Σοσιαλμανία στα συντρίμμια της Χούντας

Σοσιαλμανία στα συντρίμμια της Χούντας

Ο καθηγητής και πρώην υπουργός Γιώργος Αλογοσκούφης αναλύει την οικονομική πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή κατά τη Μεταπολίτευση (1974- 1980), αλλά και κατά την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του (1955- 1963)

Μετά τη κατάρρευση της δικτατορίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που ήταν εξόριστος στο Παρίσι από το 1963, εκλήθη να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας κάτω από τραγικές οικονομικές, πολιτικές και εθνικές συνθήκες. Σχηματίσθηκε κυβέρνηση εθνικής ενότητας για την αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων, και το Νοέμβριο έγιναν εκλογές, μετά το αποτέλεσμα των οποίων, ο Καραμανλής, που είχε ιδρύσει ένα νέο κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Η κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας σηματοδότησε το τέλος του διχασμού που είχε δημιουργήσει ο εμφύλιος και την απελευθέρωση και χειραφέτηση κοινωνικών ομάδων που είχαν παραμείνει καταπιεσμένες για τουλάχιστον ένα τέταρτο του αιώνα. Με τη μεταπολίτευση, βρήκαν διέξοδο οι κοινωνικές απαιτήσεις για ένα φιλελεύθερο πολιτικό σύστημα, για αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου και για προσέγγιση στην οικονομική οργάνωση και στον τρόπο ζωής των αναπτυγμένων χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Παράλληλα, βρήκαν διέξοδο και οι απαιτήσεις των μεσαίων και χαμηλότερων εισοδηματικά ομάδων για ένα κράτος που θα έπαιζε ενεργά το ρόλο του προστάτη και εγγυητή του βιοτικού επιπέδου τους. Οι κοινωνικές αυτές πιέσεις οδήγησαν γρήγορα σε αμφισβήτηση και τελικά σε ριζική αλλαγή πολύ μεγάλου μέρους του θεσμικού οικοδομήματος που χαρακτήριζε την εικοσιπενταετία πριν τη μεταπολίτευση.

Μετά από δημοψήφισμα, το πολίτευμα καθορίσθηκε ως Προεδρευομένη Δημοκρατία. Το 1974 ψηφίσθηκε νέο σύνταγμα, που, στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο, μικρή μόνο σχέση είχε με το Σύνταγμα του 1952. Νομιμοποιήθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ). Οι προτεραιότητες της δημοσιονομικής, εισοδηματικής, πιστωτικής και νομισματικής πολιτικής, ο ρόλος της ΓΣΕΕ και των συνδικάτων, όπως και ο χαρακτήρας και το εύρος της κρατικής οικονομικής δραστηριότητας άλλαξαν άρδην, καθώς, με πρωτοβουλίες του Καραμανλή, το αυταρχικό μετεμφυλιακό πολιτικό καθεστώς μετατράπηκε σε ένα από τα πιο φιλελεύθερα πολιτικά καθεστώτα της Ευρώπης και το κράτος ανέλαβε νέους οικονομικούς ρόλους.

Οι κρατικοποιήσεις της Μεταπολίτευσης

Τρεις είναι οι κύριοι άξονες γύρω από τους οποίους περιστράφηκε η οικονομική πολιτική της περιόδου 1975-1980. Η κοινωνική πίεση για αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου, η επικράτηση αντιλήψεων που συνέτειναν στην επέκταση της κρατικής οικονομικής δραστηριότητας και τέλος, η προετοιμασία για την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ).

Οι άξονες αυτοί επηρέασαν συγκεκριμένες επιλογές της οικονομικής πολιτικής, όπως για παράδειγμα η κρατικοποίηση του συγκροτήματος της Εμπορικής Τράπεζας και της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Ωστόσο, παρά τις επιλογές αυτές, που δικαιολογούνται από την κοινωνική πίεση για επέκταση του ρόλου του κράτους και τις απόψεις που επικρατούσαν και στην υπόλοιπη Ευρώπη στην περίοδο εκείνη, εως το 1981 η οικονομική πολιτική υπήρξε γενικά μετριοπαθής, και αποφεύχθηκαν οι ακρότητες που χαρακτήρισαν τη δεκαετία του 1980 και στις οποίες οφείλονται τα σημερινά μας προβλήματα.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προεδρεύει της συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου το 1974. Αρχείο Ιδρύματος "Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής"

Αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής της περιόδου εκείνης ήταν η ταχεία ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση του 1974, η διατήρηση της ανεργίας σε πολύ χαμηλά επίπεδα, η ταχεία αποκλιμάκωση του πληθωρισμού από το 25% που είχε φθάσει το 1974 στο 13,2% το 1978, καθώς και τα σημαντικά πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Επιπλέον, έως το 1981 το δημοσιονομικό έλλειμμα διατηρήθηκε σε χαμηλά επίπεδα, κάτω από το 3% του ΑΕΠ, ενώ υπήρξε σημαντική, αλλά όχι υπερβολική, βελτίωση των μισθών και των συντάξεων.

Ενώ το κύριο αποτέλεσμα της πολιτικής του Κωνσταντίνου Καραμανλή κατά της πρώτη οκταετία 1955-1963 ήταν η έξοδος της Ελλάδας από την οικονομική υπανάπτυξη, το κύριο αποτέλεσμα της πολιτικής του μετά τη μεταπολίτευση ήταν η έξοδος της Ελλάδας από την θεσμική υπανάπτυξη, με την εμβάθυνση των δημοκρατικών θεσμών και την ένταξη στην ΕΟΚ. Στο οικονομικό πεδίο, η κυριότερη συμβολή των κυβερνήσεων του ήταν η σταθεροποίηση και ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, τις υπερβολές των κυβερνήσεων της δικτατορίας και την πρωτόγνωρη ύφεση του 1974.

O Κωνσταντίνος Καραμανλής σε προεκλογική ομιλία στην Πάτρα το Νοέμβριο του 1974 Αρχείο Ιδρύματος "Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής"

Ωστόσο, η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση που ξέσπασε το 1979 οδήγησε την ελληνική οικονομία σε ένα νέο επεισόδιο στασιμοπληθωρισμού. Ο ρυθμός ανάπτυξης μειώθηκε από 7,2% το 1978, στο 3,3% το 1979, στο 0,7% το 1980, ενώ το 1981, μετά την αποχώρηση του Καραμανή από την πρωθυπουργία, υπήρξε και πάλι ύφεση. Ο πληθωρισμός σκαρφάλωσε από 13,2% το 1978, στο 22,5% το 1980 και στο 23,2% το 1981. Η ανεργία διπλασιάστηκε από το 1,9% του εργατικού δυναμικού το 1978, στο 4% το 1981. Τέλος, στο προεκλογικό 1981, το δημοσιονομικό έλλειμμα εκτοξεύθηκε στο 9% του ΑΕΠ, από μόλις 2,6% το 1980. Έτσι, τη χρονιά της ένταξης στην ΕΟΚ, το 1981, λόγω της διεθνούς πετρελαϊκής κρίσης, αλλά και του εκλογικού κύκλου, υπήρξε σημαντική αποσταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας. Αυτή συνετέλεσε στο εύρος της νίκης του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1981.

Η κατάσταση της ελληνική οικονομίας επιδεινώθηκε μετά το 1981 από τις πολιτικές που ακολούθησε η νέα τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Αντί σταθεροποίησης, όπως μετάξύ 1974 και 1978, είχαμε περαιτέρω αποσταθεροποίηση. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα μονιμοποίηθηκαν με αποτέλεσμα την έκρηξη του δημοσίου χρέους. Επιπλέον, δόθηκαν μισθολογικές αυξήσεις που δεν είχαν καμμία σχέση με την εξέλιξη της παραγωγικότητας, ενώ θεσμοθετήθηκε και η αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή (ΑΤΑ). Τέλος, «κοινωνικοποιήθηκαν» οι ζημιές των προβληματικών επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, αναβλήθηκε μεγάλο μέρος των μεγάλων έργων που είχαν προγραμματισθεί από τις κυβερνήσεις Καραμανλή για την βελτίωση των υποδομών της οικονομίας, και αυξήθηκε σημαντικά η φορολογία των επιχειρήσεων και των μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η Μεταπολεμική Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας

Σε μία περίοδο κατά την οποία ελληνική οικονομία δοκιμάζεται από μία ατελέσφορη οικονομική πολιτική που την έχει οδηγήσει στην μεγαλύτερη και πιο επώδυνη ύφεση που έχει υπάρξει σε περίοδο ειρήνης, αξίζει να αναλογισθεί κανείς πως μπήκαν οι βάσεις για την μεταπολεμική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, μετά την οικονομική καταστροφή της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε.

Η εντυπωσιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας στην εικοσαετία μετά το 1953 οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε τρεις κυρίως παράγοντες. Πρώτον, στο γεγονός ότι υιοθετήθηκε μία συνεπής στρατηγική προώθησης των παραγωγικών επενδύσεων και της οικονομικής ανάπτυξης. Δεύτερον, στο ότι μετά τον εμφύλιο εξασφαλίστηκε για μεγάλο διάστημα η κοινωνική ειρήνη. Τέλος, στο γεγονός ότι υπήρξε συνέχεια στους θεσμούς και συνέπεια στην οικονομική πολιτική.

Σημαντικό ρόλο σε όλα αυτά έπαιξε η περίοδος διακυβέρνησης της χώρας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, η λεγόμενη “οκταετία” 1955-1963.

Η οικονομική ανάπτυξη δεν έγινε σε βάρος της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία αυξήθηκε εντυπωσιακά στην περίοδο αυτή. Ωστόσο βασίστηκε κατά κύριο λόγο στις επενδύσεις. Ασφαλώς, η αύξηση της εισοδημάτων και της κατανάλωσης συνέβαλε τα μέγιστα στην αποδοχή οικονομικής πολιτικής που ακολουθήθηκε.

Το 1955, όταν ανέλαβε πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, το ένα τρίτο σχεδόν (29%) του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) προερχόταν από αγροτικές δραστηριότητες, ενώ οι υπηρεσίες συνεισέφεραν περίπου το μισό ΑΕΠ (50%). Μόνο το ένα πέμπτο του ΑΕΠ (21%) οφειλόταν στη δευτερογενή παραγωγή (μεταποίηση, κατασκευές). Το 1963, η σύνθεση του ΑΕΠ είχε αλλάξει ριζικά. Η δευτερογενής παραγωγή αντιστοιχούσε στο ένα τέταρτο του ΑΕΠ (25.4%), σχεδόν όσο και η αγροτική παραγωγή (25.9%). Οι υπηρεσίες είχαν μειώσει ελαφρά τη σχετική τους θέση στο 59.8% του ΑΕΠ.

Η ενίσχυση της δευτερογενούς παραγωγής ήταν μία συνειδητή επιλογή της οικονομικής πολιτικής, και προωθήθηκε με όλα τα μέσα που οι κυβερνήσεις Καραμανλή είχαν στη διάθεσή τους. Βεβαίως, εφαρμόστηκαν προγράμματα και πολιτικές που είχαν προετοιμαστεί νωρίτερα, αλλά ουδείς είχε έως τότε εφαρμόσει με συνέπεια.

Η μάχη της δευτερογενούς παραγωγής

Μεταξύ των ετών 1947 και 1952 καταρτίστηκαν μία σειρά από προγράμματα οικονομικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης. Η εφαρμογή τους ήταν μερική και η επιτυχία τους ανάλογη. Εκτός από διάφορες μελέτες του Τεχνικού Επιμελητηρίου, του Οργανισμού Ανασυγκρότησης, της UNRRA και διαφόρων ανεξάρτητων επιστημονικών ομάδων, μέχρι το 1948 δεν υπήρχε μακροπρόθεσμο σχέδιο για την στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης. Ένα προσχέδιο για την εκμετάλλευση του σχεδίου Marshall, που είχε εκπονήσει μία κυβερνητική επιτροπή υπό τον Α. Διομήδη, έδινε έμφαση στην εκτέλεση εγγειοβελτιωτικών, συγκοινωνιακών και υδροηλεκτρικών έργων, καθώς και στη δημιουργία σιδηροβιομηχανίας. Την Επιτροπή Διομήδη διαδέχθηκε το Ανώτατο Συμβούλιο Ανασυγκρότησης, που εκπόνησε το Προσωρινόν Μακροπρόθεσμον Πρόγραμμα Οικονομικής Ανορθώσεως της Ελλάδος, 1948-1952. Το πρόγραμμα υποβλήθηκε στον Οργανισμό Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (ΟΕΟΣ), πρόδρομο του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στο Παρίσι, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί από την Αμερικανική Βοήθεια. Το πρόγραμμα αυτό, όπως και ένα ακόμη πρόγραμμα του 1952, σε μικρό μόνο μέρος ακολουθήθηκαν ως προς τους ποσοτικούς τους στόχους. Οι αποκλίσεις οφείλονταν στο ότι η Αμερικανική Βοήθεια ήταν μικρότερη από τις προβλέψεις, αλλά και στο ότι οι στόχοι που είχαν τεθεί ήταν αρκετά φιλόδοξοι, δεδομένων των οργανωτικών, διοικητικών και χρηματοδοτικών περιορισμών.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εγκαινιάζει το φράγμα του Νέστου τον Απρίλιο του 1960 Αρχείο Ιδρύματος "Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής"

Αυτό που έχει μεγάλη σημασία δεν είναι τόσο οι ποσοτικοί στόχοι, όσο η γενική κατεύθυνση αυτών των προγραμμάτων, που σε μεγάλο βαθμό είχε επηρεασθεί και από τις εκθέσεις του FAO (Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, Νοέμβριος 1946) και της επιτροπής Porter (Αποστολή από το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών, Ιανουάριος-Μάρτιος 1947). Η γενική κατεύθυνση συνοψίζεται στην εντολή που δόθηκε στο Ανώτατο Συμβούλιο Ανασυγκρότησης για το πλαίσιο του προγράμματος 1948-1952:

«Εκτέλεσις μεγάλων έργων προς ταχείαν εκβιομηχάνισιν της χώρας, προϋπόθεσις της οποίας είναι η εκμετάλλευσις των υδραυλικών δυνάμεων προς εξασφάλισιν ευθηνής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και η αξιοποίησις των εν τη χώρα διαθεσίμων στερεών καυσίμων (λιγνιτών) προς ενεργειακήν ανάπτυξιν. Η εκμετάλλευσις των υδραυλικών δυνάμεων θα διευκολύνη επίσης, εν συνδυασμώ με την εκτέλεσιν εις ευρείαν κλίμακα υδραυλικών και εγγειοβελτιωτικών έργων, την πρόοδον της γεωργίας, την αναζωογόνησιν της υπαίθρου και την ανακοπήν του ρεύματος της αστυφυλίας. … Ανάπτυξις των πηγών ορυκτού πλούτου της χώρας και ίδρυσις βιομηχανιών βασιζομένων επί της εκμεταλλεύσεως τούτου. … Αποκατάστασις και εκσυγχρονισμός του παγίου τεχνικού εξοπλισμού της χώρας και εκτέλεσις έργων κοινωνικής προνοίας και δημόσιας υγείας».

Στις αρχές του 1952, η τότε κυβέρνηση είχε αναθέσει στον Βαρβαρέσο την εκπόνηση έκθεσης σχετικά με το πρόβλημα της οικονομικής ανόρθωσης της χώρας. Η έκθεση Βαρβαρέσου ερχόταν σε αντίθεση με αυτές τις γενικές κατευθύνσεις, καθώς εξέφραζε απαισιοδοξία για το κατά πόσον οι στόχοι αυτοί ήταν εφικτοί, και εν τέλει δεν υιοθετήθηκε.

Αντίθετα, επί κυβερνήσης Παπάγου, το 1953, υιοθετήθηκε μετά την υποτίμηση ένα πιο ρεαλιστικό μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, βασισμένο στα έργα υποδομής που μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν με βάση τους υπάρχοντες πόρους. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην παραγωγή ενέργειας και στα εγγειοβελτιωτικά έργα. Επίσης, ορίσθηκε ως προτεραιότητα η προώθηση βιομηχανιών που θα βασίζονταν στην εκμετάλλευση των εγχώριων πρώτων υλών, καθώς και η προσέλκυση ξένων επενδύσεων.

Για τον τελευταίο αυτό στόχο καθιερώθηκε ειδικό νομοθετικό καθεστώς, ο νόμος 2687/1953, Περί Επενδύσεων και Προστασίας Κεφαλαίων Εξωτερικού. Ο νόμος αυτός, ο οποίος αποτέλεσε βασικό στοιχείο του αναπτυξιακού οπλοστασίου, παρείχε πλήρη και συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία στα κεφάλαια από το εξωτερικό. Με βάση το νόμο αυτό, στη δεκαετία 1957-1966 εισήχθησαν στην Ελλάδα περίπου $500 εκ., που επενδύθηκαν στους τομείς της επεξεργασίας μετάλλου (Αλουμίνιο της Ελλάδος και Ανώνυμη Ελληνική Εταιρία Χάλυβος κ.α.), στη ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία (Ελληνικά Ναυπηγεία, Ναυπηγεία Λάτση, Ναυπηγεία Ελευσίνος), στις αερομεταφορές (Ολυμπιακή Αεροπορία), σε χημικές βιομηχανίες (Ανώνυμος Ελληνική Πετροχημική Βιομηχανία, Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων, Χημικαί Βιομηχανίαι Βορείου Ελλάδος, ΕΘΥΛ Ελλάς), σε διϋλιστήρια πετρελαίου (ESSO) και στη βιομηχανία τσιμέντου (Α.Γ.Ε.Τ.).

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατά τη θεμελίωση των αζωτούχων λιπασμάτων στην Πτολεμαϊδα, Απρίλιος 1960 Αρχείο Ιδρύματος "Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής"

Σημαντικό ρόλο στην προώθηση των επενδύσεων έπαιξε επίσης ο νόμος 3323/1955, που καθιέρωσε το φόρο εισοδήματος και θέσπισε ειδικά φορολογικά κίνητρα για τα μη διανεμόμενα κέρδη των επιχειρήσεων.

Προκειμένου να υποβοηθηθεί η προσέλκυση ξένων επενδύσεων, η κυβέρνηση άρχισε προσπάθειες διακανονισμού του εξωτερικού δημόσιου χρέους, ενώ προχώρησε και σε διακρατικές συμφωνίες για την προμήθεια κεφαλαιακού εξοπλισμού.

Το πενταετές πρόγραμμα του Κ.Καραμανλή

Οι κατευθύνσεις του προγράμματος του 1953 ακολουθήθηκαν και μετά το 1955, από τις διαδοχικές κυβερνήσεις του Κ. Καραμανλή, που διαδέχθηκε τον Παπάγο. Οι κυβερνήσεις Καραμανλή έδωσαν μεγάλη έμφαση στις επενδύσεις υποδομής, και ιδιαίτερα στη βελτίωση του οδικού δικτύου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 εξαγγέλθηκε το νέο Πενταετές Πρόγραμμα Οικονομικής Αναπτύξεως της Χώρας, 1960-1964, και ακολούθησε αργότερα σειρά άλλων προγραμμάτων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το Πενταετές του 1960 για πρώτη φορά έθεσε ως στόχο την ενεργότερη συμμετοχή της χώρας στη διαδικασία ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας. Το 1957 είχε υπογραφεί στη Ρώμη η Συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ). Το 1961, η Ελλάδα έθεσε τις βάσεις της συμμετοχής της σε αυτήν, με την υπογραφή στην Αθήνα της συμφωνίας τελωνειακής ένωσης της χώρας με τις χώρες της ΕΟΚ.

Η διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης διευκολύνθηκε από τις εξελίξεις στο ισοζύγιο πληρωμών. Μετά τη δημοσιονομική προσαρμογή του 1952 και την υποτίμηση του 1953, το ισοζύγιο πληρωμών βελτιώθηκε ραγδαία παρά τη σημαντική μείωση της ξένης βοήθειας. Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, που στην τετραετία πριν το 1952 κυμαινόταν γύρω στα $300 εκ., το 1952 μειώθηκε στα $160 εκ. και το 1953 μειώθηκε στα $110 εκ. Το βασικό δε ισοζύγιο, το άθροισμα δηλαδή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και των αυτόνομων εισροών κεφαλαίου, έγινε πλεονασματικό.

Αξίζει εδώ να τονισθεί η μεγάλη συμβολή των καθαρών αδήλων πόρων και της καθαρής εισροής κεφαλαίων στη βελτίωση του βασικού ισοζυγίου. Πρόκειται για μία εξέλιξη που χαρακτηρίζει ολόκληρη την οκταετία, και που είχε καθοριστική σημασία για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Παρά τη μείωση της βοήθειας από το εξωτερικό, μετά το 1953 υπήρξε θεαματική άνοδος στο πλεόνασμα των αδήλων συναλλαγών, κυρίως λόγω της ανόδου του ναυτιλιακού και τουριστικού συναλλάγματος, και αργότερα λόγω των μεταναστευτικών εμβασμάτων. Σε συνδυασμό με την καθαρή εισροή κεφαλαίων, το βασικό ισοζύγιο διατηρήθηκε σε ισορροπία, ακόμη και μετά το 1966, όταν υπήρξε μεγάλη διεύρυνση του εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Το τραπεζικό σύστημα

Ωστόσο, παρά τη μεγάλη εισροή επιχειρηματικών κεφαλαίων, η σημαντικότερη πηγή για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων, σε όλο αυτό το διάστημα, ήταν οι εγχώριες αποταμιεύσεις. Η αύξηση των αποταμιεύσεων ήταν εντυπωσιακή. Μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι αποταμιεύσεις διοχετεύονταν, με αποφάσεις της Νομισματικής Επιτροπής, σε επιλεγμένους κλάδους της οικονομίας, κυρίως στη μεταποίηση.

Το τραπεζικό σύστημα επέτρεψε την άνετη χρηματοδότηση και επέκταση της βιομηχανίας και των εξαγωγών, σε βάρος του εμπορίου και των εισαγωγών. Αυτός ήταν άλλωστε και ο κύριος στόχος της τότε πιστωτικής πολιτικής.

Είναι χαρακτηριστικές οι απόψεις που διατύπωσε το 1958 ο επί πολλά χρόνια Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Ξ. Ζολώτας, και στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, για το ρόλο των εμπορικών τραπεζών.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1958 Αρχείο Ιδρύματος "Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής"

«Πρέπει αι Τράπεζαι να μην παρασύρωνται εις τοποθετήσεις καταναλωτικής φύσεως, αλλά να συγκεντρώνουν περισσότερο την προσοχήν των εις κυρίως παραγωγικάς τοποθετήσεις.» (Ζολώτας 1958, σελ. 46).

Θα ήταν μεγάλη παράβλεψη αν δεν αναφερόμασταν σε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη εκείνη την εποχή. Αυτός δεν ήταν άλλος από την δημοσιονομική πολιτική.

Μετά τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μεταξύ 1951 και 1953, οι δανειακές ανάγκες της κεντρικής διοίκησης παρέμειναν σταθερά κάτω από το 3% του ΑΕΠ, αν και επέδειξαν μία ελαφρά ανοδική τάση.

Ο κύριος δημοσιονομικός κανόνας που ακολουθήθηκε στην περίοδο αυτή ήταν ο κανόνας του ισοσκελισμένου τακτικού προϋπολογισμού, δηλαδή της ισοσκέλισης δημοσίων εσόδων και τρεχουσών κρατικών δαπανών. Στην πραγματικότητα, για την περίοδο έως το 1963, ο τακτικός προϋπολογισμός ήταν ελαφρά πλεονασματικός, και τα δημόσια ελλείμματα προέρχονταν από τον προϋπολογισμό των δημοσίων επενδύσεων. Μετά το 1963, ο τακτικός προϋπολογισμός έπαψε να είναι πλεονασματικός, καθώς, μετά τις εκλογές, αυξήθηκαν οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων και υπήρξε σημαντική επέκταση των δημοσίων δαπανών γενικώς.

*O Γιώργος Αλογοσκούφης είναι Καθηγητής στην Έδρα Κωνσταντίνος Καραμανλής στη σχολή Fletcher του Πανεπιστημίου Tufts των ΗΠΑ, και Καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το άρθρο αυτό έχει προσαρμοστεί από το βιβλίο του, με την Σοφία Λαζαρέτου, Η Δραχμή: Από τον Φοίνικα στο Ευρώ, Αθήνα, Εκδόσεις Λιβάνη (2002), και το βιβλίο του Η Ελλάδα μετά την Κρίση, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη (2009).

*Πηγή φωτογραφιών: Ίδρυμα “Κωνσταντίνος Γ.Καραμανλής”

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα