείμενες οδούς, αποβίβαζαν τα άτομα που θα ενεργούσαν την κλοπή, ενώ οι υπόλοιποι αναλάμβαναν ρόλο παρατηρητή-«τσιλιαδόρου».
Ως προς την επιλογή των οικιών – στόχων συνήθως δρούσαν με κριτήρια το βαθμό δυσκολίας της διάρρηξης και την απουσία ενοίκων εντός των οικιών. Προκειμένου μάλιστα να εξακριβώσουν την απουσία των ενοίκων χτυπούσαν τα κουδούνια των διαμερισμάτων, ενώ για την είσοδο τους σε αρκετές περιπτώσεις προσποιούνταν τους πωλητές ή άλλους εργαζομένους.
Όπως προέκυψε η τέλεση των κλοπών λάμβανε χώρα κυρίως πρωινές-μεσημβρινές ώρες, κατά τις οποίες οι ένοικοι των οικιών βρίσκονταν στις εργασίες τους ή σε καθημερινές ενασχολήσεις.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι κομβικό ρόλο στην εγκληματική δραστηριότητα των ομάδων, φαίνεται να είχαν οι πληροφοριοδότριες των «επιχειρησιακών» μελών, οι οποίες εκμεταλλευόμενες το γεγονός απασχόλησής τους ως οικιακές βοηθοί ή αποκλειστικές νοσοκόμες σε υπερήλικα ή αναξιοπαθούντα άτομα, χορηγούσαν έναντι αμοιβής ευαίσθητες πληροφορίες (όπως για παράδειγμα την ύπαρξη χρηματικών ποσών και τιμαλφών εντός των οικιών κλπ.).
Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα δεν δίσταζαν να προμηθεύουν τα μέλη της οργάνωσής τους με καλούπια κλειδιών (από πλαστελίνη, σαπούνι κ.λπ.) ώστε με την αναπαραγωγή τους, οι δράστες να εισέρχονται άμεσα και χωρίς πρόβλημα στις οικίες που επιθυμούσαν να διαρρήξουν.
Μετά την τέλεση των αξιόποινων πράξεων τους, οι δράστες συνήθως παρέδιδαν τα κλοπιμαία σε κατ’ επάγγελμα κλεπταποδόχους, οι οποίοι έχοντας αναπτύξει «κατάλληλο δίκτυο πελατών», τα διέθεταν περαιτέρω, αποκομίζοντας με τον τρόπο αυτό παράνομα οικονομικά οφέλη.
Μάλιστα, είχαν εκ των προτέρων δημιουργήσει την υποδομή για την διάθεση της «λείας» τους (κοσμήματα, επώνυμα ρολόγια, χρυσές λίρες κλπ.), σε συγκεκριμένους κλεπταποδόχους, με τους οποίους είχαν αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης εξ αιτίας της μακρόχρονης «συνεργασίας» τους.
Με τον τρόπο αυτό, οι αυτουργοί των κλοπών κατείχαν για ελάχιστο μόνο χρονικό διάστημα, τα πειστήρια των εγκληματικών τους πράξεων, με συνέπεια σε περίπτωση τυχαίου αστυνομικού ελέγχου ή έρευνας να μην μπορούν να συνδεθούν άμεσα με αυτές και να αποδυναμώνεται δικονομικά η ποινική υπόθεση.
Τονίζεται ακόμα, ότι για να αποφύγουν τον εντοπισμό και τη σύλληψη τους από τις διωκτικές αρχές, τα μέλη της οργάνωσης άλλαζαν συχνά τα «επιχειρησιακά» τους οχήματα, τις οικίες στις οποίες διέμεναν, ενώ για τις μεταξύ τους επικοινωνίες χρησιμοποιούσαν τηλεφωνικές συνδέσεις «ghost phones».
Σε μία περίπτωση για να κλέψουν αυτοκίνητο που θα χρησιμοποιούσαν στις διαρρήξεις και τις ληστείες τους, ένας Γεωργιανός με απειλή όπλου ακινητοποίησε μία γυναίκα που επέβαινε μέσα στο αυτοκίνητό της επί της οδού Λένορμαν στον Κολωνό και μάλιστα μεσημεριανές ώρες και την απείλησε με το όπλο να κατέβει από το αυτοκίνητο και να του αφήσει τα κλειδιά.
Εκείνη αρνήθηκε επίμονα και παρά τις απειλές του ενόπλου ληστή και έτσι την ανάγκασε να οδηγήσει μέχρι την Κηφισιά, ευτυχώς δίχως να την πειράξει, όπου εκεί πλέον πείστηκε και κατέβηκε, αφήνοντας το αυτοκίνητό της μάρκας TOYOTA YARIS στον κακοποιό, ο οποίος το πήρε και εξαφανίστηκε αναπτύσσοντας ταχύτητα.
Επιπρόσθετα, προκειμένου να δυσχεραίνεται το έργο των διωκτικών αρχών, πολλές φορές στους κόλπους του δικτύου συμμετείχαν αλλοδαποί, οι οποίοι κατέφθαναν από το εξωτερικό επικαλούμενοι τουριστικούς λόγους και αφού διέπρατταν εγκληματικές πράξεις, στη συνέχεια επέστρεφαν στη χώρα καταγωγής τους. Τα έσοδα που αποκόμιζαν τα μέλη τους εγκληματικού δικτύου από την παράνομη δράση τα μετέφεραν μέσω εμβασμάτων, σε τράπεζες του εξωτερικού.