Τι θυμούνται οι καλλιτέχνες από τον Τζιμάκο

Τι θυμούνται οι καλλιτέχνες από τον Τζιμάκο
Τζίμης Πανούσης eurokinissi

Κραουνάκης, Σούσης, Παυλίδης , Κοντοβά, Δεληβοριάς μίλησαν στο News 24/7 για τον εκλιπόντα καλλιτέχνη

Έφυγε λοιπόν ο Τζιμάκος, του πρωτοποριακού στίχου και της ροκ, της καυστικής σάτιρας. Θα ξεπροβάλλει πάντα από κάπου η διονυσιακή του φυσιογνωμία να ρίχνει μια χλευαστική ματιά στη μικροαστική μας ύπαρξη.

Θα ελέγχει αν φτύσαμε αρκετά τους εαυτούς μας στον καθρέφτη και μετά θα δηλώνει ένας απλός συντηρητικός άνθρωπος . Μετά θα επιστρέφει στον άλλο εαυτό του πάλι και θα προειδοποιεί «Μην παίρνετε ναρκωτικά, δεν φτάνουν για όλους» ή «”Στην νέα τάξη πραγμάτων μην ξεχνάτε ότι τα πράγματα είμαστε εμείς.» ή «Γαμάτε γιατί χανόμαστε».. Μετά την είδηση του θανάτου του , τα social media γέμισαν συλλυπητήρια μηνύματα , τραγούδια και ατάκες του. Διαβάστε τι λένε στο News 24/7 για τον Τζιμάκο Κραουνάκης, Σούσης, Παυλίδης , Κοντοβά, Δεληβοριάς.

Σταμάτης Κραουνάκης

Μια φορά σε μια εκπομπή στα παλιό στούντιο της Κολούμπια , είχα παίξει στο πιάνο και είχε πει τον «Ευαίσθητο Ληστή»…αυτό. Δε θυμάμαι για που. Χτες στην πρόβα,  χτύπησε το κινητό. “θα μας πείτε δυο λόγια για τον κύριο Πανούση; Τι έγινε; Πέθανε. Ωωωωω!. ”Αυτός που μια ζωή ήταν κόντρα στο ρεύμα, στη σύγκρουση του με το Αιώνιο, ηττήθηκε; Μετά,  θυμήθηκα που τον πρωτοσυνάντησα αρχές του ‘ 80, σε έναν όροφο τσιμεντένιο , στη Μεσογείων, κι είχα τόση χαρά που υπάρχει αυτός ο Άναρχος Κλόουν. Και μετά η Ιστορία με τον Νταλάρα. Εγώ σώπασα τον ανέλαβε Εκείνος.

Τώρα που εκτινάχτηκε αυτή η Ψυχή, να πούμε λίγα , για να πάρει ανάσα, να φύγει με γκάζια , γρήγορα ψηλά,  σαν κόκκινη μπάλα.

Τον νόμιζα αθάνατο. Οι άνθρωποι που όσο κι αν μεγαλώνουνε διακρίνεται το παιδί στο πρόσωπο τους, ξεκάθαρα , ήταν … είναι  καλοί άνθρωποι. Δεν έχω άλλα.

Παύλος Παυλίδης

Θα είναι πάντα δίπλα μας αυτό το μεγάλο παιδί, που πέταγε τα παιχνίδια του με πάταγο στο πάτωμα και όταν σταματούσαμε να κλαίμε από τα γέλια,  βλέπαμε τον κόσμο σε καινούργια διάταξη. Ένας αληθινά χρήσιμος άνθρωπος και ταυτόχρονα το πιο σεμνό διακριτικό και ντροπαλό παιδί που γνώρισα ποτέ.

Ισαάκ Σούσης

Το γαμώτο με τον Δημήτρη Πανούση δεν είναι μόνο ο πρόωρος θάνατος του που μας πονά όλους, είναι ότι ο Τζιμάκος του τον άφησε αρκετά αναξιοποίητο, τον χαλάλισε άδικα ο ίδιος στην υποτιθέμενη διαδραστικότητα με το κοινό. Ποιο και πόσο κοινό όμως αντιλήφθηκε τον σκληρό πυρήνα της σκέψης του, αντί να χασκογελά και να χαβαλεδιάζει  απλά όντας εντελώς συνυπεύθυνο στα φαινόμενα που ο Πανούσης πραγματικά εμβάθυνε με τρομερή οξυδέρκεια πίσω από την τσουχτερή και οικοδομημένη με υλικά εκκεντρικότητας σάτυρά του.

Ο Πανούσης ενταγμένος στη μεγάλη παράδοση των σατυρικών ήταν όπως κατ΄επανάληψη δήλωνε ο ίδιος ένας συντηρητικός άνθρωπος. Γιατί μόνο τέτοιοι συντηρητικοί βλέπουν πρώτοι το ρήγμα στο οικοδόμημα , αυτοί πρώτοι τραβάνε τα μαλλιά τους για την αναντιστοιχία ανάμεσα στην καθημερινή μας ρητορική αρλούμπα και την τραγική πραγματικότητα. Ο Δημήτρης Πανούσης ήταν ολόκληρος «Ένα τραγούδι για τον χειμώνα” συνεπώς τώρα είναι ακριβώς η εποχή του. Να τον ακούσουμε λοιπόν.

Μυρτώ Κοντοβά

Εκείνη η πειρατική κασέτα που κυκλοφορούσε στο Α’ Καλλιθέας από χέρι σε χέρι είχε φτάσει κάποια στιγμή και στο δικό μου και χάρηκα τρομερά που ήμουν ανάμεσα στους εκλεκτούς, τους μυημένους, τους γαμάτους του σχολείου, αυτούς που ψιθύριζαν ντίσκο τσουτσούνι και γαμοσταυρίδια και όλους τους αυθάδεις στίχους των Μουσικών Ταξιαρχιών, άσχετα αν δεν έπαιρνα χαμπάρι τι σημαίνουν τουλάχιστον οι μισοί απ’ αυτούς. Μου έφτανε το κύμα που έσκαγε μέσα μου αφρίζοντας μαζί με τις κιθάρες, τους ήχους, τους στίχους και τη φωνή του Τζίμη Πανούση, μου έφτανε που άκουγα και ξανάκουγα τα απαγορευμένα τραγούδια με την ευδαιμονία του μύστη που επιτέλους, γνωρίζει κάτι παραπάνω από τους γονείς του. Βίβα λα ρεβουλουσιόν.

Όχι η ξενέρωτη, νοικοκυρεμένη επανάσταση του μπαμπά και της μαμάς όπως εκφραζόταν στα (μικροαστικά;) «κομουνιστικά γλέντια» της εποχής με ρετσίνες και αντάρτικα, αλλά η δική μας εξέγερση, η εξέγερση των ατρόμητων παιδιών, η φρέσκια, η μαθητική, η «πουτάνα όλα»,  η γεμάτη με βρισιές και με ολόγυμνες χοντρές και με σαρκασμό και με ένα αλλόκοτο σεξαπίλ και με μια βλάσφημη παραβατικότητα που έβγαζε τη γλωσσάρα της ακόμα και στα όσια και στα ιερά του οικογενειακού-ιδεολογικού Μανιφέστου. Δυστυχώς, η εξέγερση των ατρόμητων παιδιών πνίγηκε άρον άρον στα δάκρυα εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα που τραγουδούσα αφηρημένα αλλά δυνατά «έχει κολλήσει η επανάσταση βλεννόρροια, κομουνιστές την έχουν κλείσει σε φυτώρια…» χωρίς βεβαίως να ξέρω τι ακριβώς σημαίνει βλεννόρροια και τι εννοεί ο τραγουδιστής εκεί που λέει ότι οι κομουνιστές κλείσανε σε φυτώρια την επανάσταση. Υποψιαζόμουν βέβαια ότι εννοεί κάτι κακό αλλά πόσο φοβερά κακό ώστε να δικαιολογεί το ξανάστροφο αεροδυναμικό χαστούκι που έφαγα από τη μητέρα μου μέσα στα μούτρα και είδα πεταλούδες;

Εκατό χρόνια μετά, αυτό το χειμωνιάτικο απόγευμα, κάθομαι εδώ, στο πάτωμα του σαλονιού,  με τις εξεγέρσεις μου παρατημένες κάπου στου διαόλου τη μάνα και με την καρδιά μου βαριά κι ασήκωτη. Αυτοί που άθελά τους μέσα στα χρόνια με δίδαξαν να παθιάζομαι με κάτι, φεύγουν ένας ένας και πάνε στο καλό. Δεν υπάρχει «για πάντα» το ξέρω, αλλά είναι που δε σκέφτηκα ποτέ ότι θα’ ρθει η στιγμή που θα έγραφα για το θάνατο του Τζίμη Πανούση, αυτού του βαθιά μελαγχολικού, ποιητικού, σπουδαίου τραγουδοποιού, του ντροπαλού τύπου που ποτέ δε θεώρησα διασκεδαστή όσο κι αν ξεκαρδιζόμουν μαζί του στο Μετρό, το υπόγειο μαγαζί, εκεί όπου έστηνε το τσίρκο του, φανταζόταν την τέλεια ληστεία και έσκαβε το λάκκο με τα αστεία του. Λυπάμαι τόσο πολύ.

Φοίβος Δεληβοριάς

Θα αρκούσε η πρώτη φορά που σε είδα στο μαγικό ΜΕΤΡΟ, το χειμώνα του ‘90, για να σε έχω για πάντα μαζί μου, ένα αγκαθένιο χάδι στο κεφάλι μου. Ήσουν η εξέγερση μέσα σ’ ένα τσοντάδικο, η δευτέρα παρουσία μέσα στο κέντρο ενός μαφιόζου. Είχα την τύχη να σε δω από πολύ κοντά, να ξέρω την ντροπαλότητα και τη μελαγχολία, να ακούσω ατέλειωτους νυχτερινούς διαλόγους σου -όπως του Ηρώνδα- με τον Κακίση, να σε δω να κρατιέσαι από τον έρωτά σου στο Σινέ Ψυρρή, στο Iντεάλ, στον Οικονόμου. Ξέρω πόσο κουράστηκες και πόνεσες με διάφορα τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσα όμως και να μην ξέρω.

Μα να σε βλέπω κάθε φορά να κατεβαίνεις προς το μέρος μου, να ανοίγεις την τσάντα της μικροαστικής μου επιφύλαξης και να βγάζεις από μέσα το σκοτάδι μου-να βγω πιο φωτεινός, πιο ελεύθερος και πιο λυμένος στη λιπόθυμη πόλη που μας συνέδεσε. Τζιμάκο μου, αντίο, γύρω σου αυτή τη στιγμή συμβαίνει μια μεγάλη επανάσταση, λαϊκοί άνθρωποι βρίζουν τα θεία ψέλνοντας ένα τροπάριο, η Τίνα Σπάθη τραγουδάει τη Διεθνή και ένα σωρό βασανισμένοι φιλόσοφοι του 19ου αιώνα προχωράνε αγκαλιά με μπουλουκτσήδες κωμικούς σε ένα στενό όπως το κεντρικό της Αντιπάρου.

Κι εγώ είμ’ εδώ μαζί με τη γενιά μου ολόκληρη, θα βγούμε απόψε που είναι Σάββατο και θα σε συζητήσουμε. Και θα αναγνωρίζουμε ο ένας στον άλλον το αγκάθινο στεφάνι σου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα